Νίκος Μπατσικανής
Ο Ν Ε Ι Ρ Ο
Ποιητική Σύνθεση
Εκδόσεις Γαβριηλίδης
Κάθε
βράδυ
στο
ρημαγμένο σπιτικό μου, αγγέλου φτερά βάζω στους ώμους
και
κινώ για τον άγνωστο πλανήτη «όνειρο»
με
την ελπίδα να σε βρω κάποτε, στον απέραντο γαλαξία του ύπνου.
Πέταξα
ως την άκρη των αστεριών, ακολουθώντας τα χνάρια σου.
Κι
όπως ανάσαιναν τα όνειρα μια νύχτα, σε είδα
λάμψη
αστραπής ̵ φλας αναμνήσεων ̵ στη σκοτεινή κάμαρά μου.
Στεκόσουν
εκεί ̇ σε μια στροφή, αχνή μολυβιά στο σύθαμπο
λουσμένη
ρόδινα κοχύλια ─ νωπές κηλίδες θύμησης.
Όμορφη
μέσα στους ατμούς και να σ’ έχει ο χρόνος δικαιώσει.
Οι
παλιές μας στιγμές, χάντρες στο λαιμό της ανάμνησης.
Η
ανάσα μου, γιασεμί-σάλι, στη γυμνή σάρκα σου.
Από
κείνη την πρώτη νύχτα, κάθε βράδυ και πιο κοντά
μα
δεν μπορώ να σε αγγίξω ─ διάφανη και
συνάμα ορατή.
Γύψινη
μάσκα, νεκρική, χλομή κι ανέκφραστη.
Ξάφνου,
δεν είσαι κει, στο ρυάκι της πεθυμιάς, χάνεσαι όπως ήρθες.
Άπιαστο
όνειρο, νοσταλγία στο ψηλό ικρίωμα «του άγνωστου».
Άδικα
τριγυρνώ στις σκοτεινές κρυψώνες
σε
κάθε απόμερη γωνιά, ανασκαλεύοντας τα περασμένα.
Μάταια
ψάχνω τους δαιδάλους, στου ονείρου το λαβύρινθο
μες
στην ομίχλη και στο θαμπό τοπίο.
Να
περιμένω μάταια… κι έξω να βλέπω την αλήθεια.
Σε
μυστικά περάσματα χάνω του ερχομού σου τα σημάδια.
Μα
θα σε βρω, όπου κι αν πας, τρέχοντας ξέφρενα με τ’ άλογα του νου
σαλαγώντας
τ’ όνειρο με τα γκέμια της χρείας
και
τα σπιρούνια του «σ’ έχω ανάγκη».
Να,
τώρα, πάνω στη φλούδα του ονείρου, ντυμένη το χιτώνα της λησμονιάς
αντίγραφο
της λήθης, εκμαγείο μακρινής ανάμνησης ̇
γυάλινη,
σχεδόν ανύπαρκτη, έτοιμη να δραπετεύσεις.
Παλιά,
ξεθωριασμένη ζωγραφιά, μορφή στα χρώματα της σέπιας
λες,
πένθιμων ψυχών στα ρυάκια της θλίψης.
Όνειρο
γυαλί
με τα δυο κάτοπτρα της πραγματικότητας, αβεβαιότητας καθρέφτης.
Κι
αν ξυπνήσω ξαφνικά, τα όνειρα που κάναμε μαζί, κάποτε
θ’
ανεβαίνουν σαν παλιά ιδεώδη και,
με
κάποιο τρόπο, η αίσθηση ότι όλα είναι καλύτερα.
Κενοί
ορίζοντες για μια νέα αρχή, αν και, πέρα από δω, υπάρχει νέο μέτωπο μάχης.
Από
κάποιο άλλο όνειρο θα γεννηθεί η επόμενη ιστορία,
στο
περβάζι του μυαλού, κι εκεί θα πιούμε, οι δυο μας, καφέ και τσιγάρο.
Υποκατάστατο
ζωής το όνειρο, είδωλο της πραγματικότητας
πανάρχαιος
διαχωρισμός, ψυχής και νου.
Ιριδίζουσες
αναλαμπές, που αναβλύζουν ασίγαστα στης νύχτας το τραύμα.
Πλάνη
και φρεναπάτη ̇ όνειρα που μας εκδικήθηκαν, καθώς ήταν ανέφικτα.
Έτσι,
εναπόθεσα τις ελπίδες μου στη λάρνακα της Ποίησης
─ τέφρα αναμνήσεων μαζί κι Αγάπης στάχτες.
Περνώ
τα φεγγάρινα μονοπάτια και χάνομαι στο σκοτεινό όρμο του.
Να
με κυκλώνει επικίνδυνα ο χρόνος, που απομένει πίσω να γυρίσω, στην αλήθεια.
Όνειρο
̇ ταξίδι στο άγνωστο, νου εκδρομή, λογισμού όαση, ψυχής καταφύγιο.
φίδι
στον κόρφο σου, αγρίμι λεύτερο,
τρένο
δίχως σταθμό, αφετηρία και προορισμό,
μεθυσμένο
καράβι, αλάνι και γόης της νύχτας.
Όνειρο
̇ άγγελος της νύχτας, χαρταετός νόησης, δούρειος ίππος της.
Λάμια
της διανοίας, γοργόνα στου μυαλού το σκαρί, σφαίρα στη θαλάμη του.
Νόθο
γέννημα κι αποπαίδι του ύπνου.
Όνειρο
̇
αναμνήσεων
ράκη… ανεκπλήρωτοι πόθοι …δέος γι’ αυτά που θά ’ρθουν.
Όνειρο
̇ Αισχύλου κι Αριστοφάνη έργο ̇ δράμα απόψε κι αύριο κωμωδία.
Ταινία
μικρού μήκους, φιλμ προσεχώς, φλας μπακ της ζωής.
Ξωτικό
του νου, μυαλού στοιχειό, νύχτας φάντασμα
παγανό
στου μυαλού το πηγάδι, αερικό της ανέμης, ξωθιά στο βυθό του.
Όνειρο
̇ ανθός της ψυχής, στ’ ανθισμένο περβόλι του ύπνου.
Αχ,
όνειρο, πουλί στη ρεματιά του νου, αηδόνι μες στη νύχτα.
Βαθύ
ποτάμι τ’ όνειρο κυλά, σαν την Αγάπη κόβει και πονά
ματώνουν
το μυαλό και η ψυχή, μα η πληγή δε φαίνεται ανοιχτή.
Σε
άγνωστο ταξίδι, μακρινό, οι αναμνήσεις έλκουν το συρμό.
Αγγέλου
θείο πέταγμα στο νου, ψαλμός με το δοξάρι του μυαλού.
Από
συνήθεια έρχομαι νωρίς και φεύγω την αυγή που θα χαθείς
να
ξενυχτώ μαζί σου όπου πας, και στ’ όνειρό μου μέσα σεργιανάς.
Κρεμασμένος,
κι απόψε, στο τσιγκέλι του ονείρου
αθώος
αμνός στα νύχια του, μάταια προσπαθώντας το μαχαίρι ν’ αποφύγω.
Ασθμαίνουν
οι φόβοι, ριγούν τα κόκαλα στο άγχος, φυλλορροούν τα δάκρια
─
νυχτερινή συμφωνία, με αρχέγονα όργανα.
Μονάχος,
τώρα, στου μυαλού το φαράγγι,
να
με μακιγιάρει πάλι με ώχρα η σελήνη
προτού
ανοίξει απόψε η αυλαία ̇
στιλβωμένος
ασήμι, να υποδυθώ το ρόλο μου, στο θέατρο του παραλόγου.
Λεπίδα
μαχαιριού το νιο φεγγάρι
μπηγμένη
στο στήθος τ’ ουρανού, στης νύχτας το κουφάρι.
Αιθάλη
παντού. Ζαρώνω σε μια γωνιά, τυλιγμένος της μοναξιάς μου τα κουρέλια.
Στον
γκρεμό που ανοίγεται μπρος μου, οι ανεκπλήρωτοι πόθοι, μαβιά κυκλάμινα.
Κοιμάται
η μοίρα μου απόψε, κι εγώ να φτερουγίζω στο κενό ̇
γεράκι
που ελλοχεύει τη μορφή σου.
Ευλογημένο
φως της ελπίδας, άσβεστη φλόγα της καρτερίας μου
να
φτάνω, κάθε νύχτα, ως εδώ μακριά, με τα φτερά σπασμένα. […]
Επιτυχημένη
ποιητική πραγματεία για το όνειρο του Νίκου Μπατσικανή
Κωνσταντίνος Μπούρας
ποιητής -συγγραφέας - κριτικός
Σπανίως
συναντώ δομημένες ποιητικές συνθέσεις με σοφά επαναλαμβανόμενα μοτίβα,
εναλλασσόμενα πεζά, ελεύθερα κι ομοιοκατάληκτα στιχουργικά τμήματα, ενός
αρμονικού συνόλου με αρχή, μέση και τέλος, με την απαραίτητη κατακλείδα. Οι
σύγχρονοι ποιητές – στην πλειονότητά τους – παραληρούν και ναρκισσεύονται
ασκόπως, αυτο-ψυχαναλύονται κι αφορίζουν με μεγάλη ευκολία, καταγγέλλουν τα
κακώς κείμενα κι αυτο-αθωώνονται όταν δεν αυτο-τιμωρούνται κι αυτο-μαστιγώνονται
βουλιάζοντας βαθιά στην αυτο-λύπηση.
Ο Νίκος
Μπατσικανής, με μακρά επιτυχημένη θητεία στην τέχνη του Λόγου, βραβευμένος
μελετητής της Ιστορίας (για το έργο του «Η προσφορά της Κύπρου στον Β΄
Παγκόσμιο Πόλεμο»), επαρκής δοκιμιογράφος - ερευνητής της ποίησης των άλλων
(«Θραύσματα»), αλλά και ποιητής με έξι συλλογές ήδη στο ενεργητικό του
(συμπεριλαμβανομένου του «Ονείρου»), τιμά τα ελληνικά Γράμματα με τη σεμνή
παρουσία και τον σπάνιας ευκρίνειας λυρισμό του. Χωρίς υφολογικές «θολούρες»,
χωρίς θεωρητικοποιήσεις του α-νόητου, χωρίς ναρκισσιστικές εκλάμψεις και
παραληρήματα μανίας καταδίωξης, έρχεται κάθε ένα-δυο χρόνια να καταθέσει τις
ψυχικές του περιπλανήσεις στο ομιχλώδες τοπίο της σύγχρονης Ποίησης.
Στο «Όνειρο»
δηλώνει ευθύς εξαρχής την ποιητική του πρόθεση: «Κάθε βράδυ / στο ρημαγμένο
σπιτικό μου / αγγέλου φτερά βάζω στους ώμους / και κινώ για τον άγνωστο πλανήτη
“όνειρο” / με την ελπίδα να σε βρω κάποτε / στον απέραντο γαλαξία του ύπνου»
(σ. 7) για να καταλήξει μετά από μια μακρά ρομαντική περιπλάνηση στη
δήλωση-υπόσχεση: «Και σου υπόσχομαι / ότι θα ’ρχομαι / πάντα / κρυφά στο όνειρά
σου. // Πάντα. Κρυφά» (σ. 47). Ενδιάμεσα, εκδηλώνει με πάσα ειλικρίνεια τον
άσβεστο ερωτικό του καημό για το φευγάτο αντικείμενο ενός πόθου ιδανικού,
αναδιατάσσει πασίγνωστα μοτίβα - στίχους - φράσεις από τη δημοτική και την
έντεχνη ποίηση, συνθέτει ψηφίδα την ψηφίδα ένα μωσαϊκό εννοιών και εικόνων,
εναλλάσσει διάφορες μορφές στιχοποιίας και τραγουδάει με λυρικό τρόπο τους
πόνους της ψυχής του, δίδοντας εύσχημη διέξοδο στα οράματά του. Νεοπλατωνισμός,
νεορομαντισμός και νεοκλασικισμός συναντιούνται στο ποιητικό εργαστήρι αυτού
του χαμηλόφωνου λογοτέχνη. Είθε να τραβήξει την προσοχή και άλλων, αν επιτύχει
να ξεπεράσει τις στριγκλιές και τα κρωξίματα των σύγχρονων Σειρήνων, που
νομίζουν ότι απευθύνονται στα γουρούνια της Κίρκης και το μόνο που καταφέρνουν
είναι να ταλαιπωρούν τα εσωτερικά ώτα μας. Κ. Μ.
Ευχαριστώ πολύ την Πρόεδρο του Λογοτεχνικού Ομίλου "Ξάστερον" κι εκδότρια τού περιοδικού "Κελαινώ" ποιήτρια και κριτικό Λογοτεχνίας κυρία Ζαλώνη για την ανάρτηση και τον Αντιπρόεδρο της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών, ποιητή, συγγραφέα και κριτικό Λογοτεχνίας, Δόκτορα Κωνσταντίνο Μπούρα για την κριτική του.
ΑπάντησηΔιαγραφή