Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠ' ΤΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ του τεύχους 61 του ΚΕΛΑΙΝΩ







Χρώμα φυγής στον ορίζοντα
κι ένα ανήσυχο σύννεφο
ενισχύει την ανησυχία μου.
Λυγίζουν οι κορφές του απίστευτου!
–Που ταξιδεύεις αθέατη;
Τυλίχτηκες το φέγγος της Αυγής,
το ρίγος του Ήλιου;
Γίνηκες ρίμα γοερή σ’ άλλη διάσταση;
Πυκνές οι σταγόνες, τα δάκρυα
Θλιμμένο… το χώμα
Μυρίζει γιασεμί κι αγιόκλημα!
Στην όχθη του σύννεφου
ιριδισμοί διαδίδονται
Η ακτή με τα κύματα,
ο ασάλευτος βράχος,
τα Κρίνα του Πρίγκιπα.
Βαστώ τα κοχύλια της θύμησης
–Νόμιζα… πως ήσουν αλύγιστη!
                                                         Βασιλική Κ. Εργαζάκη

====

            Προσγείωση

Απίστευτη εποχή προμηνύει το τέλος.
Η βιολογική μας εξέλιξη
δεν συμβαδίζει με την κοινωνική.
Τα σημάδια του χρόνου μας τα βλέπουμε
μόνο στα πρόσωπα των παλιών συμμαθητών μας.
Είμαστε οι τελευταίοι οικογενειάρχες
και τα παιδιά μας οι τελευταίοι εραστές.
Βρισκόμαστε στην εποχή της κατάρρευσης.
Κι ήθελα να ξέρεις.
Όταν το όνειρο και ο ορίζοντας συμπίπτουν, συνθλίβεσαι.
Η απότομη προσγείωση είναι αυτή που μας τσακίζει.
Ο μεγαλύτερος πάταγος ακούγεται
όταν πέφτουμε  απ'  τις ψευδαισθήσεις μας.
Mη φοβάσαι ακόμα κι όταν πέφτεις.
Για να αναπηδήσεις πρέπει να πατήσεις πρώτα στη γη.
Αν βρεις πάτο
όσο πιο δυνατά πέφτεις τόσο πιο πολύ εκτινάσσεσαι.
Η ζωή δεν έχει ταβάνι μήτε πάτωμα.
Η ζωή έρχεται μόνο μια φορά
ώστε να μας δίνει το άλλοθι να μη συμβιβαστούμε.
Αντίπαλος είναι ο ίδιος μας ο εαυτός.
Αν δεν αρνηθείς τον εαυτό σου δεν μπορείς να τον νικήσεις.
Είναι δύσκολο να ελευθερωθούμε από σκλαβιά
που εμείς οι ίδιοι έχουμε δημιουργήσει.
Ο κάθε άνθρωπος ακολουθείται από τρεις υποστάσεις
εκτός και αν καταφέρει να γνωρίζει τον εαυτό του!
Όταν χαμογελάσεις μπροστά στον καθρέφτη σου με ειρωνεία
αρχίζεις να γνωρίζεις τον εαυτό σου.
Κάθε στιγμή μάς δίνει την ευκαιρία να ξαναξεκινήσουμε.
Στην αναμονή το λεπτό  διαστέλλεται.
Σε ένα δευτερόλεπτο παίρνονται οι μεγαλύτερες αποφάσεις.
Όταν τολμάμε βηματίζουμε.
Γι αυτό.
Μη μετράς πόσες φορές έπεσες.
Να μετράς πόσες φορές εκτινάχθηκες.
Να ξέρεις.
Το ομορφότερο τοπίο έχει το γνωστότερο χώμα.
Σ’ αυτό όταν πέφτεις  ξανασηκώνεσαι.
                                                            Μπάμπης Τσέλος

====

            Αγάπη πατρική

Σε κάθε λύπη μου Χριστέ σ’ αναζητώ
για να ’σαι Συ για πάντα βοηθός μου
στην ευτυχία μου Σε διώχνω, Σε ξεχνώ,
μη ξέροντας τι κάνει ο εαυτός μου.

Γερά κυριευμένος απ’ τα πάθη
η καρδιά και το σώμα μου μεθούν
όνειρα που χάνονται ο νους μου πλάθει
μόνο χειμώνες στην ψυχή μου ανθούν.

Κάθε στιγμή πως αμαρτώ Χριστέ το ξέρω
μέσ’ της ζωής το δρόμο τον πλατύ
μα τώρα τ’ άγιο Σου όνομα προφέρω
ζητώντας αγάπη πατρική.
                                                                   Νίκος Κότσικας

====

            Ονειροφορτωμένα μάτια

Τα μάτια σου σαν είδα, σ’ όνειρα περπάτησα,
σε δρόμους με μυρτιές, γαζίες και λουλούδια,
να τα κλαδέψω με τον λογισμό μου σκέφτηκα,
μα ήταν η προσπάθει’ άκαρπη κι ανούσια.
Στοχάστηκα και τον Χριστό, τα μάτια του τα καστανά,
το ίδιο βαρύ φορτίο σέρνουν,
σε πέλαγα, σ’ ανηφοριές αρμένισαν,
δροσιά και αποκούμπι σ’ οδοιπόρους για να φέρνουν,
Τα όνειρ’ απ’ τα μάτια σου επήρα κι έντυσα,
κορμί και λογισμό, σκέψη και χνώτα,
ανάλαφρα περπάτησα κι έφτασα
στην ανοιχτή μιας εκκλησιάς την πόρτα.
Με το κατάλευκο χρώμα της ψυχής,
μαζί σου μπρος στ’ αναμμένα τα κεριά σταθήκαν,
με μύρο απ’ την Άγια Τράπεζα μετάλαβαν,
και αγιασμένα κι άσπιλα μες στη ζωή μου μπήκαν.
                                                                                         Βλάζια Φαϊδά

====

            Απόδραση

Μην με κρατάς άλλο απ’ το χέρι
Καίγεται ετούτη η ζωή,
σαν πεφταστέρι.
Φεύγω. Θ’ αποσυρθώ εκεί, στην άκρη,
στο Λάμδα από τον Λυγμό,
στο Δέλτα από το δάκρυ.
Κι όταν το Δάκρυ κι ο Λυγμός
στεγνώσει και σωπάσει,
θα έχω φύγει κι από ’κεί…
Θα ’χω αποδράσει.
                                                                           Χρήστος Παπουτσής

====

Τέτοια η δύναμή σου

Γιόμισεν η νύχτα άστρα
στη θεϊκιά θωριά σου.
Γιασεμί πλημμύρισεν
η κάμαρα.
Βαγιόφυλλα
στο πουρφυρό χαλί.
Ονείρεμα της μέρας μου
Ηλιόφεγγο της νύχτας μου
Τρέλα του νου
της ψυχής μεθύσι
του κορμιού πεθυμιά.
Μόνο με τη γνώση της φωτιάς
ζεις τα χρονικά,
την αιωνιότητα κατακτάς.
Τέτοια η δύναμή σου, αγάπη.
                                                           Θεοδώρα Κουφοπούλου-Ηλιοπούλου

====


Φεύγω μαζί σου


Τα μεσάνυχτα
γλιστράς από πόρτες και χαραμάδες
με συναντάς στον πάτο του φωταγωγού
με ξετυλίγεις
βουτάς στη βαθιά μου πληγή
κυλάς στου πόθου μου το αίμα.
Κροτούν οι στιγμές
το σκίρτημα άρχεται
χίλια φεγγάρια με χαιρετούν
μου γνέφουν
σπάζοντας τον παγωμένο φεγγίτη
σκαρφαλώνω
φεύγω μαζί σου.
                                                               Δημήτρης Α. Δημητριάδης

ΑΠ' ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 6 ΤΟΥ ΤΕΥΧΟΥΣ 61 ΤΟΥ ΚΕΛΑΙΝΩ



ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΙΑΚΟΥΜΙΝΑΚΗΣ

ΜΑΝΑ
                   Μαντινάδες

Αγγελοκανακίστρα μου ουρανοξαστεράδα
μάνα, του κόσμου χρυσαυγή τα’ ανάστασης λαμπάδα.

Δρόμε τση ζήσης π’ οδηγείς με φως απ’ τ’ αγιοκέρι
μάνα το χάδι τση ζωής απού δεν έχει ταίρι.

Μάνα λιμάνι τση χαράς μοναστηριού καμπάνα
πυξίδ και σωσίβιο για τα παιδιά σου μάνα.

Λιμάνι τση παρηγοριάς τση μάνας η αγκάλη
και οδηγήτρα τση ζωής απού ποτές δε σφάλλει.

Μάνα. Μια λέξη μαγική χιλιοτραγουδισμένη,
Μάνα στου κόσμου τση καρδιές μόνιμα θρονιασμένη.

Μάνα για πες μου πως χωρεί στα φύλλα τση καρδιάς σου
τόση αγάπη και στοργή που’χεις για τα παιδιά σου.

Μάνα μου πες μου ποιος βαστά να σε κακολογήσει
κι ακόμα το χειρότερο σ’ ίδρυμα να σε κλείσει.

Μάνα μου λέω στη χαρά, μάνα σε κάθε πόνο.
Νοιώθω πως είσαι δίπλα μου ντελόγο ξαλαφρώνω.

Μάνα τ’ αθάνατο νερό το γιατρικό του κόσμου
άρωμα του βασιλικού, γαρούφαλλου και δυόσμου.

Μάνα τα’ αστείρευτης πηγής κρουσταλλοδροσονέρι
άρωμα αγριολούλουδου, τα’ αγάπης το λημέρι..

Μάνα ποτέ σου δε ζητάς, δίνεις, ποτέ δεν παίρνεις
με τσι χαρές μας χαίρεσαι, τσοι πόνους απαλαίνεις.

Ποιο είναι τ’ ακριβότερο σ’ ούλο το γκόσμο πράμα;
Είναι τση μάνας η ευχή μ’ ένα φιλί τζη αντάμα.

Σα ντο φιλί τση μάνας μου άλλο δεν είχε γλύκα
έψαξα σ’ ούλο το ντουνιά, όμως ποθές δε βρήκα.