Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

ΜΟΝΤΕΡΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ



Ονοματεπώνυμο: Μαρία Κονταλή

Τίτλος: Άσχημομυθί

Περίληψη : Παράτονος ο τίτλος της ιστορίας, όπως της ζωής μας ο κρατήρας.      Ένας φτωχός και μόνος καουμπόης βρέθηκε να πονοκεφαλιάζει  με την αποστολή που του δόθηκε τελευταίως.. – η Σωτηρία του ανθρώπου…του συνανθρώπου. Μη γνωρίζοντας και πολλά για το είδος, ζητάει αυθόρμητα τη βοήθεια του κοινού.

 

Άσχημομυθί

 

Μια φορά κι έναν καιρό,

όχι μακρυά απ' τις μέρες μας, σ' ένα μακρυνό βασίλειο

κάπου στη Ν. Αφρική, ζούσε ένας ταπεινός γελαδάρης.

Όλα εκεί γύρω ήταν ή μοιάζαν ήσυχα·

ώσπου ένα βράδυ, το θυμωμένο ολόγιωμο φεγγάρι,

κυνήγησε στ’ αλώνι το βορριά που του έκρυβε τις έρμαιες συνειδήσεις∙

εκεί, μές σε καπνούς κι αναθυμιάσεις,

ο αλαφροίσκιωτος γελαδάρης συναντήθηκε σε όνειρο με το Μανιτού - ναι, καλά ακούσατε!

Το Μανιτού...αυτοπροσώπως!

 

Λοιπόν, δεν έφτανε που κόντευε να ξεχάσει την ύπαρξή του – είχε πιστέψει πως

ήταν ένας μύθος… -  δεν έφτανε που του πήγε απρόσκλητος...

 – του είχε και παραγγελία!

Ναι…Ναι!!  Πακέτο παραγγελιών για την ακρίβεια!

-  Να δώσει ρεπό στα γελάδια την επόμενη κιόλας μέρα∙

-να μαζέψει ό,τι κολλυβόγραμμα μπορεί, ίσως να γνώριζε –σαν εργαλείο μάλλον...

 - να πάει να «δώσει το παρόν» - ως κι ετούτος οφείλει  κι έχει αργήσει-

στον πλανήτη Γη.

Άλλο και τούτο! Τα 'χασε...τι να κάνει;; Πώς;; Πού;;

 

-Εσείς..;

Μήπως έχετε να του προτείνετε κάτι;

-Τι; είστε μόλις μπόμπιρες

και το μόνο που σας μέλλει είναι το παιχνίδι..;

Μήπως οι γονείς..;;

-Έχετε την καθημερινότητά σας- αρκεί!;

Μα ελάτε...Ελάτε..!

Δεν είναι δουλειά του ενός – για σκεφτείτε, μήπως μας αφορά Όλους;!

Είναι Έργο Ζωής...- και της δικής σας Ζωής...

 

Ο γελαδάρης νομίζει πως θα τρελλαθεί...

Τι να κάνει; Πού να πάει;

Καλά η «άδεια απ’ τη σημαία» στα γελάδια...

- εκείνο το «παρόν» πώς θα δοθεί;

Το ταπεινό  μυαλό του λογαριάζει: «η Ζωή,

είναι Αρχή, μέση και τέλος.

Η βάση, η ανατολή, το μέλλον, είναι η Αρχή!

 

Τα παιδιά... Τα παιδιά βρίσκονται εκεί!»

Θα βγει να το διαδώσει –να το θυμίσει μάλλον...

Είναι κάτι που όλοι ξέρουν!

Όλοι - οι καημενούληδες - έχουν βρεθεί εκτός τόπου και χρόνου

με τις σκοτούρες τους...

1+1 κάνουν 2...μάλιστα! Και για να ΄ναι πιο σίγουρος,

θα το σφυρίξει και στους μικρούληδες∙

έτσι, κάθε φορά που αβασάνιστα οι γονείς

θα τους στερούν τροφή και παιχνίδι,

να τους τραβούν απ’τα πόδια...- ως σήμα κάτι, ως άμυνα.

-αν δεν το θυμηθούν με το τραβολόι,

 με την ανάταση του κορμιού, θα ΄ρθει ίσως και εκείνη του μυαλού-

εκεί ψηλά ο Αγέρας, δε θα παράσερνε την ελαφρομυαλίαση

των μεγάλων στην κόλαση ;!

Είναι θλιβερό - τόση Ιστορία, τέτοιος Πολιτισμός...

Τα βαριά Χρεωμένα μυαλά δεν αντιδρούν,

προτιμούν ανόητα να στρουθοκαμηλίζουν...

Βοήθεια!!

Δεν Πνίγεστε;;

 

Ο γελαδάρης ήρθε..! Πάμε κι Εμείς;;!!

Με το χέρι στην καρδιά να μοιράζουμε Αγάπη..!

Αν απ’το κλάσμα της Ζωής, αφαιρέσουμε την αδικία και την αδιαφορία

και βάλουμε στη θέση τους  σεβασμό και  αλήθεια,

θα μπορέσουμε να φροντίσουμε την αρχή και το τέλος.

Η ομάδα της μέσης είναι υπεύθυνη γι’ αυτό.

Με ή χωρίς φόβο στην καρδιά, αν είμαστε ενωμένοι,

θα μπορέσουμε να παρακάμψουμε όλους εκείνους

τους δήθεν υπευθύνους – ας είναι υψηλοί -

με βέβαιη την ελπίδα, πως θα βρεθούν να τρώνε καρπό,

από το Δέντρο της Δικαιοσύνης...- αυτοί, κι όόόλο τους το σόι!!!

Για να Υπάρξει Σωτηρία

Να Υπάρχει Ζωή

Να Ανθίζουν με Ασφάλεια τα Παιδικά Χαμόγελα.

Για να Μεταμορφωθεί τ' άσχημομύθι

...Σε ΌΌΌΌΜΟΡΦΟΜύΘΙ

Για να Νικήσει το Καλό

Για να είν' Αγνές οι Σκέψεις μας και οι λογαριασμοί μας...


Για Να Ζήσουμε Όλοι Καλά,
Όλοι, Καλύτερα...!!!

                                  2008 – 14/ 12/ 2011

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΠΑΤΣΙΚΑΝΗ



  Νίκος  Μπατσικανής

    Ο Ν Ε Ι Ρ Ο

      Ποιητική Σύνθεση

 
 

Εκδόσεις Γαβριηλίδης

 (απόσπασμα)

Κάθε βράδυ

στο ρημαγμένο σπιτικό μου, αγγέλου φτερά βάζω στους ώμους

και κινώ για τον άγνωστο πλανήτη «όνειρο»

με την ελπίδα να σε βρω κάποτε, στον απέραντο γαλαξία του ύπνου.

Πέταξα ως την άκρη των αστεριών, ακολουθώντας τα χνάρια σου.

Κι όπως ανάσαιναν τα όνειρα μια νύχτα, σε είδα

λάμψη αστραπής  ̵ φλας αναμνήσεων ̵  στη σκοτεινή κάμαρά μου.

Στεκόσουν εκεί ̇ σε μια στροφή, αχνή μολυβιά στο σύθαμπο

λουσμένη ρόδινα κοχύλια   ─ νωπές κηλίδες θύμησης.

Όμορφη μέσα στους ατμούς και να σ’ έχει ο χρόνος δικαιώσει.

Οι παλιές μας στιγμές, χάντρες στο λαιμό της ανάμνησης.

Η ανάσα μου, γιασεμί-σάλι, στη γυμνή σάρκα σου.

Από κείνη την πρώτη νύχτα, κάθε βράδυ και πιο κοντά

μα δεν μπορώ να σε αγγίξω  ─ διάφανη και συνάμα ορατή.

Γύψινη μάσκα, νεκρική, χλομή κι ανέκφραστη.

Ξάφνου, δεν είσαι κει, στο ρυάκι της πεθυμιάς, χάνεσαι όπως ήρθες.

Άπιαστο όνειρο, νοσταλγία στο ψηλό ικρίωμα «του άγνωστου».

Άδικα τριγυρνώ στις σκοτεινές κρυψώνες

σε κάθε απόμερη γωνιά, ανασκαλεύοντας τα περασμένα.

Μάταια ψάχνω τους δαιδάλους, στου ονείρου το λαβύρινθο

μες στην ομίχλη και στο θαμπό τοπίο.

Να περιμένω μάταια… κι έξω να βλέπω την αλήθεια.

Σε μυστικά περάσματα χάνω του ερχομού σου τα σημάδια.    

Μα θα σε βρω, όπου κι αν πας, τρέχοντας ξέφρενα με τ’ άλογα του νου

σαλαγώντας τ’ όνειρο με τα γκέμια της χρείας

και τα σπιρούνια του «σ’ έχω ανάγκη».

Να, τώρα, πάνω στη φλούδα του ονείρου, ντυμένη το χιτώνα της λησμονιάς

αντίγραφο της λήθης, εκμαγείο μακρινής ανάμνησης ̇

γυάλινη, σχεδόν ανύπαρκτη, έτοιμη να δραπετεύσεις.

Παλιά, ξεθωριασμένη ζωγραφιά, μορφή στα χρώματα της σέπιας

λες, πένθιμων ψυχών στα ρυάκια της θλίψης.

 

Όνειρο

γυαλί με τα δυο κάτοπτρα της πραγματικότητας, αβεβαιότητας καθρέφτης.  

Κι αν ξυπνήσω ξαφνικά, τα όνειρα που κάναμε μαζί, κάποτε

θ’ ανεβαίνουν σαν παλιά ιδεώδη και,

με κάποιο τρόπο, η αίσθηση ότι όλα είναι καλύτερα.

Κενοί ορίζοντες για μια νέα αρχή, αν και, πέρα από δω, υπάρχει νέο μέτωπο μάχης.

Από κάποιο άλλο όνειρο θα γεννηθεί η επόμενη ιστορία,

στο περβάζι του μυαλού, κι εκεί θα πιούμε, οι δυο μας, καφέ και τσιγάρο.

 

Υποκατάστατο ζωής το όνειρο, είδωλο της πραγματικότητας

πανάρχαιος διαχωρισμός, ψυχής και νου.

Ιριδίζουσες αναλαμπές, που αναβλύζουν ασίγαστα στης νύχτας το τραύμα.

Πλάνη και φρεναπάτη ̇ όνειρα που μας εκδικήθηκαν, καθώς ήταν ανέφικτα.

Έτσι, εναπόθεσα τις ελπίδες μου στη λάρνακα της Ποίησης

 ─ τέφρα αναμνήσεων μαζί κι Αγάπης στάχτες.

Περνώ τα φεγγάρινα μονοπάτια και χάνομαι στο σκοτεινό όρμο του.

Να με κυκλώνει επικίνδυνα ο χρόνος, που απομένει πίσω να γυρίσω, στην αλήθεια.

 

Όνειρο ̇ ταξίδι στο άγνωστο, νου εκδρομή, λογισμού όαση, ψυχής καταφύγιο.

φίδι στον κόρφο σου, αγρίμι λεύτερο,

τρένο δίχως σταθμό, αφετηρία και προορισμό,

μεθυσμένο καράβι, αλάνι και γόης της νύχτας.

 

Όνειρο ̇ άγγελος της νύχτας, χαρταετός νόησης, δούρειος ίππος της.

Λάμια της διανοίας, γοργόνα στου μυαλού το σκαρί, σφαίρα στη θαλάμη του.

Νόθο γέννημα κι αποπαίδι του ύπνου.

 

Όνειρο ̇

αναμνήσεων ράκη… ανεκπλήρωτοι πόθοι …δέος γι’ αυτά που θά ’ρθουν.

 

Όνειρο ̇ Αισχύλου κι Αριστοφάνη έργο ̇ δράμα απόψε κι αύριο κωμωδία.

Ταινία μικρού μήκους, φιλμ προσεχώς, φλας μπακ της ζωής.

Ξωτικό του νου, μυαλού στοιχειό, νύχτας φάντασμα  

παγανό στου μυαλού το πηγάδι, αερικό της ανέμης, ξωθιά στο βυθό του.

 

Όνειρο ̇ ανθός της ψυχής, στ’ ανθισμένο περβόλι του ύπνου.

Αχ, όνειρο, πουλί στη ρεματιά του νου, αηδόνι μες στη νύχτα.

 

Βαθύ ποτάμι τ’ όνειρο κυλά, σαν την Αγάπη κόβει και πονά

ματώνουν το μυαλό και η ψυχή, μα η πληγή δε φαίνεται ανοιχτή.

Σε άγνωστο ταξίδι, μακρινό, οι αναμνήσεις έλκουν το συρμό.

Αγγέλου θείο πέταγμα στο νου, ψαλμός με το δοξάρι του μυαλού.

Από συνήθεια έρχομαι νωρίς και φεύγω την αυγή που θα χαθείς

να ξενυχτώ μαζί σου όπου πας, και στ’ όνειρό μου μέσα σεργιανάς.

 

Κρεμασμένος, κι απόψε, στο τσιγκέλι του ονείρου

αθώος αμνός στα νύχια του, μάταια προσπαθώντας το μαχαίρι ν’ αποφύγω.

Ασθμαίνουν οι φόβοι, ριγούν τα κόκαλα στο άγχος, φυλλορροούν τα δάκρια

─ νυχτερινή συμφωνία, με αρχέγονα όργανα.

 

Μονάχος, τώρα, στου μυαλού το φαράγγι,

να με μακιγιάρει πάλι με ώχρα η σελήνη

προτού ανοίξει απόψε η αυλαία ̇

στιλβωμένος ασήμι, να υποδυθώ το ρόλο μου, στο θέατρο του παραλόγου.

 

Λεπίδα μαχαιριού το νιο φεγγάρι

μπηγμένη στο στήθος τ’ ουρανού, στης νύχτας το κουφάρι.

Αιθάλη παντού. Ζαρώνω σε μια γωνιά, τυλιγμένος της μοναξιάς μου τα κουρέλια.

 

Στον γκρεμό που ανοίγεται μπρος μου, οι ανεκπλήρωτοι πόθοι, μαβιά κυκλάμινα.

Κοιμάται η μοίρα μου απόψε, κι εγώ να φτερουγίζω στο κενό ̇

γεράκι που ελλοχεύει τη μορφή σου.

 

Ευλογημένο φως της ελπίδας, άσβεστη φλόγα της καρτερίας μου

να φτάνω, κάθε νύχτα, ως εδώ μακριά, με τα φτερά σπασμένα. […]
 

=================================================  
 

Επιτυχημένη ποιητική πραγματεία για το όνειρο του Νίκου Μπατσικανή
Κωνσταντίνος Μπούρας
ποιητής -συγγραφέας - κριτικός

Σπανίως συναντώ δομημένες ποιητικές συνθέσεις με σοφά επαναλαμβανόμενα μοτίβα, εναλλασσόμενα πεζά, ελεύθερα κι ομοιοκατάληκτα στιχουργικά τμήματα, ενός αρμονικού συνόλου με αρχή, μέση και τέλος, με την απαραίτητη κατακλείδα. Οι σύγχρονοι ποιητές – στην πλειονότητά τους – παραληρούν και ναρκισσεύονται ασκόπως, αυτο-ψυχαναλύονται κι αφορίζουν με μεγάλη ευκολία, καταγγέλλουν τα κακώς κείμενα κι αυτο-αθωώνονται όταν δεν αυτο-τιμωρούνται κι αυτο-μαστιγώνονται βουλιάζοντας βαθιά στην αυτο-λύπηση.

Ο Νίκος Μπατσικανής, με μακρά επιτυχημένη θητεία στην τέχνη του Λόγου, βραβευμένος μελετητής της Ιστορίας (για το έργο του «Η προσφορά της Κύπρου στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο»), επαρκής δοκιμιογράφος - ερευνητής της ποίησης των άλλων («Θραύσματα»), αλλά και ποιητής με έξι συλλογές ήδη στο ενεργητικό του (συμπεριλαμβανομένου του «Ονείρου»), τιμά τα ελληνικά Γράμματα με τη σεμνή παρουσία και τον σπάνιας ευκρίνειας λυρισμό του. Χωρίς υφολογικές «θολούρες», χωρίς θεωρητικοποιήσεις του α-νόητου, χωρίς ναρκισσιστικές εκλάμψεις και παραληρήματα μανίας καταδίωξης, έρχεται κάθε ένα-δυο χρόνια να καταθέσει τις ψυχικές του περιπλανήσεις στο ομιχλώδες τοπίο της σύγχρονης Ποίησης.

Στο «Όνειρο» δηλώνει ευθύς εξαρχής την ποιητική του πρόθεση: «Κάθε βράδυ / στο ρημαγμένο σπιτικό μου / αγγέλου φτερά βάζω στους ώμους / και κινώ για τον άγνωστο πλανήτη “όνειρο” / με την ελπίδα να σε βρω κάποτε / στον απέραντο γαλαξία του ύπνου» (σ. 7) για να καταλήξει μετά από μια μακρά ρομαντική περιπλάνηση στη δήλωση-υπόσχεση: «Και σου υπόσχομαι / ότι θα ’ρχομαι / πάντα / κρυφά στο όνειρά σου. // Πάντα. Κρυφά» (σ. 47). Ενδιάμεσα, εκδηλώνει με πάσα ειλικρίνεια τον άσβεστο ερωτικό του καημό για το φευγάτο αντικείμενο ενός πόθου ιδανικού, αναδιατάσσει πασίγνωστα μοτίβα - στίχους - φράσεις από τη δημοτική και την έντεχνη ποίηση, συνθέτει ψηφίδα την ψηφίδα ένα μωσαϊκό εννοιών και εικόνων, εναλλάσσει διάφορες μορφές στιχοποιίας και τραγουδάει με λυρικό τρόπο τους πόνους της ψυχής του, δίδοντας εύσχημη διέξοδο στα οράματά του. Νεοπλατωνισμός, νεορομαντισμός και νεοκλασικισμός συναντιούνται στο ποιητικό εργαστήρι αυτού του χαμηλόφωνου λογοτέχνη. Είθε να τραβήξει την προσοχή και άλλων, αν επιτύχει να ξεπεράσει τις στριγκλιές και τα κρωξίματα των σύγχρονων Σειρήνων, που νομίζουν ότι απευθύνονται στα γουρούνια της Κίρκης και το μόνο που καταφέρνουν είναι να ταλαιπωρούν τα εσωτερικά ώτα μας.   Κ. Μ.

 

Ποίημα Εμ. Ροΐδη





 
ΤΟ ΚΟΧΛΙΑΡΙΟΝ

Εμμανουήλ Ροΐδης (1836 - 1904)   
Ως οι Ινδοί εις φυλάς, ούτω και οι Έλληνες ...διαιρούνται εις τρεις τοιαύτας:

 
α) Εις Συμπολιτευόμενους, ήτοι έχοντες κοχλιάριον βυθίζωσιν τούτο εις την χύτραν τού προϋπολογισμού.
 
β) Εις Αντιπολιτευόμενους, ήτοι μη έχοντας κοχλιάριον ζητούν επί παντί τρόπω να λάβωσιν τοιούτον.
 
γ) Εις Εργαζομένους, ήτοι ούτε έχουν κοχλιάριον ούτε ζητούν τοιούτον, αλλά είναι επιφορτισμένοι να γεμίζωσι την χύτραν διά τού ιδρώτος των.

Εμ. Ροΐδης