Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

ΕΠΟΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ


 

ΕΠΟΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ

 

Είκοσι οκτώ του Οκτώβρη, τρεις η ώρα το πρωί·

οι στιγμές των ρολογιών καρφωμένες στο σκοτάδι·

κι’ ως να άνοιξαν οι πύλες, απ’ τους φύλακες του Άδη,

σαν ο Γκράτσι πήγε νά ’βρει των Ελλήνων την ψυχή.

 

Κι’ ως να εδάκρυσε η μέρα ξημερώνοντας βουβή,

σαν ο ίσκιος της τραβούσε κατά κει που λάμπει ο ήλιος

ενδοξότατος, τρανός, απ’ τ’ αθάνατο το σφρίγος

που, στου Έλληνα – φωτός, φωτοανεξάντλητη ροή -

 

δόξης στέφανο ηλιόπρεπα φορεί στην κεφαλή,

και μετέωρη εστάθη, μόνο λίγο, πριν χαράξει,

των Ελλήνων την περφάνεια, για να δει και να θαυμάσει:

θαλερή, χρυσανταυγίζουσα, ξανά, φεγγοβολή.

 

Είκοσι οκτώ του Οκτώβρη. Και η ελπίδα ζει ξανά·

θαρρετή, ζωντανεμένη, στην Ευρώπη μία κόχη

που η άμοιρη εθαμβώθη, απ’ την άρνηση με τ’ ΟΧΙ,

απ’ τα χείλη που ειπώθη του Ιωάννη Μεταξά.

 

Χρόνια πριν, ο νέος "Καίσαρ" στη Μεσόγειο αλυχτά,

στα νερά της τη θωριά του - την κυνός - ολογεμάτος,

με όνου χάρη καθρεφτίζει, μοναχός κι’ όλο φευγάτος,

τους λαούς της φοβερίζει, με την αίγλη του μεθά.

 

Μα δειλός μέσα στο θράσος, σα μιλά με τους Ρωμιούς,

περί άλλων σαν τυρβάζει, ωσάν Νέρωνας ομοιάζει,

κι’ αν τους τάζει πετραχήλια και λαγούς και οργιάζει,

προσπαθεί να τους κοιμίσει, μην τους εύρει ξυπνητούς.

 

Κι’ έτσι άνανδρος πως είναι, στου Αυγούστου τα μισά,

εις της Τήνου το λιμάνι, στα κρυφά και με υπουλία,

ωσάν κλέφτης κι’ ίδιος ψεύτης - μια βαριά ιεροσυλία -

στη γιορτή της Παναγίας, του σαράντα τη χρονιά,

 

κει που σύσσωμο το Έθνος την Παρθένο του υμνεί,

κι’ απαράλλαχτα όπως πάντα την ψυχή του αναπέμπει,

ο Μπενίτο Μουσολίνι, μοχθηρός, σαν γύπας φέγγει,

ύπουλα, δειλά κι’ ανοίκεια, μ’ ούτε καν λίγη ντροπή,

 

τον τορπιλισμό της Έλλης βρήκε πράξη "ηρωική",

με συνέπεια στο ψεύδος και στο όνειδος που πλέει

ως φελλός μέσα σ’ αυτό - δυσωδία αποπνέει -

να διαπράξει ως φόρο μίσους, στην Ελληνική ψυχή.

 

Γιατί ο άλλος "Αυτοκράτωρ", απ’ τα μέρη του βορρά,

χωρίς Ντούτσε να ρωτήσει, κάνοντάς τον να σιωπήσει,

πήρε φόρα, και το άρμα του σαν κένταυρος τροχίζει,

και τις χώρες της Ευρώπης καταπίνει στη σειρά.

 

Κι’ ως ο νέος Καίσαρ είδε την Ευρώπη να λυγά,

και του εφάνηκε πως χάνει τη μεγάλη ευκαιρία

πίτα έτοιμη να χάψει, ξαφνικά, με μαεστρία,

στα καλά του, πήρε θάρρος, και τον πόλεμο αρχινά.

 

Είκοσι οκτώ του Οκτώβρη. Πριν να ’ρθεί το πρωινό,

με το Γκράτσι πρεσβευτή, και θαρρώντας το παιχνίδι,

στην Ελλάδα πως θα μπει και πως έχει φτάσει ήδη,

τελεσίγραφο πολέμου στέλνει στον πρωθυπουργό.

 

Μα η απάντηση εγνωσμένη: Ένα ΟΧΙ βροντερό -

Ένα ΟΧΙ σαν αγέρας που ελεύθερος σφυρίζει

και που, όταν χρειαστεί, ως θεόρατος μουγκρίζει -

σαν το σάλπισμα της μοίρας των Ελλήνων, το ιερό

 

που δεν ζει κάτω απ’ τον μαύρο ή τον κόκκινο ζυγό

του στυγνού του φασισμού και του ναζισμού τη βία,

τη σκλαβιά δεν την αντέχει, πολεμά για ελευθερία,

δεν φοβάται Συμπληγάδες, τις νικά όπως η Αργώ.

 

Είκοσι οκτώ του Οκτώβρη, στων συνόρων τη γραμμή,

στης Ηπείρου τις κορφές κι’ ως της Πίνδου μας τα όρη,

με βροχή κατακλυσμιαία, παγωνιά και ξεροβόρι,

μας εκάλεσε η μοίρα για σκλαβιά ή για τιμή.

 

Μες στην ίδια εκειά τη νύχτα ξανακούστηκε δια μιας,

ως οι άνθινες σταγόνες που μετέωρες στεκόνταν -

ιστορίας υποψία - ωσάν χείμαρρος γεννιόνταν,

το “αέρα” των Ελλήνων - Φύγε ξένε, δεν περνάς.

 

ΟΧΙ ανέκραξαν και πάλι, ΟΧΙ στον κατακτητή -

το ελεύθερο το πνεύμα των Ελλήνων κι’ αν ’ποστάσει,

ζωντανεύει θεριεμένο, όταν πρόκειται να δράσει -

ΟΧΙ στη σιγή του ανέμου, δεν μας πάει τέτοια ντροπή.

 

Και με μια πνοή το Έθνος, σε μια ’νάταση υψηλή,

Θερμοπύλες, Μαραθώνες, λευτεριά για σε διψώντας,

και το Κούγκι και το Σούλι, τα Ψαρά με σε τιμώντας,

εστεφάνωσε και πάλι την Ελληνική ψυχή.

 

Την ψυχή του εικοσιένα, την ψυχή της κλεφτουριάς -

την ψυχή της Αλαμάνας, που και πάλι στέκει ολόρτη,

την ψυχή του Βαλτετσίου, που σε μια στιγμή αψηλώθη -

που δεν άντεξε ποτέ της το ζυγό, ζυγό σκλαβιάς.

 

Ως η θάλασσα που αφρίζει σαν κτυπά σ’ ακροβραχιά,

απ’ το Ιόνιο στο Καλπάκι, κι’ από κει έως τις Πρέσπες,

στη Γραμπάλα με τη λόγχη, χαλασμός μέσα σε σφαίρες,

ξεχυθήκαν οι λεβέντες, της Ελλάδος γης παιδιά.

 

Μες στη φλόγα του πολέμου, των Ελλήνων οι βλαστοί,

τί κι’ αν λίγα μέσα είχαν μπρος στη σέσουλα του ολέθρου,

τι’ κι’ αν λίγοι ήσαν - είχαν την τιμή ιερού πολέμου -

για τη νίκη ξεκινήσαν, με μια θέληση σκληρή.

 

Στης Ηπείρου εκεί το βλέμμα που αετίσιο αιμορραγεί,

Ηπειρώτισσες μανάδες, αδελφές μαζί και κόρες,

με προμήθειες στον ώμο, στην ψυχή ως Μυρμιδόνες,

στην ομίχλη, στην αντάρα, στο λυγμό πνιγμοσιγή,

 

μα καθρέφτισμα η ματιά τους, φλόγας ήλιου ιερής,

τα εφόδια ρυμουλκούνε στην πυροβοή της μάχης,

και κουράγιο, παρηγόρια, στο αντιφέγγισμα της λάμψης,

στο στρατιώτη τα προσφέρουν, φυλαχτό της άγιας γης.

 

Απ’ το αίμα, το μπαρούτι, τις φωνές, τους στεναγμούς,

κι’ απ’ τους "Fanti della morte", τους στρατιώτες του θανάτου

που δεν έμεινε κανείς τους στη Γραμπάλα κι’ ως κει κάτου,

εραγίσανε κι’ οι πέτρες μες στους τάφους τους υγρούς.

 

Εσαλέψαν μες στ’ ανέμου την αντάρα τη βαριά,

ωσάν έκρηξη ηφαιστείου που πολλά χρόνια κοιμάται,

μα όταν έλθει ο καιρός του αφυπνίζεται, βρυχάται,

τα ποτάμια, η γη, τα όρη, κι’ απορήσανε κι’ αυτά.

 

Η ψυχή του αντρειωμένου, η περήφανη ψυχή,

απ’ τους Άγιους Σαράντα, κι’ από κει ως το Τεπελένι,

στη Χιμάρα, Κορυτσά, στ’ Αργυρόκαστρου τα μέρη,

λευτεριά και δόξα σπέρνει μες στης μάχης την ορμή.

 

Εις της Πίνδου τις χαράδρες, τις κορφές, τις ρεματιές,

απ’ το Σμόλιγκα στο Γράμμο, μ’ ούτε ανάπαψη λιγάκι,

κι’ ως τη Φούρκα που ματώνει απ’ το στήθος του Δαβάκη,

φεγγοβόλησαν μ’ ανδρεία και αστράψαν οι ματιές..

 

Και καθώς του Ντούτσε η αίγλη θρυμματίστηκε με μιας

και το γόητρό του ετρώθη στα βουνά της Σαμαρίνας,

ο στρατός του "μέγα" Φύρερ, της σεπτής Μακεδονίας

εναντίον και της Θράκης, ξιφουλκήζει μονομιάς.

 

Και θα είχε ίδιο τέλος, ως ο άλλος μολευτής,

θα πλανιόταν αιωνίως στα οχυρά και στα λαγκάδια,

ωσάν μόλεμα που χάσκει, σαν κορμιά που μένουν άδεια,

αν δε λύγιζαν οι Σέρβοι προς βορρά της Γευγελής.

 

Μα και πάλι η πλάση όλη αφουγκράζεται, γρικά,

ξεπετιέται, αναθαρρεύει, τη ματιά πετά στα ύψη,

κει που Πάνθεο ηρώων της Ελλάδος κλειούν στα χείλη

τις μολπές ελευθερίας στη γραμμή του Μεταξά.

 

Και η δόξα, αν και μόνη, στις υπόγειες στοές,

εις του Ρούπελ τα λιοντάρια και στου Λίσσε την περφάνεια,

στου Περιθωριού τη λάμψη, και στου Εχίνου τα διαμάντια,

αποκαμωμένη ζώνει τις σεπτές τις κεφαλές.

 

Μα και η Λεβεντογέννα, η κορφή του ουρανού,

φυλακάτορας του Νότου και φρουρά της Μεσογείου,

παλικαροσύνης θρέμμα κι’ αρχοντιά ζωής δια βίου,

αστραπτοβογκά με τόλμη που δε βάζεις κατά νου.

 

Κι’ η Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη, ξεδιπλώνεται, πετά,

κι’ αν για λίγο τρεμοπαίζει, αντιστέκεται και γέρνει

παρ’ ευθύς μόνο μπροστά, και ξανά το άρμα σέρνει,

εις τον Όλυμπο ανεβαίνει και τη δόξα χαιρετά.

 

Κι’ απ’ τις Πίνδου τα φαράγγια, τις ψηλές βουνοτραχιές,

τώρα πια σε κάθε ράχη και σε κάθε μια ραχούλα,

στα Ελληνόπουλα που θέλουν λευτεριά - μην είναι δούλα -

ξαναζήσανε και πάλι και χτυπήσαν οι καρδιές.

 

Οι καρδιές που μόνο αίμα, αίμα αγνό Ελληνικό,

ποταμό πνοής ενδόξου, κι’ από στήθη ρωμαλέα

που δε σκιάχτηκαν στα σχέδια του εχθρού τ’ αβυσσαλέα,

είχαν να προσφέρουν τάμα στο βωμό τον ιερό.

 

Τάμα ανδρείας και θυσίας για τιμή και λευτεριά,

στους αιώνες νάν’ μνημείο αρετής, υψίστου επαίνου

εις τον Έλληνα, Ηρώον θαυμασμού μαζί και αίνου,

τάμα με αίμα ζυμωμένο, κι’ από κόκαλα ιερά.

 

Και θα μένει εκεί για πάντα, σαν ο χρόνος θα περνά,

στ’ ουρανού τ’ απέραντα ύψη, ορθρινό μεστό του κλέους

των Ελλήνων που σ’ αυτούς προσβλέπουν, πλέον, μετά δέους,

τ’ όνομά τους μες στη σκέψη, να θυμίζει λευτεριά.

 

Λευτεριά! Είναι μια λέξη, λέξη μόνο Ελληνική -

που αμάλαγα κραδαίνει τη ρομφαία, ως θεία δίκη,

δίχως μίσος, μόν’ με πάθος, για ιερή δικαιοσύνη -

Εδωπέρα εγεννήθη και αιώνια θε να ζει!

 

Λευτεριά! Είναι μια λέξη, λέξη μόνο Ελληνική.

Εδωπέρα εγεννήθη και αιώνια Ναι! Θα ζει!

                                                                                                    Παναγάκος   Ιωάννης                                                                                             Σ.Σ.Ε./1971                                                                                                     Δάσκαλος Σκακιού – Λογοτέχνης
                                                                       Μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών

 

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΟΚΤΩΒΡΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ 2013


--------
 

 


--------------

 
=================================
 
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ
ΤΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ "ΖΑΛΩΝΗ - "'ΞΑΣΤΕΡΟΝ"
ΣΤΙΣ 18 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΟΚΤΩΒΡΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ 2013
 
Από δεξιά Ευγενία Τσαλπαρά, Παναγιώτα Ζαλώνη, Νανά Ρουμπελάκη

Ο Πρόεδρος του "Καφενείου των Ιδεών" Ντίνος Κουμπάτης
διοργανωτή του Πολιτιστικού Οκτώβρη Σαλαμίνας 2013

Η Παναγιώτα Ζαλώνη, διευθύντρια του ΚΕΛΑΙΝΩ
ομιλούσα για την ερωτική ποίηση
 

Η Μαρία Κονταλή απαγγέλει ερωτικό ποίημα

Ο Γιώργος Τσαλπαράς απαγγέλει ερωτικό ποίημά του

Η Κ. Μανωνοπούλου απαγγέλει ποίημά της

Η Βασιλική Εργαζάκη απαγγέλει ερωτικό ποίημά της

Η Καίτη Ραμανδάνη ευχαριστεί την Παναγιώτα Ζαλώνη
για την πρόσκλησή της να συμμετέχει στην ερωτική βραδυά

Η Ελένη Φατούρου απαγγέλει ερωτικό της ποίημα

 
Η γνωστή στο πανελλήνιο Κική Σεγδίτσα απαγγέλει
ποιημάτά της από τη ποιητική συλλογή της
                Ερωτική Απόδραση
 

Η Κική Σεγδίτσα κλείνει την εκδήλωση μ' ένα ακόμη
ερωτικό ποίημά της                     

 
Ο φωτογράφος δεν πρόλαβε ν' αποθανατήσει την Χρυσάνθη Κακουλίδου,
Προέδρου του Χατζηνίου Πνευματικού Κέντρου, Καλλιθέας
η οποία απήγγειλε ερωτικά ποιήματα Ρώσων ποιητών
και δικά της.
***
Η Παναγιώτα Ζαλώνη απήγγειλε ποίημα του φίλου και συνεργάτη της Νίκου Μπατσικανή, που
απουσίαζε λόγω ανάρρωσης από την μεγάλη περιπέτεια της υγείας του.
***
Επίσης απήγγειλε και ποίημα του φίλου της Ντίνου Κουμπάτη, δικά της
και του Θανάση Μπαλταγιάννη, που απουσίαζε λόγω μετακόμισής του στου ουρανούς.
***
Όλα εκείνη τη βραδυά της 18ης Οκτωβρίου 2013, ήταν έρωτας!
Και όλα αυτά για να πυροβολήσουμε την κατήφεια και τη θλίψη που έχουν καταβάλλει
όλους τους Έλληνες, που βιώνουν την σημερινή κρίση των αξιών και της οικονομίας.
 
Ρεπορτάζ: Παναγιώτα Ζαλώνη


 

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

ΒΡΑΒΕΥΜΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ, 3ου ΦΙΛΟΖΩΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ - ΛΑΜΙΑΣ


            Ελένη Αλεξίου
 
Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΕΝΟΣ ΧΟΙΡΟΥ

 

Δεν πάτησα ποτέ χορτάρι

δεν άκουσα πουλί.

Ο κόσμος μου όλος το κελί

που τώρα πληγώνει τα πλευρά μου

-αλίμονο όσο μεγαλώνω, μικραίνει η ζωή-

                              [κάποτε από την τρέλα μασούλησα τα κάγκελα

                               - μου βγάλανε το άλλο πρωί τα δόντια].

 

Δεν γνώρισα τη μάνα μου.

Λένε ότι μας γέννησε

η σκρόφα στη γωνία

-ελεύθερος ήμουνα μόνο στην κοιλιά της.

Δεν τη μύρισα ούτε την άγγιξα ποτέ

-κι ας λένε ότι η αγάπη θρέφει-

ούτε με άγγιξε κανείς.

                              [Μόνο το γάντι του ανθρώπου

                              που με ευνούχισε μετά τη γέννα

                              κι η μπότα του όταν με κλωτσά

                              να τρώω τις ορμόνες τους με όρεξη].

 

Όνειρα δεν βλέπω

τον ήχο της ήσυχης νύχτας αγνοώ.

Κάθε τόσο πετάγομαι από κραυγές.

Οι μεγαλύτεροι γνωρίζουν

                              [τα αδέρφια μου

                              - ήρωες ακήρυχτου πολέμου

                               μάρτυρες χωρίς θεό-

                               κατάματα κοιτώντας  τον σφαγέα

                               παρακαλούν να ευστοχήσει]

κι έπειτα, λένε, έρχονται όλα πιο κοντά

τα λιβάδια, τα πουλιά, η μάνα μας.
 
---------
 

      Η αναισθησία, η ασπλαχνία, η βαρβαρότητα κι η κτηνωδία του ανθρώπινου γένους απέναντι σ’ ευάλωτα πλάσματα συνευρίσκονται στον "Μονόλογο ενός χοίρου", σ’ ένα ποίημα-εγχειρίδιο γεμάτο σοφία.
     Ευχαριστούμε θερμά τη δημιουργό του, τη συμπολίτισσά σας Ελένη Αλεξίου, την εκφράστρια και πρέσβειρα όλων των ισότιμων μετόχων και κληρονόμων της Γης, που με την πέννα της κατορθώνει και ταρακουνά την υπεροψία όλων μας.  
     Τη συγχαίρουμε ιδιαίτερα για τη διάκρισή της στον 3ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ζωοφιλίας και της ευχόμαστε ολόψυχα κάθε δημιουργική συνέχεια.   

Νίκη Βλάχου
Εικαστικός – Λογοτέχνης – Σύμβουλος Έκδοσης Λογοτεχνικού Περιοδικού ‘’ΚΕΛΑΙΝΩ’’

 

 

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 3ου ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΖΩΟΦΙΛΙΑΣ-ΛΑΜΙΑ





Αποτελέσματα 3ου Διεθνούς  Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Ζωοφιλίας

Φιλοζωικού Συλλόγου Φθιώτιδας και εκδόσεων ‘’Οιωνός’’,

υπό την Αιγίδα και με Χορηγία της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας

και του Δήμου Λαμιέων

 

ΠΟΙΗΣΗ

Α΄ ΒΡΑΒΕΙΟ – Λευτέρης Καστρινάκης, Θεσσαλονίκη

Β΄ ΒΡΑΒΕΙΟ - Δώρα Νικολαΐδου, Χαλάνδρι

Γ΄ ΒΡΑΒΕΙΟ - Δημήτριος Δεσποτάκης, Κολωνός

Γ΄ ΒΡΑΒΕΙΟ - Δήμητρα Καραφύλλη, Βάρκιζα

Α΄ ΕΠΑΙΝΟΣ - Ελένη Αλεξίου, Τρίκαλα

Β΄ ΕΠΑΙΝΟΣ - Χαρίκλεια Ταξάκη, Ηράκλειο Κρήτης

Β΄ ΕΠΑΙΝΟΣ - Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη, Γλυφάδα

Γ΄ ΕΠΑΙΝΟΣ -  Αντώνιος Ευθυμίου, Κυψέλη

Γ΄ ΕΠΑΙΝΟΣ -  Γιώργος Φιλίππου, Στουτγάρδη

 

ΕΙΔΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ

Α΄ ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΜΜΕΤΡΗΣ ΣΑΤΙΡΑΣ - Παύλος Πολυχρονάκης, Χανιά

 

ΔΙΗΓΗΜΑ

Β΄ ΒΡΑΒΕΙΟ - Αγγελική Πεχλιβάνη, Νίκαια

Γ΄ ΒΡΑΒΕΙΟ - Ελένη Ζαζά, Λαμία

Α΄ ΕΠΑΙΝΟΣ- Όλγα- Αικατερίνη Φουντέα, Κάτω Χαλάνδρι

Β΄ ΕΠΑΙΝΟΣ -  Ευστάθιος Γαϊτανίδης, Λάρισα

Β΄ ΕΠΑΙΝΟΣ - Χρήστος Σκιαδαρέσης, Περιστέρι

Γ΄ ΕΠΑΙΝΟΣ -  Βαγγέλης Πολυχρόνης, Καλλιθέα

Γ΄ ΕΠΑΙΝΟΣ -  Ευαγγελία Χαραλάμπους, Λευκωσία

ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ -  Πανίκκος Παναγή, Λεμεσός

 

ΔΙΗΓΗΜΑ ΑΝΗΛΙΚΟΥ

Α΄ ΕΠΑΙΝΟΣ - Ειρήνη-Αβέρσα Σωτηριάδου-Τσελεκτσίδου, Καβάλα

 

ΔΙΗΓΗΜΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ

Α΄ ΒΡΑΒΕΙΟ - Μαίρη Υπερείδου-Χατζή, Μόντρεαλ

 

ΑΦΗΓΗΜΑ

Β΄ ΒΡΑΒΕΙΟ - Ελένη Καββαδία, Αθήνα

Γ΄ ΒΡΑΒΕΙΟ - Αγνή Χαραλάμπους, Λευκωσία

Γ΄ ΒΡΑΒΕΙΟ - Δημήτριος Δεσποτάκης, Κολωνός

Β΄ ΕΠΑΙΝΟΣ - Σύλβια Παπανδρέου, Κηφισιά

Γ΄ ΕΠΑΙΝΟΣ -  Ναταλία Βολοντίνα-Σαρκαβάζη, Καλαμαριά Θεσσαλονίκης

Γ΄ ΕΠΑΙΝΟΣ -  Ελίνα Τσιόπα, Ζάκυνθος

 

ΑΦΗΓΗΜΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ

Α΄ ΒΡΑΒΕΙΟ - Πολυξένη Χουρίδου, Πολίχνη Θεσσαλονίκης

 

 

 

Η Πρόεδρος του Φ.Σ.Φ.

Αγγελική Μπαρτσιώκα

 

Η Κριτική Επιτροπή

Νίκη Βλάχου, λογοτέχνης-εικαστικός

Παναγιώτα Χριστοπούλου Ζαλώνη, λογοτέχνης-εκδότρια

Λάσκαρης Ζαράρης, λογοτέχνης

Γιάννης Κούτρας, εκδότης

Γιώργος Νικολόπουλος, λογοτέχνης

Βασιλική Νικοπούλου, ποιήτρια

___________________

Α΄ΒΡΑΒΕΙΟ
Λευτέρης Καστρινάκης-Θεσσαλονίκη

   Ο αμνός
 
Μια εικόνα ξαφνική κι αυθαίρετη με ορμή αναπήδησε,
πιάστηκε από κάτι κρόσσια που κρέμονταν
στο κάτω μέρος της ψυχής μου,
άρχισε να ξετυλίγει εικόνες άλλες,
πρώτα η γένεση τουο αμνού
πρωτοαντίκρυσε τον κόσμο
ήτανε άνοιξη γεμάτη πρασινάδα κι άγριες μυρουδιές,
στα μάτια του η εμορφιά του κόσμου
κι αυθόρμητη αναζήτηση αγάπης.
Ύστερα ένας βλοσυρός περιορισμός
κρατώντας στην αγκαλιά του σύρμα αγκαθωτό, είπε:
"εδώ μέσα στο σύρμα θα ζεις και θα βόσκεις".
 
Απ[ό τότε με τρόμο ρωτά
"Το Πάσχα πότε φτάνεις;"
 
Ήρθε και πέρασε το Πάσχα.
Το συρματόπλεγμα είν' άδειο από καιρό
σαν τη ζωή μας.