Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2020

ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ 11ου ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ Ε.Π.Ο.Κ. (2020)

 

 

Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων

Contents:

ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ 11ου ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ Ε.Π.Ο.Κ. (2020)

Sep 03, 2020 01:10 pm 




Ο Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων Ελλάδος (Ε.Π.ΟΚ.), προκηρύσσει τον 11ο Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό, για το έτος 2020 – 2021 στα ακόλουθα τέσσερα είδη του λόγου:

  1. Ποίηση - Μουσικός στίχος – Σατυρική Ποίηση 
  2. Θεατρικό έργο
  3. Παιδικό παραμύθι ή παιδική ιστορία
  4. Μυθιστόρημα
  5. Δοκίμιο

To 2021 έχει οριστεί πανηγυρικό έτος για τη συμπλήρωση των 200 χρόνων από την ελληνική Επανάσταση του 1821. Για τον λόγο αυτό και το θέμα του διαγωνισμού είναι οι αγώνες του Γένους σε ξηρά και θάλασσα για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, οι Ήρωες του 1821 και ό,τι άλλο έχει συνάφεια με το θέμα αυτό. Σας θυμίζουμε πως ο Ε.Π.Ο.Κ. συμμετέχει ενεργά στις διεργασίες της Επιτροπής 1821 με προτάσεις που έχουν ήδη κατατεθεί στην Επιτροπή για αξιολόγηση.


ΟΡΟΙ ΤΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ:

Δικαίωμα συμμετοχής στον εν λόγω διαγωνισμό, έχουν όλοι οι ελληνόφωνοι, εντός και εκτός Ελλάδας, άνω των 17 ετών. Οι διαγωνιζόμενοι μπορούν να συμμετάσχουν με ένα έργο ή με δύο εργα από δύο διαφορετικά είδη αλλά όχι με δύο έργα από το ίδιο είδος και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να συμμετάσχουν με πάνω από δύο έργα. Τα έργα πρέπει να είναι αδημοσίευτα και δακτυλογραφημένα.

Τελευταία ημερομηνία αποστολής των έργων ορίζεται η 31η Ιανουαρίου 2021 (σφραγίδα ταχυδρομείου).

Οι διαγωνιζόμενοι θα πρέπει να εσωκλείσουν σε μεγάλο φάκελο το έργο τους καθώς και ένα μικρότερο κλειστό φάκελο όπου μέσα θα αναγράφουν τα προσωπικά τους στοιχεία (Ονοματεπώνυμο, Διεύθυνση Κατοικίας, Ταχ. Κώδικας, Τηλέφωνο (σταθερό και κινητό), E-mail, τίτλο έργου και ψευδώνυμο).

ΠΡΟΣΟΧΗ: Στον εξωτερικό φάκελο θα πρέπει να αναγράφεται η ένδειξη ότι η αλληλογραφία αφορά τον διαγωνισμό, π.χ. «Για τον 11ο Λογοτεχνικό  Διαγωνισμό» όπως και το είδος στο οποίο διαγωνίζεστε, π.χ. Για τον διαγωνισμό Ποίησης ή Μουσικού Στίχου ή Θεατρικού κλπ.

Σε περίπτωση που ένας διαγωνιζόμενος λάβει μέρος σε περισσότερα από ένα είδος  (π.χ. ένα ποίημα  και ένα μυθιστόρημα), θα πρέπει να βάλει το κάθε έργο σε ξεχωριστούς φακέλους που ο καθένας τους θα περιέχει ξεχωριστό κλειστό μικρό φάκελο προσωπικών στοιχείων, αναγράφοντας απ’ έξω τις σχετικές ενδείξεις και να τοποθετήσει τους μεγάλους φακέλους μέσα σε έναν μεγαλύτερο, στον οποίο θα αναγράφεται η ένδειξη «Για τον 11ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό».

Το ποίημα θα πρέπει να μην υπερβαίνει τους 30 στίχους,  το θεατρικό τις 100 σελίδες, το παραμύθι τις 6 σελίδες, το μυθιστόρημα τις 90 σελίδες, το Δοκίμιο τις 15 σελίδες. Κάθε έργο θα πρέπει να σταλεί σε τρία δακτυλογραφημένα αντίτυπα με ψευδώνυμο επάνω δεξιά. Το μέγεθος των χαρακτήρων θα πρέπει είναι 12 σε γραμματοσειρά Arial. Οποιοδήποτε μεγάλο σημάδι, φωτογραφία, σχέδιο ή στίγμα πάνω στο διαγωνιζόμενο κείμενο, θα το καθιστά άκυρο από τη διαδικασία. Η μη τήρηση των παραπάνω όρων συνεπάγεται αποκλεισμό των διαγωνιζομένων.  Έργα που η θεματολογία τους δεν θα έχει συνάφεια με το κύριο θέμα του διαγωνισμού θα εξαιρούνται.

Η αποστολή των έργων θα πρέπει να γίνει ταχυδρομικά με ΑΠΛΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ (ΟΧΙ ΣΥΣΤΗΜΕΝΟ)στην κατωτέρω διεύθυνση:


Ε.Π.Ο.Κ. (Υπόψη Προέδρου κ. Ηρακλή Ζαχαριάδη)

Μικράς Ασίας 55 - 115 27 - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ -  ΑΘΗΝΑ


Τα ονόματα των διακριθέντων, καθώς και η ημερομηνία και ο τρόπος της απονομής των βραβείων θα ανακοινωθούν στην ιστοσελίδα του Ε.Π.Ο.Κ., www.epok.gr  


Απαραίτητη προϋπόθεση για να συμπεριλάβουμε το έργο σας για αξιολόγηση είναι να έχετε εγγραφεί στη λίστα ενημερώσεων (newsletter) του συλλόγου μας πατώντας ΕΔΩ αν δεν το έχετε κάνει ήδη έτσι ώστε να διευκολύνετε την επικοινωνία μας μαζί σας.


Η μη τήρηση των παραπάνω όρων συνεπάγεται αποκλεισμό των διαγωνιζομένων. Επειδή στα μη βραβευθέντα έργα δεν αποκαλύπτονται τα προσωπικά στοιχεία των διαγωνιζομένων, δεν υπάρχει η δυνατότητα πληροφοριών για την επίδοσή τους, καθώς και δεν δίδονται πληροφορίες αναφορικά με τη βαθμολογία τους. Τα αποσταλέντα έργα δεν επιστρέφονται, ενώ ο κάθε διαγωνιζόμενος θα μπορεί να ζητήσει τη διαγραφή των προσωπικών του στοιχείων και του έργου του. Ανεξαρτήτως του αν θα βραβευθούν, τα έργα που θα μας αποσταλλούν δεν επιστρέφονται. Όλα τα προσωπικά στοιχεία των διαγωνιζομένων που λάβουμε θα χρησιμοποιηθούν και ενδέχεται να κοινοποιηθούν σε τρίτους για θέματα σχετικά με το διαγωνισμό. Με την αποστολή της συμμετοχής σας συμφωνείτε με τους όρους του διαγωνισμού.


Πληροφορίες για τον διαγωνισμό:

  • Ηρακλής Ζαχαριάδης, Πρόεδρος ΕΠΟΚ (693 7554184)
  • Στο email  kypriakosellinismos@yahoo.gr
  • Στην ιστοσελίδα www.epok.gr

Σάββατο 18 Ιουλίου 2020

Τ´ Αϊ-Γιαννιού του Ριγανά !


γράφει η Κατερίνα Κουτσούνα


   Οι νοικοκυρές αχάραγα ,συχνά με τη συντροφιά των παιδιών που το βρίσκαν μεγάλη διασκέδαση και μπρου ακόμα βαρέσει η πρώτη καμπάνα που με τον ήχο της ο παπά Γιώρης καλούσε τους πιστούς στη λειτουργία της γιορτής, ξεχύνονταν στα πέριξ, όπου γνώριζαν ότι υπήρχαν ριγανότοποι και δεν ήσαν λίγοι ετούτοι , απ´ όξω από την πόρτα τους μέχρι απάνου τα βουνά και τα χωράφια , στους Καλούς, στον Κόλυμπο, στο Μεγαβούνι, στον Ταξιάρχη ! Η Μοφκίτσα μοσκοβολάει ρίγανη από γεννησιμιού της ! Η σπιρτάδα της ακόμα βαράει τη μύτη μου κι ας έχουν περάσει τόσοι χρόνοι που έχω να τρέξω τέτοια μέρα στα βουνά, γιατί εκείνη είναι η πιο καθάρια κι η πιο σπιρτόζα, η πιο θανατερή σε γεύση και γιατράδα .....
   Πότε με τη νόνα, πότε με τη μάνα, πότε κι ούλες αντάμα, ετούτο το γιουρούσι δεν ξεχνιέται από τα παιδιά, πηγαίναμε, όχι δα, εξορμούσαμε για τη συλλογή της ρίγανης, γιατί έτσι το ήθελε το έθιμο, αφού τώρα η ρίγανη είναι στις δόξες του ανθίσματός της, στις δόξες των πολύτιμων συστατικών της. Να πιάσουμε ρίγανη, να νιώσουμε ζωή!
   Δεν ξέρω αν ήταν η απληστία για το ποιος θα μάζευε την περσότερη και γιατί τούτο ποτέ μου δεν κατάλαβα, αφού όποια ώρα τη χρειάζονταν, έτσι έκαμναν δυο βήματα πιο έξω από το σπίτι τους και την είχαν, φρέσκια ή ξερή, ξέρω όμως πως η χαρά ετούτης της απληστίας είναι ακόμα χαραγμένη μέσα μου ,βαθιά μου ,με χαρακιές ανεξίτηλες, με δυο ρουθούνια τόσα δα να ρουθουνίζουν τη μυρουδιά της σαν άλογα που φρουμάζουν όταν βρίσκονται σε οίστρο, με μια αγκαλιά γιομάτη θησαύρισμα μεθυστικό ,στ´ αλήθεια μεθυστικό, γιατί αν σ´εύρισκε ο ήλιος να μαζεύεις η σπιρτάδα της θα σ´έριχνε στα σίγουρα χάμω, με ένα κέφι που δε θύμιζε στιγμή τις αντίξοες συνθήκες διαβίωσης του χωριού, με μια λαχτάρα από ´κείνες που μοναχά τα μικρά παιδιά έχουν όταν κόβουν λουλούδια, με μια ιστορία που καταγράφεται μόνιμα στην ψυχή σου, σαν ένα δώρο θεϊκό και είναι τ´ ορκίζομαι και είναι το νιώθω!
   Τα ψιλολουλουδάκια της ,που μερικά βιάστηκαν κι έδεσαν σποράκια κιόλανε, αέρινα και προκλητικά αδημονούσανε θαρρείς πότε θα πέφτανε στην αγκαλιά των κοριτσιών για να σμίξουν με της παρθενίας τους την αθωότητα, για να νοστιμεύουν τα ψητά και βραστά τους, για να γίνουν ρόφημα γιατρευτικό, για ν´ ακουμπήσουν απάνου στο πονεμένο δόντι να διώξουν ή να καταλαγιάσουν τον πονόδοντο, για να διώξουν το κακό από το σπίτι, για να χαρίσουν ενίοτε ομορφάδα ακόμα και στα βάζα.
   -Τι τα θέλουτε ζάβαλε τα βοτάνια στα βάζα ; Όξω δεν τα χαιρόσαστε πιότερο , έλεγε συχνά η νόνα . Μπας κι είχε άδικο; Οι βουλές του ανθρώπου όμως πάνε κατά τα γούστα του.
   -Ν´ αφήνουτε και καμπόση για σπόρο, ορμήνευε η μάνα .Να ´χουμε και για του χρόνου. Δεν τα ,,ξεμπουντουλώνουμε,, τα βοτάνια . Ούτε τα ξεριζώνουμε!
   Και το κάναμε έτσι ,όπως μας ορμήνευε ή όπως μας διάταζε αν δεν υπακούαμε με την πρώτη. Η πρόνοιά της και η πρόνοια της φύσης ,που εφοδίασε το φυτό με παχύ ριζικό σύστημα ήταν ικανό να χορτάσει και την απληστία μας στη συλλογή και να πετάξει φρέσκια ρίγανη του χρόνου.
   Ήρθαν καιροί που η εμπορικότητα της ρίγανης εκτοξεύτηκε στα ύψη ,εκεί γύρω στο 1960-´70 , που οι ειδικοί της εμπορικής βιομηχανίας ξεγελούσαν με φτωχό αντίτιμο τους κατοίκους και τους υποχρέωναν να μαζεύουν ρίγανη εμπορεύσιμη. Τότε ξεχύνονταν κι από άλλα μέρη συλλέκτες που δε σέβονταν τους κανόνες και ξερίζωσαν το φυτό με αποτέλεσμα να μην υπάρχει όση ρίγανη παρήγαγε ο τόπος. Ήρθαν και οι πυρκαγιές και για μεγάλο χρονικό διάστημα η μοσκοβολιά ετούτης της σπιρταδένιας ριγανοσυλλογής είχε εκλείψει .

Ήτανε σα θάνατος ετούτο! Ήτανε σα θλίψη, όχι σα θλίψη, ήτανε θλίψη ! Έβγαινες και δε συνάνταγες εύκολα ριγανόξυλο ούτε ξερό ,όχι ανθισμένο ! Και τώρα που είπα ριγανόξυλο....
   Με δαύτο τρουπάγανε το ψωμί μπρου πέσει στο φούρνο, με δαύτο σκαλίζανε το πονεμένο δόντι, με δαύτο ορίσανε για πρώτη βολά την οδοντογλυφίδα.
   Δεν ξεχνώ τότε που τα σπίτια γίνανε αποθήκες ρίγανης . Ούτε τη μάνα μου ξεχνώ που τα κουβάλαγε στον ώμο της τίγκα στο γιόμο, ούτε τη λιγοψυχιά της από τη σπιρτάδα ξεχνώ . Ήτανε τιμωρία ετούτη του φυτού για την απληστία της υπέρμετρης συλλογής; Η άμυνα ήταν του φυτού, η άμυνα ! Η μάνα μου όμως έπεφτε λιπόθυμη καθώς την έπιανε η ζέστη στην επιστροφή της από τα χωράφια κι από τα βουνά κι ακούμπαγε πεταχτά τα τσουβάλια στο πάτωμα και τ´ άνοιγε αμέσως , να μην ανάψουν,, . Ένα θυμάμαι ακόμα. Κανείς μας δεν αρρώστησε εκείνους τους χειμώνες! Η ευεργετική σπιρτάδα σήκωσε τη σημαία της υγείας ψηλά κι έγραψε στον αστερισμό ,,του καθενού, μας πολύχρονη ευκή.
   Ήτανε κι ο Άγιος που τη βλόγαγε τη ρίγανη να πληθαίνει, ήτανε ο ίδιος που βλόγαγε και τους κατοίκους να ’ναι καλά και να μαζεύουνε κάθε χρόνο στη γιορτή του ρίγανη.
Βάνανε που λέτε τα πρόβατα, στο στάλο, μιας κι οι ζέστες του καλοκαιριού έσφιγγαν καθώς τράβαγε στο τέλος του ο Γιούνης και όταν η ρίγανη ξεραινότανε στον ίσκιο για να κρατεί το χρώμα της, τη μαυρισμένη δεν την έπαιρναν οι εμπόροι και πήγαινε στράφι ο κόπος τους ,στράφι κι η ρίγανη, αρχίναγε το κοπάνισμα, ο αγώνας. Συχνά φρουουουου, ένα-ένα κλωνάρι το τράβαγαν και με μια κίνηση έπεφτε ούλος ο θησαυρός του στο απλωμένο σεντόνι, που γινότανε άχρηστο και το φυλάγανε μοναχά για τέτοιο σκοπό έκτοτε . Κι απλωνότανε ολόγυρα εκείνη η αψάδα της η θεραπευτική κι εκείνο το αλησμόνητο άρωμά της. Ύστερα έτριβαν ανάμεσα στις δυο τους παλάμες να θρυμματιστούν και τα φύλλα, κοσκίνιζαν με το ,,καλμπούρι,, να πέσει
κατακάθαρη χάμω και να μείνουν απάνω τυχόν ,,σούραφλα,,. Κι ούλα ετούτα για ένα φράγκο το κιλό (την οκά μάλλον τότε ) καθαρή! Έρμη φτώχεια τι τράβαγες και τι τραβάς για τα συμφέροντα των δυνατών! Ατέλειωτες ώρες προετοιμασίας για μια ,,δραμή,, , όπως έλεγε και η νόνα!
   Η αψάδα κόλλαγε στο σπίτι, το άρωμα δεν έφευγε με τίποτα. Θύμιζε τον αγώνα ούλο το καλοκαίρι κι έστρωνε τα όνειρα με το διάφανο πέπλο της ελπίδας για καλυτέρεψη της ζωής μέσα στις ανάγκες της.
   -Πιάστε ρίγανη παιδιά! Πιάστε ρίγανη χωριανοί! Είναι τ´ Αϊ-Γιαννού του Ριγανά! Όποιος δεν πιάσει ρίγανη και δεν τη μυρίσει σήμερα, δε θα ιδεί άσπρη μέρα…!
Έθιμα αγαπημένα που νοστιμίζατε τη ζωή των ανθρώπων, που αρμέγατε τον ψυχισμό τους πεντακάθαρο κι αγνό κι αρμενίζατε τους πόθους τους στα πέλαγα της ευτυχίας με της ανάγκης τους την πεθυμιά να γίνεται ευλογία, με της λαχτάρας τους τη ζέση να γίνεται όνειρο, με της φτώχειας τους την ανοχή να γίνεται πλούτος!
   Με το κοίταγμα στο πηγάδι με τη φεγγαροβραδιά να βρίσκουν οι κοπελιές τον άντρα, που θα τις έπαιρνε, θα τις παντρευόταν δηλαδή ......
   Χρόνια πολλά Κλήδονα! Χρόνια πολλά χωριανοί! Χρόνια πολλά Μοφκιτσάνοι!
Τι που σήμερα παραμένουν στη θύμησή μας τα δρώμενα ετούτα! Τι που λιγόστεψαν οι άνθρωποι της Μοφκίτσας; Τι που δε βλέπεις πια παιδιά να πηλαλάνε και νοικοκυρές να σηκώνονται πρωί για να πιάσουν πρώτοι ρίγανη! Η ρίγανη πιότερο ριζώνει στα ήσυχα ριγανοτόπια της, πιότερο θεριεύει κι ομορφαίνει τον τόπο. Δρόμοι, πεζούλες, κακοτοπιές.. εκείνη είναι δυνατή, φυτρώνει παντού. Οι λίγοι που απομείναμε, στο πέτρινο χωριό, που λέει κι ο Σπύρος ο πατριώτης μου, σκορπάμε τους σπόρους της παράδοσης στους νιότερους για να μη σβήσει, για να ’ρθει πίσω ο καιρός που τ´ όμορφο χωριό μας θα γιομίσει κόσμο και θα λικνίσει τη νέα γενιά που θα κατοικήσει τα σπίτια του, θα δουλέψει τα χωράφια του, θα τηρήσει τις παραδόσεις του. Όλα ανακυκλώνονται, όλα υπόσχονται, όλα ζουν...

Ρίγανη κι αν εμύρισα ξενιτεμένος νιώθω
Να γίνει ετούτο το χωριό Παρίσι, έχω μεγάλο πόθο!
Από τα παιδικάτα μου ετούτο ονειρευόμουν,
επάσκιζα, ονειρευόμουν κι άστοχα αντρειευόμουν
π´ έβλεπα με το βάσανο τη μάνα μου στον ώμο...,
π´ αγνάντευα κι εμάζευα λουλούδια από το φλώμο....
Π´ επήγαινα του Ριγανά ρίγανη να μαζέψω ,
π´ εχάραζα το όνειρο στο νου μου μέσα κι έξω ......
Βλόγα το Αϊ-Γιάννη Ριγανά ετούτο τ´ όνειρό μου.
Βλόγα το κι άστο ολάκερο να μένει στο πλευρό μου....
Κι ως θα σφαλούν τα μάτια μου στου χρόνου την κεραία,
να νιώθω τη Μοφκίτσα μου χορτάτη, πανωραία....
Να πηλαλούνε τα παιδιά σαν το νερό στη βρύση .
Να παίζουνε χαμόγελα στην όμορφή σου φύση!
Κοιτάζοντας τον ουρανό συχνά να μαρτυράνε
πως κάποτε εδώ έζησαν άνθρωποι που φοράνε
ακόμα τον αέρα σου, μυρίζουν τ´ άρωμά σου...
Κι αν γίναν άστρα τ´ ουρανού, παιδιά ήσαν δικά σου!
Κι όλοι μαζί στον τόπο μου, νεκροί κι αναστημένοι
ή ζωντανοί, ολοζώντανοι θα ´ναι αγαπημένοι!

            Κατερίνα Κουτσούνα

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020

Σάββατο 11 Απριλίου 2020

ΠΕΡΥΣΙ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ



Ο θρήνος της Παναγιάς από το ΚΕΛΑΙΝΩ-"'ΞΑΣΤΕΡΟΝ"


ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ



 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ CLUB ΚΕΛΑΙΝΩ

Έλειπε ο Θεός 

Μια χούφτα άνθρωποι ήμασταν
που ξαίναμε τα όνειρα
να υφάνουμε ένα περίτεχνο ποδόγυρο
για της ζωής μας το φουστάνι
μα τα νήματα σαθρά.
Μια χούφτα νότες ήμασταν
που ερωτευόμασταν απάνω στο πεντάγραμμο
να φτιάξουμε της άνοιξης τραγούδι
μ’ αλάργεψε το αηδόνι.
Μια χούφτα όνειρα ήμασταν
που μάταια παλεύαμε να σιάξουμε έναν άνθρωπο
το ωραίο να μιλά
μα έλειπε ο Θεός.

====

Μένουμε Σπίτι

Το παρελθόν είναι όνειρο
και το παρόν μαστίζει καταιγίδα
Δεν περνούν οι ώρες,
Ξεσκονίσαμε βιβλία
Ασκούμεθα σε ένα άρρωστο κήπο
Νέοι τρόποι ύπαρξης
Διαλογιζόμαστε και το βλέμμα χάνεται
Περπατάμε στα δωμάτια
Ακούμε μουσική
Κυνηγάμε την σκια μας
Ο αέρας είναι τώρα λιγος και στεγνός
Τα πάντα άλλαξαν
Φόβος κι Τρόμος
Ο ιός είναι εδώ
στην ομίχλη ενός νέου Γολγοθά.
Αλλάζει τάξη ο κόσμος
και αγκαλιάζεται σφικτά.
…..
Θα ‘ρθει η στιγμή
που ο ιός θα φύγει,
είναι η ελπίδα ένα πουλί
που στην καρδιά έχω κλείσει,
οι άνθρωποι θα γίνουνε καλά
ο πόνος θα πάψει
κι ο κόσμος θα ισιώσει.
ο κήπος μου θα ανθήσει
θα βρούμε τη ζωή μας.
Με νοσταλγία απ’ τα παλιά
το μέλλον θα στεριώσω.

====

Της εξοχής

Την Άνοιξη ο αχόρταγος χειμώνας λοιδωρεί.
Ετίναξε τη μυγδαλιά !
Τώρα η γκορτζιά τα άσπρα της φορεί.
Χωρίς μιλιά !
Το ταπεινό αγριολούλουδο δειλά
στόμ´άχραντο σφραγίζει και γελά.
Ακούραστη της λησμονιάς προπέλα
δέρνει της Άνοιξης το έλα.
Στη φτήνια βάζει ,βγάζει στο σφυρί ,
λουλούδια, χόρτα παχυλό μηρί.
Αναστενάζει ! Πούν´ το ποδοβολητό
π´αφήναν τα παιδιά; Το ρουλητό ;
Τώρα χορτάτη ! Άγια μοναξιά !
Μα δε μπορεί δίχως τα μενεξιά.
Στου ανθού σου μαργαρίτα το φιλί
πασχίζω νάβρω την Ανατολή !
Να παγιδέψω στης αράχνης τον ιστό
καμπόσα ορνίθια από της πόλης το βλαστό .
Έχω δεμένη κόκκινη κλωνά ,
μα πώς να δραπετεύσω απ´ τα δεινά;
Κατερίνα Κουτσούνα.

====

Είδα τα μάτια σου 

Είδα τα μάτια σου κι αυτά με τρόμαξαν
μαύρο κατράμι, σαν άλλη κοίταξαν
που ΄ναι η γλύκα κι η επιμονή
που μου ΄δειχναν άνοιξη και προσμονή;

Είδα τα μάτια σου, τα διεισδυτικά
άγνωστα φάνηκαν, μα με παράπονο κι ανεμελιά
που ΄ναι η χάρη τους, τ΄ αυθεντικά
έρωτα σκιρτήματα ή μια ποιητική πινελιά;

Είδα τα μάτια σου, σιωπή μετά
πίκρα στα χείλη και στην καρδιά,
που είν΄ η λαχτάρα τους η παιδική
που με ανέβαζε στην κορυφή;

Είδα τα μάτια σου ανάμεσα σε πολλά
θα μετανιώσουν και θα πονούν,
πολλά τα γέλια και τα ψεύτικα φιλιά
θα σε πληγώσουν, κι ας τώρα εθελοτυφλούν.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ
Κατερίνα Ραμανδάνη

====

Αόρατες ριπές
Ελεύθεροι μεταλλαγμένοι σκοπευτές
στο εργαστήρι γεννημένοι του θανάτου,
πήραν τον δρόμο της σιγής του ασυρμάτου,
με εντολή ζωής να γίνουν πορθητές.
Υιοί του ολέθρου, της κορώνας ,του λυγμού,
γυρνούν διάσπαρτοι για πόνο διψασμένοι,
αναζητώντας μια ανάσα γερασμένη,
βόλι να στείλουνε του καταστροφισμού.
Εξοπλισμένοι με αόρατες ριπές
σκοπεύουν στήθια και σημάδια δεν αφήνουν,
μες στην ανάσα πολεμίστρες μόνο στήνουν,
σφυροκοπώντας ανελέητα πνοές.
Στων επιθέσεων το κύμα οι ψυχές
ριγούν, μονιάζουνε σαν μέλισσες το βράδυ
ορφανεμένες από το φιλί, το χάδι,
κρατούν στα χέρια τους για όπλα προσευχές.
Μικρές κυψέλες τώρα μένουν αδρανείς,
ούτε φτερούγισμα ο ήλιος δεν φωτίζει,
κάθε κυψέλη και από ένα μετερίζι,
από τον όλεθρο μη λαβωθεί κανείς.
Δεν είναι η πρώτη όμως τούτη η φορά
που δολοφόνοι τη ζωή την απειλούνε,
γι’ αυτό έχουν μάθει οι ψυχές να επιζούνε,
σαν ενωμένοι στέκουν μπρος στη συμφορά.
Κι απ’ της ελπίδας μια σταγόνα μάς αρκεί,
να μεταλάβουμε τη δύναμη βαθιά μας,
είναι ένα δώρο του Θεού η ανασαιμιά μας
και πάντοτε κι ένας εχθρός θα την πολιορκεί.
            Αθανάσιος Τρίψας

====
Λίγο ακόμη

Λίγο ακόμη και θα δούμε τι υπάρχει
στα τεφτέρια
Λίγο ακόμη και θα δούμε ποιους θα δείχνουνε
τα χέρια
Λίγο ακόμη και θα δούμε τι μας έχουνε
Χρεώσει
Λίγο ακόμη και θα δούμε ποιος θα έχει
να πληρώσει
Λίγο ακόμη και θα δούμε ποιοι θα είναι
ευνοημένοι
Λίγο ακόμη και θα δούμε ποιοί θα είναι
αλυσοδεμένοι
Λίγο ακόμη να στερέψουν και οι βρύσες
των ψεμάτων
Λίγο ακόμη να κοπάσει και το κλάμα
των θανάτων
Λίγο ακόμη και θα έρθουν οι παλιές καλές
στιγμές
Λίγο ακόμη να βρεθούμε στις ζεστές μας
αγκαλιές.
            Δημήτρης Μωρογιάννης

====

Πατρίδα

Χώρα ονειρεμένη, γεμάτη ακρογιάλια,
λαός ξεχασμένος στου ήλιου τις άκρες.
Ο τόπος ξερόβραχος, πουλιών η λατρεία,
μαγνήτης περίσσιος, καθρέφτισμα θρύλων.
Ιδρώνουν τα σύννεφα να φέρουν ειρήνη,
τα σύνορα άβατα, λευκά, σιωπηλά.
Ψυχώνονται τ’ άψυχα με χρώμα του ήλιου,
ελπίδα και όραμα στα βράχια κυλά.
Ο μόχθος του κύματος αγιάζει τ’ αγέρι,
η αντάρα κοιμήθηκε, ροδίζει η αυγή.
Αιώνες διαβήκανε τα χώματα τ’ άγια,
αγάπη φυτέψανε σε στήθη αγνά.
Παράδεισος κι όνειρο αγκαλιά με την πλάση,
ο άνεμος σύρριζα στους λόφους φυσά.
Γλυκά τα περάσματα, αναίτια ωραία,
ο τόπος, μυριόχρονος, ζωή μαρτυρά.
Πνοή, που αγκάλιασες τη γη την αγία
κι ανάστησες έρωτα, θυσίες γεμάτο!
Ορίστηκαν σύνορα με αίμα κι αγώνα,
νικήθηκαν σύγκορμα θεριά φοβερά!
Διαβαίνουν τ’ αδέρφια μας τη μνήμη πονώντας,
υπέροχα κι άσπιλα κορμιά των νεκρών!
Ψυχές που εγίνανε αεράκι των βράχων,
η ανάσα τους μέσα μας, η γη μας, αυτοί.
Πατρίδα του θάνατου, αθάνατη μένεις,
οι πέτρες οι ασήμαντες πονούν περισσά.
Ματιές μαυρομάντηλες, καημούς ραντισμένες,
κουρνιάζουνε γύρω μας σαν δάκρυα μεγάλα.
Τη λήθη ξορκίζουνε, οι όρκοι πληθαίνουν,
το αίμα στις φλέβες μας, προγόνων ματιά...
Οι ρίζες μας, άνυδρες, εδρεύουν στο χώμα,
λατρεύουν απέραντα τη γη την τρανή.
Λατρεία που εσπίλωσαν οι ορδές των α-λόγων,
που Λόγο δε γνώρισαν και πόνο πατρίδας.
Και γίνανε μέδουσες στις πρύμνες του ανέμου,
φριχτές κι ασυντρόφευτες που μόλεψαν αίμα.
Το αίμα τ’ αμόλυντο που αγιάζει τον τόπο,
τη χώρα την όμορφη κι αγνή σαν μια μέρα,
το λίκνο της θάλασσας, τον θρόνο του ήλιου,
τ’ αστέρι τ’ ανέσπερο, την πούλια στο σύμπαν.
Που πόνος τα σπλάχνα της, θυσία τα παιδιά της.
Η μνήμη, ανελέητη, δεν ξέγραψε χρόνους,
το χρέος δεν πληρώθηκε, οι τάφοι βοούν.
Γυμνοί κι ασυγκίνητοι¸ ερήμωσαν μόνοι,
ο αγέρας τους άφθορος, το φως τους ακέριο.
Τον τόπο ομόρφυναν και λάτρεψαν τόσο,
τη γη την εψύχωσαν, αγάπη ζητούν.
Κι ελύγισαν γρήγορα πολέμους και τρόμους,
ετάφησαν εύκολα στη σιωπή του καιρού.
Κουρνιάζουνε ήσυχοι οι πόθοι στα νέφη,
ελάχιστα όνειρα, ειρήνη γεμάτα.
Λιμνάζουνε ήρεμα τα δάκρυα στα μάτια,
τη χώρα προστάτεψαν, το χθες δεν εχάθη.
Εδίδαξαν δύναμη, θεμέλιωσαν πίστη,
υπόσχονται όραμα, σαν ρίγη κυλούν.
Καημοί ανεξάντλητοι σε στήθη πανώρια!
Ερίζωσε ο πόνος σας κι οι ρίζες πονούν.
Οι ρίζες, οι ανέσπερες ελπίδες του ανέμου,
το χρώμα του γέλιου μας, η ηχώ της χαράς.
Αγγίζουνε ήρεμες το μέλλον στα μάτια
κι υπόσχονται ήσυχες αγγέλους μυρτιάς.
Αρχίζουν οι θάλασσες μ’ ειρήνη και ήλιο,
λαξεύουνε τ’ άδυτα του κόσμου αυτού.
Χαράζουν ολόλευκα τραγούδια του θρύλου,
κι ορίζουν ορίζοντες, λαούς οδηγούν.
Ιωάννα Αθανασιάδου,

====

Σε γυρεύω  (Ανάπαιστος)

Σε γυρεύω στου κόσμου τ’ ανεξίτηλο χρώμα
σ’ ανοξείδωτα λόγια που η σκουριά τ’ απωθεί
μου ‘χες πει πως αιώνια, (όπως είναι το χώμα,
το λουλούδι του κάμπου και του βράχου η υφή),
μ’ αγαπάς, δυνατά με ψυχή και με σώμα,
που ριγά με την σκέψη κι η καρδιά μου ποθεί.

Μα σωπαίνεις με φόβο μην ταράξει η γαλήνη
χαραγμένη που βλέπεις σε προσώπου ρωγμή
με μαγεύει η μορφή σου με σκλαβώνει η σαγήνη
των ματιών, (αν δεν πνίγουν της ψυχής οι λυγμοί)
σαν σμαράγδια που σμίγουν σε μια εξαίσια δύνη
χορευτή, μπαλαρίνας, σε θεάτρου σκηνή.

Σε γυρεύω τα βράδια που ο ήλιος διπλώνει
κι η σκυτάλη, στα χέρια της νυχτιάς που ακλουθεί,
στο φεγγάρι που λειψό σαν ατίθασο πόνι
σταθερό στην γραμμή του δίχως κάποια στροφή,
να βρεθούμε για λίγο αγάπη μου μόνοι,
να σε νοιώσω, ν’ ακούσω, της ψυχής μου τροφή.

Τόσο χρόνο που ξόδεψες για μια αγάπη, που αλήθεια
δεν την έζησα ως έπρεπε κι η καρδιά μου απαιτεί
ναυτικός σε γκαζάδικα μου ‘χει γίνει συνήθεια
που η ελπίδα ριζωμένη στον αφρό με κρατεί
ν’ αγναντεύω ορίζοντες κι η λαχτάρα ως τα βύθια
 να μου γνέφει και βρίζοντας να με λέει κιοτή.
            Χρήστος Κουκουσιούρης

====

 ΚΟΡΟΝΟΪΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Στρίβω το κέρμα του ιού παιχνίδι του θανάτου
θε να γλιτώσω η χαθώ η τύχη μου μιλά
και του ιού η όρεξη να έρθει στα καλά του
να πάψει να κολλά

κέρμα εσύ διπρόσωπο που στρίβεις στον αέρα
μέχρι να πέσεις εις τη γη λαχτάρα η ζωή
μη γράψεις φίλε μου κοντέ κακό μέσα στη μέρα
ας το να ξεχαστεί

η ομορφιά δεν παίζεται σε τούτο το παιχνίδι
το ρίσκο είναι θάνατος κι ο έρωτας ζωή
μακάβρια παράσταση μη παίζεις στο σανίδι
ο θίασος κραυγή

γι’ αυτό κι εγώ το σταματώ το κέρμα το χαλάω
δίνω αξία κάλπικη πληθωρική τιμή
και συνεχίζω το ποτό και μάλιστα κερνάω
εβίβα ρε ζωή
Μ. Γεωργόπουλος

====
Σαν θα ’ρθει τ’ αύριο μην πεις: Δεν ήξερα

Κοίτα τη φωτιά
Κοίτα τη φωτιά
Στα μάτια να την κοιτάς
Έρχεται.
Τον πόνο άκου
Τον πόνο
Την πείνα κοίτα και τη φωτιά
Έρχονται. Είναι παντού
Εσύ τα φέρνεις στην αγκαλιά
Στα μάτια να τα κοιτάς
Εσύ τα φέρνεις
Τον πόνο, την πείνα τη φωτιά. Τη φωτιά
Την απελπισία, την απόγνωση και τη φωτιά
Σαν λες: δεν ξέρω
Σαν λες: δεν το ήξερα
Σαν λες: εγώ τη δουλειά μου κοίταζα
Τον τρόμο στα μάτια των παιδιών. Και το δάκρυ
Της σφαίρας τον ήχο τη σάρκα σαν σκίζει
Τα σκελετωμένα κορμιά
Και τον πόνο
Στα μάτια να κοιτάς
Το πρόσωπό σου μην αποστρέφεις
Υποκριτή
Υποκριτή
Τα ξέρεις όλα
Τα ματωμένα φιλιά και τη λάσπη
Στα μάτια να κοιτάς
Μη κάνεις πως δεν ξέρεις
Δικά σου παιδιά.
Υποκριτή
Υποκριτή
Ο πόνος, η πείνα, η φωτιά
Μη λες δεν ήξερα
Άβουλος και δειλός
του τομαριού σου δούλος αισχρός
Έτσι δειλός
απλά καρτερείς τη δική σου
σειρά
            Γιώργος Τριανταφυλλόπουλος

====

Αμνήμων

Μερονυχτίς
που ματώνει ο φόβος
με μια πόλη μιλώ
αφημένη στην ησυχία της.
Μιλάνο Γουχάν Βαρκελώνη
Αθήνα...
Τικ τακ οι νεκροί μας.
Τικ τακ στριφογυρίζουν
στις κατακόμβες τους.
Στερημένη πληγή ο ύπνος τους
χωρίς επικήδειους και κρίνα
μονάχα τις ανάσες τούς κούρδιζαν
γαλατερές στολές
πάνω στο μπρούτζο κλινάρι.
Τικ τακ, τικ τακ οι νεκροί μας
πηλός σε πηλό επιστρέφει.
Καλλιόπη  Δημητροπούλου

====

Δελτίο αισιοδοξίας

Σ’ αναμονή προορισμού τ’ αβάφτιστα πλοία.
Γεμάτα μ’ ελπίδες τ’ αμπάρια,
παίρνουν δελτίο καιρού κι αναχωρούν.
Για τους λαούς που δοκιμάζονται νοιάζονται.
Τις ωδίνες, που κατακαίνε το χάρτη της γης.
Με τόλμη κι αποφασιστικότητα,
αυξάνουν τους κόμβους.
Σύντομο να’ ναι το ταξίδι και ιάσιμος ο πυρετός.
Στο πέρα της σιωπής, ένα δελτίο αισιοδοξίας
παίζει τα ρέστα του...
Προσευχήσου, άνθρωπε!!!!!
            Φωτεινή Γεωργαντάκη-Ψυχογυιού

====

Ο Κορωνοϊός Ι΄

Ηρωικέ μου Έλληνα, απείθαρχε, μπαμπέση,
μέσα στο σπίτι θα κλειστείς σ’ αρέσει, δεν σ’ αρέσει!
Κυκλοφορεί ένας ιός, που, άμα σε κάνει θύμα,
και έχεις κάποια πάθηση, σε έστειλε στο μνήμα.
Εύκολα μεταδίδεται, γι’ αυτό θα πρέπει όλοι
μέσα στο σπίτι να κλειστούν στην ύπαιθρο, στην πόλη.
Στους νόμους υπακούοντας χωρίς να αντιδρούμε,
μένουμε στο καβούκι μας, τουτέστιν οικουρούμε
κι’ όποιος απ’ αγανάκτηση στο δρόμο θα σαλτάρει,
χωρίς να το αιτιολογεί,… εκατονπενηντάρι!
Οι μόνοι που ανεξέλεγκτα πλέον κυκλοφορούνε
οι διάφοροι αλλοδαποί, που νόμους δεν τηρούνε.
Που δεν φοβούνται πρόστιμα - τι τάχα να τους πάρουν;-
που κάνουνε, αφεντικά, εδώ ότι γουστάρουν!
Που τους κοιτούμε ανήμποροι και μ’ ανοιχτά τα χέρια
αυτοφασκελωνόμαστε με περισσή ευχέρεια…
Λευτέρης Μουφτόγλου

====

Αν ίσως

Κυοφορώ την Άνοιξη κατ’ οίκον.
Ελεεινός καιρός έξω φέτος.
Αλλά ίσως το Πάσχα να ξαναγεννηθώ,
αν θελήσει η Άνοιξη
να ξεπεταχτεί απ’ τα σπλάχνα μου,
αν μπορέσουν οι μέλισσες
να επικονιάσουν την Ανάστασή μου.
Αν ίσως φιλήσω και πάλι το φως
και τ' άνθη σου, αγάπη.
            Γεώργιος Π. Κασιμάτης

====

Κλείσε τις πόρτες, διπλομαντάλωσε,
μη λάχει και διαβούνε το κατώφλι σου.
Κλείδωσε κι όλους τους δικούς σου μέσα
μην τύχει και αγγίξουν πουθενά.
Μια ώρα έχεις στη διάθεσή σου
να τα τελειώσεις όλα
κι ας περιμένεις δύο στην ουρά
μα πρώτα να ρωτήσεις αν σ' αφήνουν.
Άνοιξε την οθόνη και στείλε τις ευχές σου
από μακριά.
Κρύψου πίσω απ' τη μάσκα σου και να 'ναι οι ανάσες σου μισές.
Βάλε μαγιά στ' αλεύρι να δεις πώς θα φουσκώσει το ψωμί
Βράσε καλά τα μήλα να φτιάξουμε γλυκό του κουταλιού
Κι αμάζευτα αν μείνουν τα μαλλιά σου
ποιος θα τα 'δει;
Γίναμε όλες νοικοκυρές...
Δείχνουμε με καμάρι τα ψωμιά και τα γλυκά,
τις καθαρές κουρτίνες
Γίναμε όλοι οικογένεια...
Αγκαλιαζόμαστε και αγαπιόμαστε
και παίζουμε ευτυχισμένοι μεταξύ μας
και Θεέ μου πόσα διαβάσαμε βιβλία
και πόσα πράγματα αλλάξαμε στο σπίτι,
Θεέ μου πόση ευλογία
που κλειδωμένοι μέσα κοιτάμε να μας προσπερνά η ζωή
και να διαβαίνει η άνοιξη χωρίς εμάς.
Κι όσοι πεθαίνουν φεύγουν μόνοι
Και όσοι έξω περπατούν κοιτούν τους άλλους
σαν εχθρούς μήπως και έχουν το Κακό
και τους το μεταδώσουν...
.
.
Σσσσ λένε κοιμάται η Γη
Σσσσ λένε γιατρεύεται ο τόπος
Σσσσ λένε είσαστε ήρωες, είμαστε πατριώτες
Σσσσ λένε μέσα και ήσυχα και ραντεβού όλοι στις έξι
Σσσσ λένε και πλησιάζει η ώρα της άρσης του εγκλεισμού
Σσσσ λένε και καμαρώνουν το λαμπερό μετάλλιο του καλού πολίτη
που μας κρεμάσαν στο λαιμό οι ξένοι
Σσσσ λένε...
κι εγώ μεθαύριο Μεγάλη Παρασκευή ένα κεράκι
δεν θα μπορέσω να σου ανάψω
μήτε να σου ξεπλύνω το μάρμαρο με δροσερό νερό
και ο καιρός ζεσταίνει και ξέρω πως διψάς.
Μένω μέσα όπως μένεις εσύ εκεί ψηλά
και βλέπω τη ζωή απλά να προσπερνά...
Οι μόνες διαφορές μας πως εγώ ακόμα ανασαίνω
και πως εσύ είσαι λεύτερος.

====

Παρασκευή 10/4/2020

Τις μέρες της αποκάλυψης, οι ανεύθυνες φωνές
ταράζουν την ευπρέπεια των δρόμων.
Αγανακτούν τα μέλη μου απ’ την ανευθυνότητα του κόσμου.
Ακόμα και οι καιροί ευαισθητοποιούνται.
Δυσκολεύονται να διαχειριστούν την απώλεια.
Μα, είναι και κάτι αχαρακτήριστοι, που θέλουν να παίξουν στα ζάρια
τη ζωή των συνανθρώπων.... Εν ανάγκη, μαντρώστε τους.
Πολύ θα το χαρώ!
            Φωτεινή Γεωργαντάκη-Ψυχογυιού

====

--ΝΑΥΤΙΚΗ ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ ΠΟΙΗΣΗ—

Ιστορίες της Ανατολής

Για ποιο ταξίδι να σου πω, για ποιου πελάγους βάθη,
για ιστορίες του Σεβάχ, για το τρανό Μισίρι,*
τις νύχτες των παραμυθιών και μιας μικρής τα πάθη,
της Σεχραζάτ της όμορφης, της κόρης του Βεζίρη.

Μα πριν αρχίσω, άκουσε μιαν ιστορία άλλη,
πολλές φορές η θάλασσα με κάνει και ξεχνώ
όνειρα ανερμήνευτα που φέρνει η παραζάλη.
Πριν σβήσει απ' τη θύμηση θέλω να σου την πω:

Σμαράγδι βαθυπράσινο και πορφυρό κοχύλι,
σε όνειρο σού φόρεσα τ’ Απρίλη μιαν αυγή,
από νησί ερημικό που κάποιοι λέγαν θρύλοι,
πως μια φορά το πάτησαν κουρσάροι ναυαγοί.

Γυμνή στου ήλιου σ' άφησαν την κάψα, Βεδουίνοι,
στην όψη είχες τη θωριά του διψασμένου κρίνου,
στις χούφτες σού 'δωσα νερό απ' αργυρό λαγήνι,
σκούπισα απ' τα μάτια σου την άμμο της ερήμου...
........................................................................

Δεν συνεχίζω, μ' άφησε το δάκρυ που κυλά,
της λύπης σου ή της χαράς με φτάνει και το "αχ",
άκου το κύμα που 'ρχεται, σαν κάτι να μιλά...
Πες μου, αν είσαι έτοιμη, ν' αρχίσω του Σεβάχ…

Μισίρι: Η Αίγυπτος
Μανώλης Λυκάκης Πρώην Ασυρματιστής Ε.Ν.

====

Στους νεκρούς από κορονοϊό

Περισσά σκοτείνιασε ο ήλιος,
κόκκινη σταγόνα ο ωκεανός.
Άνεμος κρύος γυμνώνει τον θάνατο,
πλήθος τα νεκρά χελιδόνια.
Χωρίς πρόσωπο οι μέρες οι άδειες,
τ’ αδέλφια μας γενναία μάχονται στα μαρμαρένια αλώνια.
Κορμιά λαβωμένα από βέλη αόρατα,
οιμωγή και θρήνος ματώνουν τις σκιές.
Καθισμένα σ’ άδειες καρέκλες τα φορέματα των νεκρών,
άγγελοι θλιμμένοι αυτοί στοιχειώνουν τις νύχτες.
Ν' αγκαλιάσουν τα σώματα τ' άψυχά τους ποθούν
κι αλαργεύουν οι μέρες τους σαν πουλιά πονεμένα.
Ιωάννα Αθανασιάδου

====

Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ



ΛΙΤΣΑ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ
Φιλόλογος, Κριτικός Λογοτεχνίας
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΦΙΛΙΑΤΡΙΝΟ ΟΥΡΑΝΟ
Ποίηση Αντώνη Γιαννόπουλου:

   «Φιλντισένια» (Πεζοτράγουδα), εκδόσεις Δρυμός, Αθήνα 2007, «Επιστροφή στον Ταΰγετο», εκδόσεις Δρόμων, Αθήνα 2014,  «Τελευταία Παράσταση», εκδόσεις Δρόμων, Αθήνα, 2017.
Γεννήθηκε εκεί που ψήνει ο ήλιος το ψωμί και η θάλασσα το αλάτι, όπως μας συστήνεται σε εισόδιο αυτοβιογραφικό του κείμενο, ο πολύτροπος ποιητής Αντώνης Γιαννόπουλος.
Κάτω από τον Φιλιατρινό ουρανό, εκεί που η δόνηση της ψυχής του λαξεύει τον ευφρόσυνο στίχο του, τον ζυμώνει και τον ψήνει με την αισθαντική ανατριχίλα της Μεσσήνιας ρίζας του, εκεί βρίσκει τη δική του ποιητική περπατησιά ο ποιητής της «Φιλντισένιας» μούσας και της σιβυλλικής θεάς Μαρίας Κάλλας, επιστρέφοντας, με τη φωνή του γέροντα ποιητή-αναχωρητή, στον  Ταΰγετο της καρδιάς του.
   Ώριμος, στοχαστικός, με φιλοσοφική ενατένιση του κόσμου, κοινωνικός, επικoλυρικός, ελεγειακός, ευαίσθητος και συνειδητά άγρυπνος, ελλοχεύει πίσω από τo βιωματικό του σόδεμα με μια τεράστια προσληπτική δεινότητα. Εξετάζει την προσωπική του διαδρομή  μέσα από την διείσδυση στον μικρόκοσμο της χαμογής του.  Ύστερα στρέφεται στα εξώτερα πεδία με γόνιμη ιστορική-ερευνητική ματιά και επιστρέφει ξανά, διερευνώντας τα αίτια του -αναγκαία- μοναχικού, εσωτερικού ποιητικού του διαλόγου. Ενδοσκοπεί, ανακαλεί στη μνήμη, αναμοχλεύει και αγκιστρώνει το πνεύμα στις γενέτειρες ρίζες του, αποζητώντας με την πένα του τη γαλήνη,  τη δικαίωση, το λυτρωτικό απαύγασμα της ζωής και το αισθητά ωραίο.
   Ως σκαπανέας ουσίας με την αμεσότητα της διαίσθησης και ως ποιητής ευδόκιμος με βαθιά ενόραση, χαρτογραφεί το αισθαντικό του απόθεμα σε δύναμη ζωής, καταργώντας το κράτος του ζόφου. Αποκόπτοντας κάθε τι το ερεβώδες, δημιουργεί το συγκινησιακό του αφήγημα σε τέχνη και το μετουσιώνει σε εγκώμιο και αίτημα για κάλλιστο και λέφτερο κόσμο. Η ποίησή του σπλαχνική, της αγιοσύνης και της τρυφερότητας, προτάσσει την ελπίδα ως ανάγκη ζωτική, που οδηγεί στο φως. Τοποθετείται φιλοσοφικά απέναντι στο μεταφυσικό κόσμο, αγναντεύει με σθένος το εναγώνιο πέρασμα στον Αχέροντα. Κι ύστερα φτερώνει ο νους του και στρέφει το βλέμμα του πάνω στον Άνθρωπο. Μέσα από τις υπαρξιακές και προσωπικές του αναζητήσεις, μεστώνει ψυχοπνευματικά και αρθρώνει νιόφαντες διακηρύξεις για την αλήθεια του κόσμου.
   Οι στίχοι του, συντεταγμένοι αβίαστα, με αριστοτεχνική φινέτσα στον κυματόβρεχτο ήλιο και στο αυγινό φως της Μεσσηνιακής φαρέτρας του και δουλεμένοι με δεξιοτεχνία στην υψηλή λειτουργία της ποίησης, μελωδούν κάτω από την καθοδήγηση του υπόγειου βιωματικού του φορτίου. Από τα εσώτερα κατάστιχά του, με τις παλίρροιες του νόστου, εκπορεύεται η ποίηση του Α. Γ. Υψιπετής, ψηλώνει με τη «Φιλντισένια» ενορατική εποπτεία του και αντρώνεται με την «Tελευταία Παράσταση» και τις άριες της Μαρίας Κάλλας ως τα ψηλώματα του Ταΰγετου. Ποίηση καθαρμένη από τον επιτηδευμένο και ρηχό λυρισμό αναδύεται σαν λυτρωτική προσευχή στον κήπο της Γεσθημανή. Η προσωπική του κάθαρση αλλά και η κάθαρση του αναγνώστη συντελείται πάνω στο ιερό θυσιαστήριο, στο αλτάρι της ποίησης.
   Έμφορτη, λοιπόν, η γραφίδα του από στοιχεία μιας ποιητικής στοχασμού, που συνδέεται με την εντοπιότητα και την καταγωγή του, πραγματεύεται το θέμα ενός ενδότερου νόστου-κόσμου, την ποιητική καταγραφή ενός θεατρικοποιητικού δρώμενου και τη διαχείριση μιας ελεγειακής και καινοτόμας μορφολογικά θεματολογίας. Το έργο του ανάγεται, με τις λεκτικές δημοτικές υπομνήσεις αλλά και την απερίφραστη λυρική και ελεγειακή του δεινότητα, σε ύλη βαθιά βιωματική και αφηγημένη. Μετρώντας πίσω του μια ενήλικη ζωή, με σκηνικό υπόβαθρό της την καθημερινότητα του σύγχρονου επίπλαστου κόσμου, ο ποιητής επιστρέφει στα κορφοβούνια του ποιητικού του Ταΰγετου, διαλέγεται με τα παιδικα του βιώματα, προσυπογράφει έναν αυθεντικό ελεγειακό και εγκωμιαστικό ποιητικό λόγο για τη «divina» Μαρία Κάλλας και συνομιλεί με τη θάλασσα και το φεγγάρι, με τα πουλιά και τους χορταριασμένους κάμπους. Με το αίμα του και τον τόπο του δηλαδή.
   Η αγάπη του για την ποίηση,  για τη γλώσσα και την πνευματική εσωτερική ζωή, επιστρατεύουν με ευρηματική δομική μαεστρία τη μούσα του, την Φιλντισένια κόρη, που άλλοτε την αποκαλεί και Ερατώ ή και Ευτέρπη. Η μούσα του στέκει εκεί, κρήνη του, «στον κήπο των εκλεκτών» για να της εκμυστηρεύεται -με λέξεις νιόφερτες που φοδράρουν τον πόνο και τον εξωραϊσμό του-,  τις ενοχικές συνθλίψεις του τόπου μας, τις φάμπρικες της εργατιάς με τα αλλόφυλα σπαθιά που κλέβουν της ζωής το μερτικό μας και τα θρηνολόγια της εμφύλιας συμφοράς μας. Άλλοτε πάλι της σιγοτραγουδά τα ιδανικά της προγονικής κληρονομιάς στα χείλη των κουρσάρων,  που γαλανίζουν, δώρα ακριβά σε υπερπόντιες αχτές.   
   Κι αλλού, τις ανεμοσπορές του μισεμού, την οδύνη του για το κλάμα των μικρών παιδιών, για το μοιρολόι της κατεχόμενης Κύπρου. Διαβάζουμε στη σελ. 9 του βιβλίου με τον τίτλο «Φιλντισένια»: «Χίλιες ζυγές βιολιά σου παίζανε τα όνειρα/ αβασίλευτα./Στην ανέμη της νιότης,/στου χρόνου το γοργό ρυθμό,/έφηβος Μάης ξέπλενε τα προικιά σου.../Κορίτσι αβάσταχτου καιρού/που στις παλίρροιες των νόστων/ θάβεις τους καημούς,/όπως η Άγια θαλασσινή κρύβει/το τάμα της στις απλωσιές του πέλαου!/ Μέσα στους χίλιους ύπνους, Ευτέρπη,/ Ερατώ, σ΄ άγγιξα μια φορά και καλοσύνεψα.» 
   Η μούσα του αντικατοπτρίζει τη λέφτερη κι ακάματη ψυχή, την πολύπαθη πατρίδα με τα ηλιοκαμένα μέτωπα, τον έρωτα που αναλιγώνει τα κορίτσια, που στέκει εκεί που σμίγουν οι πηγές του παραδείσου και πίνουν γλυκό κρασί οι ποιητάδες του ονείρου.
   Τα στοιχεία της φύσης δρουν ως προσωποποιημένα σύμβολα όπως τα ποτάμια, τα ψηλά βουνά, τα πουλιά και νοηματοδοτούν καταστάσεις και ιδέες. Η ιερότητα των συμβόλων, η μυστική επικοινωνία με τις υπερφυσικές δυνάμεις, στοχεύουν να προτάξουν  την εσωτερική αλήθεια του ποιητικού υποκειμένου. Τα φυσικά στοιχεία και τα ζώα λειτουργούν μέσα στη θεματολογία του με μια σημειολογία. Τα ζώα ή τα πουλιά δεν έχουν απλά τη θέση ζώων και πουλιών στον ποιητικό του καμβά αλλά, όπως στο δημοτικά τραγούδια, υποδηλώνουν πράγματα και ιδέες. Γράφει στη σελ. 40 στη συλλογή «Φιλντισένια»: «Ε! Σεις ποτάμια, ψηλά βουνά/κι εσείς χορταριασμένοι κάμποι,/μετά από τόσους παιδεμούς/αποσπερού ξαναγυρνώ σε σας,/όνειρα κι αλήθειες δώστε της./Κι εσείς διαβατικά πουλιά/πετροχελίδονα/ στους πέντε δρόμους/στα κρεμαστά νερά/στείλτε τα συχαρίκια μου.»
   Συνομιλεί επίσης και ως γέροντας σοφός αναχωρητής, με προφητική και νουθετική διάθεση, με τη νέα γενιά που βρίσκεται γνωστικά και εμπειρικά στην αντίπερα όχθη. Με τον αναχωρητή στο κεντρικό πλάνο του βιβλίου «Επιστροφή στον Ταΰγετο», συνομιλεί με τις φωνές νέων αναγνωστών και με το Χορό, που συνεπικουρούν στην εξέλιξη του μύθου και της αφηγηματικής του δράσης. Θέσεις και αντιθέσεις, στάσεις και αντιστάσεις λειτουργούν λυτρωτικά, απελευθερωτικά στα κακώς κείμενα του σημερινού γίγνεσθαι και στέκουν φάροι για τη σύγχρονη νιότη. Διαβάζουμε στη σελ.  του βιβλίου με τον τίτλο: «Επιστροφή στον Ταΰγετο»: «Ποιητής: Καλύτερα να σταθώ στο βάθρο της ταπεινότητας παρά να νιώσω στην καρδιά μου το βάρος της ενοχής. Κι αφού η δική σου καρδιά δεν ξέρει πού ν΄ ακουμπήσει από μίσος, θυμήσου Τύραννε. Πάνω στην άκρη της νιότης μου άφησα ένα μικρό κλωνάρι ελιάς για σένα. Αν μπορείς, φύτεψέ το στην αντηλιά της ειρήνης...»
   Με το βαθύ βίωμα του σοφού, στο οποίο παραπέμπει η ισχυρή φωνή της ποίησής του σε β! ή γ! γραμματικό πρόσωπο, κυματίζει από το παρελθόν στο παρόν με την ειλικρίνεια της γραφής του, την ποιοτική και ποιητική χρήση της γλώσσας, την επιλεκτική θεματολογία του και τον εκπεφρασμένο εσωτερικό του πλούτο. Γιατί αυτά υφαίνουν τη γερή αρματωσιά του ποιητή Α. Γ., ακριβά του σήμαντρα που τον οδηγούν από το εσωτερικό του ταξίδι να αγναντέψει σαν σοφός αναχωρητής τον κόσμο και να κάμει το ταξίδι του σοφού Οδυσσέα. Κι αυτή η γερή αρματωσιά του στοχαστικού νου του είναι θεμελιωμένη στη γενέτειρά του, στα Φιλιατρά, με το βαθύ φυσιολατρικό στοιχείο και την ματαλαμπαδεύει στον Άνθρωπο. Θα τολμήσω να πω, ότι ο Α. Γ. είναι ένας γνωστικός, φιλόσοφος, ανθρωποκεντρικός ποιητής, που τον απασχολεί πολύ έντονα το μεταφυσικό βίωμα και μέσα από την ψυχοπνευματική του πάλη το μεταμορφώνει σε αυθεντικό αίτημα ζωής.
   Ο Ρομαντισμός προικοδότησε την ποίησή του Α.Γ. με πολλά από τα πάγια χαρακτηριστικά του. Ο κυρίαρχος ιδεαλισμός, η αστείρευτη δημιουργική φαντασία, η υποκειμενική αντίληψη της φύσης, η μεγάλη σημασία του αισθήματος, η ποικιλότροπη χρήση της συμβολικής εικόνας, η έκφραση του υψηλού, η αυτάρκεια της πληθωρικής γλώσσας, προσδίδουν μια ρομαντική απήχηση και μια αρμονική μουσικότητα στην ποίησή του.
Η θεατρικότητα, επίσης, είναι ένα από τα βασικά στοιχεία στην ποίησή του. Στο έργο του «Επιστροφή στον Ταΰγετο» επιτυγχάνεται με τους διαλόγους μεταξύ των προσώπων, με την κινητικότητα των ηρώων του αλλά και με τη γενικότερη θεατρική δράση, που δημιουργεί ο ποιητής στα ποιητικό-θεατρικό του πόνημα. Διακρίνουμε, δηλαδή, στα ποιήματά του μια σκηνοθετική οργάνωση του χώρου και των προσώπων, σα να παρακολουθούμε μια θεατρική παράσταση, βλέπουμε τα πρόσωπα να μιλούν και να κινούνται και αποκτάμε έτσι την αίσθηση πως γινόμαστε θεατές της δράσης των προσώπων του ποιήματος.
   Στον ελεγειακό του λόγο, όπως ο ίδιος ο ποιητής χαρακτηρίζει το βιβλίο του «Τελευταία παράσταση» στο εξώφυλλο, μας συγκινεί θρηνώντας για τη φωνή της Μαρίας Κάλλας που σιώπησε αλλά παράλληλα υμνεί τον μύθο της μεγάλης σοπράνο, της Ελληνίδας ιέρειας. Η ελεγειακή ποίηση με την αρχαιοελληνική ρίζα της και την απαιτητική της δόμηση γίνεται πράξη στην γραφίδα του Α.Γ. Διαβάζουμε στη σελ. 23 του βιβλίου: «Είδα τα μάτια σου θλιμμένα κι είπα/να σου ετοιμάσω μια γιορτή/πάνω στης γης τον ιερό ομφαλό./Εκεί, που στοίχειωσαν οι φωνές των ποιητών...Πες μου την άρια...Addio del passato bei sogni ridenti...». Και στη σελ. 26 υμνώντας την τιτάνια σοπράνο, γράφει: «AVE MARIA./ Διαλεχτή κι αγαπημένη των μουσών./Σε τούτο τον κόσμο, άλλη «Ντίβα» δε χωράει!/ «Άλκηστη, Lucia, Leonora» μορφές/που ύψωσε η γλυκιά φωνή σου...».
   Λέγεται πως η  ανθρώπινη διάνοια με τις εικόνες άνοιξε το δρόμο της Ποίησης. Τα εικονοποιήματα των συλλογών του Α. Γ. με τη σκηνοθετική του μαεστρία καταγράφουν το φως και τις φωτοσκιές, εντοπίζουν το ευτελές, το θρηνώδες, το απωλεσθέν και το μετουσιώνουν σε αξία. Εικόνες κινητικές κατακλύζουν τα βιβλία του, που στα κελάρια τους κρύβουν τη ζέση για τον Άνθρωπο και τις υψηλές ευαισθησίες του ποιητή. Λέξεις νιόφερτες με τα διαβατάρικα πουλιά από το πορφύρι της Ιόνιας θάλασσας στο ποιητικό κατώφλι του, μετασχηματίζονται σε υψηλούς στοχασμούς άλλοτε με επιταχύνσεις και κορυφώσεις και άλλοτε με υφέσεις και σιωπές.
   Κι αφού η Ποίηση είναι μια ιδιάζουσα μορφή της ζωής μας, μια ετεροπρόσωπη όψη της ζωής, εύκολα μπορούμε να θεωρήσουμε, πως η ποιητική εικόνα στο ποιητικό έργο του Α. Γ. είναι το όχημα μέσω του οποίου η ποίηση επανασημασιοδοτεί τη ζωή, την ψηλώνει, της προσδίδει νέες αξίες και οράματα.
   Ολοκληρώνοντας την κριτική μου ματιά στο ποιητικό έργο του ακμαίου ποιητή Αντώνη Γιαννόπουλου, ομολογώ το αυτονόητο για τους αναγνώστες-μελετητές του έργου του: Πολύ λίγο φως έριξα στη λυρική, στοχαστική, μαχητική, φιλόσοφη και ελεγειακή ποίηση του πνευματικού ανδρός.
   Κλείνοντας, σας προτρέπω, να αφουγκραστούμε, μέσα από την ποιητική φωνή του αναχωρητή, την κατάθεση του ποιητή μας: «Σταθείτε σε μέρη που τα πνίγει η φτώχεια και η ανέχεια. Κοντά σε σκλάβους... Στα κρεβάτια του πόνου, παρηγορήστε αρρώστους, ανήμπορους, ξεχασμένους που δεν αγαπήθηκαν... Μην αγνοείτε, πως κάτω από τον ήλιο οι άνθρωποι στέκονται όλοι ίσοι...».
Αθήνα 24/12/ 2019
Καλλιόπη Δημητροπούλου
 =====