Δευτέρα 11 Μαρτίου 2024

ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ ΤΕΥΧΟΥΣ Νο 87

 

«ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ, ΔΟΞΑΣΑΤΕ»

 

«Χριστός γεννάται, δοξάσατε»,

οι ουρανοί αγγέλλουν

πάνω απ’ τις πόλεις της σιωπής,

τα κάστρα του ανέμου.

Φτερούγισμα χαρμόσυνο

τη μοναξιά λυγίζει,

κι οι δρόμοι οι αδιέξοδοι

ακολουθούνε τ’ άστρο

που στον Χριστό τούς οδηγεί,

στην Παναγία λεχώνα.

Παίρνουν οι μάγοι στ’ άλογα

όλους τους διψασμένους

για την αγάπη του Θεού,

τη λάμψη του Υιού Του,

και προσκυνούν οι αετοί

μαζί με τους αγγέλους,

το θαύμα το περίτρανο

στη φάτνη την αγία.

Και ξεριζώνονται οι καημοί,

νικιούνται οι άγριες νύχτες,

κι η θάλασσα τα κύματα

διατάζει να σωπάσουν

και καλοσύνη γίνεται

στου ωκεανού τα πλάτη

που νανουρίζει τον Χριστό

τον μυριοαγαπημένο.

Ιωάννα Αθανασιάδου,

 

---

Χάρες στενάχωρες

 

Δεν υπήρξαν για μας

Λέλεγες ή Πελασγοί

στη νήσο ειμαρμένη.

Πάντα οι ίδιοι κάτοικοι

ξαδέλφια ή γειτόνοι

να βλέπουμε τα χούγια.

Λιβάνια άγνωστα πυκνά

οσφύος κινήσεις φίνες

με επίχειρα λαμπρά.

Βιβλία, χάρτες μ ‘ αρίθμηση,

πλήθος το νταλαβέρι,

ανούσια πραμάτεια.

Είναι να το μπορείς

ν’ αντέχεις τη φτηνή δουλειά

και στο νυχτερινό το στρώμα

χωρίς στομάχι βαρυνό

και εφιάλτες να ’χεις.

Σίγουρα μεγάλη η αντοχή

θυσίες τού «πρέπει», να συνηθίζεις,

στη ζυγαριά της μέρα σου

τα δράμια να πειράζεις.

            Κωνσταντίνος Μάξιμος

 

-----

Αυτοί φέρνουν τη Νύχτα

 

Τραυματισμένος ο πλανήτης.

Ο πόλεμος, το αιμοβόρο θεριό

Ισοπεδώνει τα πάντα.

Ο θάνατος στα μάτια.

Σε καμία γλώσσα

Δεν περιγράφεται η φρίκη.

Περίτρομη η ανθρωπότητα.

Κρατάει την ανάσα της.

 

Θολό της οικουμένης το αύριο. 

Στη μνήμη μου

Το Δόξα εν Υψίστοις

Και Ειρήνη επί της Γης.

Από παιδί ,την Ειρήνη περίμενα

Να ’ρθεί.

Κύρτωσαν οι ώμοι μου

Και ακόμα να φανεί.

 

Νύχτα...  Νύχτα επί της Γης.

Την φέρνουν οι εχθροί του καλού

Και φίλοι του κακού.

Κι εμείς, ας μην γίνουμε

Παιδιά της σιωπής.

 

Ω ! Ποίηση!

Μοναδικό μου καταφύγιο.

Ω! Άνθρωπε Θύτη και Θύμα.

 

Τότε μόνο θα ’ρθει η Ειρήνη

Θα  λάμψει το φως μέσα μας

Και πάνω από τη στέγη του Κόσμου,

Σαν θα αγκαλιάσουμε την Αγάπη.

Γένοιτο.

            Θεοδώρα Κουφοπούλου-Ηλιοπούλου

 

----

 

Της άγνοιας ήταν η τροφός

παραδουλεύτρας κόρη

που βρήκε τρόπο κι άνοιξε

κελάρι με κρασί

και πότισε η άνοια

καιάδες με λυγμό.

Το δάκρυ ρίζες νότιζε,

ξαργού το χώμα,

κι έστειλε ο μπάτης ράντισμα‧

για το μεθύσι, φούσκωμα

λυγαριάς βλαστού,

και μήνυμα… τ’ απόσωσμα

της χειμωνιάς να φέρει.

            Αθανάσιος Αγγέλου

 ----

Μέρες Καθημερινές

 

Μέρες καθημερινές

πολύχρωμες, μονόχρωμες, άχρωμες

κυλούν χωρίς σταματημό

δίχως να νοιάζονται για το τι παρασέρνουν.

Εμπόδια ανύπαρκτα στο διάβα τους,

τύψη καμία.

Οι μέρες, ορμητικός χείμαρρος που

ξύνει τις όχθες του αναπόδραστου

κι οι ζωές των ανθρώπων πετροχάλικα, φερτά υλικά

που ξεβράζονται όπως όπως σε άγνωστα μέρη,

κατακρημνίζονται από καταρράκτη σε καταρράκτη

και καταλήγουν στη λιμνοθάλασσα της αιώνιας λήθης.

Οι μέρες οι καθημερινές

έχουν τη δύναμη της αιωνιότητας

κι εμείς την έπαρση πως δεν μας φτάνουν για τίποτα.

            Ματίνα Κ. Καρελιώτη

--- 

Ένα φτερούγισμα η ζωή 

  

Στης πολυσήμαντης νύχτας τους κοιτώνες,

μεγαλώνουν τους γόνους τους τα άστρα.

Αποδέκτες καθολικής προστασίας,

εκπαιδεύονται για τα χρόνια που θα ‘ρθουν.

Μαθαίνουν για τις κατευθύνσεις των ανέμων,

τις επί μέρους αναφορές του εικοσιτετράωρου.

Στο ανάμεσα, καλωσορίσματα και κατευόδια,

χαρές και λύπες, τακτικές εναλλασσόμενες

στης απεραντοσύνης τα πλάτη.

Μέγας ο κόσμος που μας φιλοξενεί,

άπιαστα τα σύνορα,

μεγάλες των εκπλήξεων οι συμπεριφορές.

Τα έμβια όλα,

προδιαγεγραμμένης πορείας ταξιδευτές,

βυθιζόμαστε αργά.

Αργά και σταθερά

στης λήθης τα αχαρτογράφητα όρια.

Τι θαρρείς;

Ένα φτερούγισμα η ζωή.

Τίποτε άλλο…

            Φωτεινή Γεωργαντάκη-Ψυχογιού 

 

----

Μια νύχτα μαγική 

 

Μέτρησε τις διαστάσεις

του άπειρου και του αιώνιου

με βήματα μικρά, παιδικά.

Ύστερα ζύγισε το σύμπαν

πάνω στην βρεφική του παλάμη.

Το σκέπασε με Αγάπη.

Τα μάτια της Μητέρας, Τον κοιτούσαν.

Ιδια στο χρώμα με τα δικά του.

Ήξερε εκείνη.

Βολεύτηκε καλύτερα στην αγκαλιά της.

Ήθελε να περπατήσει στο χώμα.

Να πιει νερό, απ' αυτό που κάποτε,

διέταξε: Γεννηθήτω!

Κύριε της μεγάλης αγάπης

και της μεγάλης ταπείνωσης,

κάψαμε όλες τις φάτνες, τις σπηλιές

και πού να Σε φιλοξενήσουμε τώρα.

Υπάρχεις όμως στο γέλιο των παιδιών,

στο χέρι που απλώνει άνθρωπος κρυφά,

άλλον άνθρωπο να στηρίξει.

Στην προσευχή του ταπεινού

και στο τρύπιο ράσο του ερημίτη.

Εκεί μόνο Κύριε,

στις απλές καρδιές,

μπορείς αιώνια να ξαναγεννιέσαι!

Μαρίνα Αντωνίου

 

---

Για την Κυρά των ύμνων μου

Η Κυρά των Αγγέλων, που πετά στη σιωπή,

που ανεβαίνει στα ύψη και αρμέγει τ’ αστέρια,

που ματώνει τα χέρια για να ψήσει ψωμί,

η Κυρά των Αγγέλων που ευλογάει την Γη,

στο μαβί της φουστάνι ζωγραφίζει τον πόνο,

μα χαρά δίνει μόνο, στα παιδιά , στους αγγέλους,

στους φτωχούς πονεμένους,

που δεν έχουνε άλλην ελπίδας πηγή.

Η Κυρά των Αγγέλων μου χαρίζει κι εμένα

ένα φως στο σκοτάδι , να νικήσω τον Άδη.

Επιζώ και ελπίζω. Με το εγώ μου ορίζω

το μεγάλο μου ψέμα, την ελπίδα μου αυτή.

Να νικήσω τον Άδη, να ‘μαι φως στο σκοτάδι.

Κι η Κυρά των Αγγέλων, του Δαιμόνου , (εμένα),

μου χαρίζει το πνεύμα για ν’ αντέξω στον δρόμο

την μεγάλη αλήθεια, την τρανή, την φριχτή.

Η Κυρά μου, η Ποίηση, ας με έχει δικό της,

να νικήσω το ψέμα, να δοθώ στην ζωή…

γιώργης π. κ-δρυμωνιάτης     

---- 

Γράφοντας την ιστορία μας

 

Πέτρα την πέτρα πάνω στο θυμάρι

την ιστορία μας γράψαμε

δίχως τη λησμοσύνη

τη χαράξαμε σε κάρβουνα αναμμένα

σαν τον αη Γιάννη τον Κλήδονα

άφοβα ακουμπήσαμε και δεν καήκαμε

Ανθεκτικοί σταθήκαμε

πατώντας στο ένα πόδι

στην άκρη του βαθύ γκρεμού

σαν τον αητό ζυγιάζοντας

τα πέτρινα φτερά μας

Είναι η μαγιά μας δυνατή

φουσκώνει το ζυμάρι

και ξεχειλάει σαν αφρός

όντας φυσάει ο μαΪστρος.

Τί κι αν οξειδωνόμαστε

απ' του νοτιά τη μούχλα

λάμπουν τα άσπρα μάρμαρα

στο φίλημα του ήλιου

κι η Αφροδίτη πόνεσε

στη Μήλο της να πάει!

Πόλα Βακιρλή

 

----

Σ’ αναζητώ

 

Δαυλός η καρδιά σου

τις έρημες νύχτες μου φέγγει.

Με κατακαίει το βλέμμα σου

Πιστή Μαινάδα σου, εγώ

 

Πού βρίσκεσαι αγαπημένε!

Αισθητή η παρουσία σου.

Κάθε τόσο  απ’ την αυλή σου περνώ.

Μελεμονανθούς

του αιγαιοπελαγίτικου κήπου σου με ραίνεις,

τ’ άρωμά σου στα στήθη μου

κρατώ.

Πού βρίσκεσαι αγαπημένε!

Τις έρημες νύχτες μου φέγγεις.

Στη μοναξιά μου

απελπισμένα

σ’ αναζητώ.

            Χριστίνα Νικολάου

---

Ο μονόλογος της αγάπης

 

Μέσα στη μόνιμη οχλοβοή

Και τους θορύβους,

Είμαι κι εγώ εδώ, ακούστηκ’ η Αγάπη,

Προς τι οι προστριβές και οι πόλεμοι;

Σας άνοιξα διάπλατα την αγκαλιά μου

Και δίχως κανέν’ αντάλλαγμα,

Σας έδειξα τον μόνο ασφαλή

Δρόμο στην ευτυχία. Απλώστε

Τις καρδιές σας και θα πάρετε!

Μα εσείς, ώ! άνθρωποι, εσείς,

Την αγκαλιά σας κλείνετε στους άλλους

Ως εάν ήτανε εχθροί

Κι αλληλοεξοντώνεστε, του σύγχρονου

Πολιτισμού σας μ’ εντολές.

Εγωπαθείς κι υποκριτές,

Άνθρωποι του καιρού σας,

Τις προαιώνιες κοινωνίες σας

Σκορπίσατε

Και ο καθένας μόνος προσπαθεί

Την ευτυχία του να χτίσει,

Μα με φθαρμένα υλικά.

Τι μάταιος κόπος…

Και κυνηγάτε τα πολλά,

Μακριά ’πό μένα, στο γκρεμό

Άνθρωποι, άνθρωποι!

Την ύστατη φωνή μου ακούστε:

Δίχως κανένα δισταγμό

Αλληλοαγκαλιαστείτε

Της ευτυχίας είναι μυστικό.

Θα ’μαι κι εγώ εκεί!

Ποιος όμως την ακούει την αγάπη…

Θανάσης Φροντιστής

 

--- 

Μια ανάσα

 

Με γοητεύει

η μονιμότητα των βράχων

σε αντίθεση με το κύμα,

που χάνεται στα βότσαλα.

Το φως του φεγγαριού

στις σκοτεινές πέτρες.

Το μεγαλείο της μοναξιάς

τα μεσάνυχτα.

Ο χορός των κύκνων

που καταλήγει πάντα

στο ίδιο σημείο.

Μια ανάσα

πριν την αιωνιότητα.

            Κατερίνα Αλυσανδράτου

----

Το πυρ της ψυχής

 

Φόβος τρεμίζει τα όνειρά μας.

Το καναβάτσο της ντροπής

ρικνώνει τη ματιά,

καθώς των λογισμών μας το άτι

αφίππευσε του ανέμου.

Θεριά ζυγώνουνε ολούθε.

Γίναμε στόχος της οργής

που ορμήνεψε στον κόσμο

η δολιότη και πουθενά βοήθεια,

άμοιρε πατριώτη.

Δεν έχεις όπλα, λες.

Τέλειωσαν τα πυρομαχικά.

Και πού ’ναι η αντριότη;

Το φως που σ’ οδηγούσε,

που το έχεις μέσα σου βαθιά,

βαθιά και μισοκαίει;

Φούντωστο γλήγορα!

Αυτό μονάχα θα μας σώσει·

το πυρ, αυτό θα μας σηκώσει.

Το πυρ που αιώνια μένει άσβεστο.

Της ψυχής το πυρ το εσώτερο.

Της ψυχής σου το πυρ το Αείζωον.

Ιωάννης Παναγάκος

 

\---

Ποιητική βραδιά

 

Ήταν πανέμορφη βραδιά

κι ολόγυρα στα βράχια,

όλα μαζί κοάζανε

με χάρη τα βατράχια.

 

Στο θέατρο, οι ποιητές

λαμπρούς φωνάζαν στίχους,

μα τα βατράχια κάλυπταν

όλους τους άλλους ήχους.

 

Τι κι αν ξελαρυγγιάζονταν;

Κανείς δεν είχε ακούσει

ούτε ένα στίχο ποιητικό

στων βατραχιών την κρούση.

 

Ταπεινωμένοι οι ποιητές

και με σκυφτό κεφάλι,

είδανε πως οι βάτραχοι

τους νίκησαν και πάλι.

            Τίνα Βρεττάκη-Δάβου

----

Χωρίς Παραλήπτη

 

Χάσκουν τα πορτοπαράθυρα παντού εγκατάλειψη

ξεχασμένη η κούνια στην αυλή

ξεραμένα τα λουλούδια μες στις γλάστρες

ότι δέντρο απόμεινε έρμαιο είναι

στους ανέμους και στου Θεού το Έλεος!

Οι Πικροδάφνες παραπέρα κόκκινες -λευκές-

απορώ πως αντέχουν.

Αργοσβήνει ο ήλιος ξεφεύγουν δέσμες του εσπερινές

και πρόσκαιρες, λούζουν ότι απόμεινε και προσπαθούν

να ζωντανέψουν αλλοτινές εποχές.

Χαμάδα οι ελιές παντού, ποιος να τις μαζέψει;

Και το κανδήλι ψηλά στο εικόνισμα

χωρίς λάδι πώς να ανάψει…

Χαραγμένα στον κορμό της ελιάς τα ονόματα

και τα όνειρα χαραγμένα κι αυτά σβήστηκαν

χωρίς παραλήπτη να τα λάβει… ξεχαστήκαν!

            Ζιζή  Γερονυμάκη   

---

...Βουβή κι έρημος η γης μου.

Κι ουδέ της γλαύκας τη λυπητερή

δεν άκουγα φωνή.

Κι ούτ’ ένα νυχτοπούλι να λαλεί…

Πού πάω; Πού;

Εγώ κι η Μοίρα μου στην πυκνή ερημιά;

Κι η σανιδογέφυρα να τρίζει στο βουβό μας περπάτημα.

Κάτω από τα θολά νερά αγωνίζεται το "εγώ" μου.

Ένα χέρι, ένα άγγιγμα, μια στοργή

Ποιος;… Τέτοιες μέρες… τέτοιες νύχτες!

Ωιμέ! Τρέμω. Πού πάω;

Δος μου το χέρι, μου λέει η Μοίρα μου.

Κράτησέ με! Κράτα με, της νύχτας πεταλούδα.

Της έδωσα το χέρι, όπως το παιδί στη μάνα

και βγήκα αντίπερα με τις χούφτες μου

να βαστούν σπιθαμή, σπιθαμή το φως…

(Απόσπασμα από την " Αναφορά μου στον Ν. Καζαντζάκη")

            Άννα Τακάκη

 ---- 

Η θέση σου  πλάι μου

 

Και έμεινε κενή

η θέση σου πλάι μου

είπες, για λίγο

και ήρθε

θρονιάστηκε ένας ξένος.

Ο ξένος εγκατέλειψε

με αδιαφορία τη θέση.

Αμέσως

πλάι μου κάθισες πάλι εσύ

μα ήσουν άγνωστος.

Και έκλαιγε μέσα μου

μυστικά μια φωνή

θα προτιμούσα

να έμενε η θέση κενή.

Μα

ας προσπεράσουμε τη στιγμή

ας γνωριστούμε πάλι.

            Φωτεινή Αζαμοπούλου

 ----

Λέξεις

 

Με νήματα τις λέξεις

πλέκω φωλιά τον κόσμο γύρω μου

να τον εκατοικήσω.

Με λέξεις-πινέλα βάφω χαρές και λύπες,

και του θυμού μου κύματα

και τις σιωπές γαλήνης.

Αγαπώ και ανθίζουνε οι λέξεις

ως ασπροντυμένη αμυγδαλιά

που αηδονίζει τη χαρά

και τη ματιά ζεσταίνει.

Με λέξεις-σκαπάνη στο χέρι

ξεχερσώνω της άγνοιας τα βάτα

κι ανοίγω δρόμους

ατραυμάτιστη η γνώση να περάσει.

Λέξεις-λουλούδια στολίζω στα μαλλιά

και πλέκω στα όνειρα στεφάνι.

Με λέξεις-δάδες χύνομαι

τ’ άδικο να σαρώσω

και στήνω φράγμα σταθερό

με πέτρες-λέξεις γίγαντες

την υλόφρονα  ροπή του σήμερα να κόψω.

Λόγος και λέξεις

μέσα μου, γύρω μου

το είναι μου ορίζουν

και είθε

Λόγος και Γλώσσα

να ’ναι οι μόνοι μου αφεντάδες.

            Σταματία Μωραΐτη

---

Νύχτα, στο ξέφωτο σε παίρνω αγκαλιά.
Χιλιάδες σκέψεις τριβελίζουν το μυαλό μου.
Το πρόσωπο μου στη δική σου τη ματιά
θαρρώ πως λάμπει, και πως ζω το όνειρο μου.
Ακουμπισμένη στ' ουρανού την κουπαστή,
του φεγγαριού ψάχνω να βρω το μαξιλάρι
να γείρω επάνω του εικόνα μου ακριβή,
κι ένα ταξίδι μες τη νύχτα να με πάει.
Κλεισμένα μάτια, και τα χείλη σφραγιστά.
Μαλλιά δεμένα με των άστρων την κορδέλα.
Μια φεγγαρόπετρα στο στήθος μου κυλά,
και το φεγγάρι μου φωνάζει, χαμογέλα.
Οι αισθήσεις γεύονται του απείρου ομορφιά
σε μια απύθμενη αγάπη δίχως τέλος.
Ρούχο ανέλπιδης χαράς που μου φορά
έτσι, αυτάρεσκα του έρωτα το βέλος.

Λένα Φατούρου

 ---

Ηλιαχτίδα

 

Μια ηλιαχτίδα στον χιονιά πετάρισε μαζί σου

Μια λέξη κύλησε γλυκά στο πρώτο το φιλί σου.

Ήταν το σ’ αγαπώ μικρό, χαρμόσυνα φερμένο

Κι εγώ μέσα στην αγκαλιά πουλί νανουρισμένο.

Ήταν το σ’ αγαπώ μικρό δειλά συλλαβισμένο

Κι όλος ο κόσμος τραγουδά νέο ζωγραφισμένο.

Ήταν το σ’ αγαπώ μικρό και η χαρά μια νιότη

Αγάπη μου παντοτινή, αγάπη εσύ πρώτη.

Κι αν ήτανε μικρό αυτό, το σ’ αγαπώ μια λέξη

Μ’ ανάστησε, με γέννησε κι ο ήλιος έχει φέξει

Σε γειτονιές με λεμονιές, σε γειτονιές αγνάντια

Το σ’ αγαπώ σου λάτρεψα σε κύματα γιγάντια.

Μα τώρα νηνεμία πια, μα τώρα ξαστεριά μου

Μια ηλιαχτίδα στον χιονιά είσαι εσύ καρδιά μου.

            Ζωή Μακρονασίου

 

---

Είδωλο εαυτού

 

Κάθε φορά που κοιτώ στον καθρέφτη

βλέπω το είδωλο μου να μου χαμογελά.

Προσπαθώ να κοιτάξω μέσα του,

να νιώσω πως υπάρχω.

Πως μέσα από τα μάτια σου

βλέπω την ομορφιά του κόσμου.

Πως μέσα από την ανάσα σου,

κλέβω τη ζωή μου.

Μέσα στην αγκαλιά σου,

σφίγγω την ευτυχία μου

και μέσα από τα φιλιά σου

γλυκαίνω τις πίκρες μου.

            Ολυμπία Κανιώτη 

----  

Βαρέθηκα…

 

Βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια,

τους δρόμους μου να βλέπω σκοτεινούς

με κούρασαν λογάδων παραμύθια,

κάθε λογής «λιβανιστήρια» και τρανούς,

που κόπτονται  για τη Δημοκρατία

και  των λαών «τα άγια κι ιερά»

και στ’ όνομά της κάθ’ ελευθερία

μας αφαιρούνε με τερτίπια πονηρά.

 

Βαρέθηκα ν’ ακούω χορτασμένους

για πείνα να μιλάνε , για φτωχούς

και διδαχές από τους κολασμένους

τους άρπαγες, τους ψεύτες τους μοιχούς.

Βαρέθηκα ν’ ακούω  την ειρήνη

πως κόπτονται (μάχονται)να φέρουνε στη γη

…έμποροι όπλων κι άλλοι θεατρίνοι

που πάνω της καθ’ ένας ασελγεί.

 

Βαρέθηκα  τις μεγαλοστομίες

για μέτρα που θα  σώσουνε τη γη

ψηφίσματα, φωνές και υστερίες

ανίσχυρων κι αδύναμων   κραυγή.

Κουράστηκα να κλαίω κάθε δείλι

στο βάθος σαν κοιτώ τον ουρανό

ελπίζοντας ο ήλιος ν’ ανατείλει

της άνοιξης ν’ ανθίσει πρωινό.

            Γιώργος Γιακουμινάκης

 ---

            Ξέρεις;

Ξέρεις;

τα μάτια σου στο χρώμα τ’ ουρανού.

Ξέρεις;

τα ερείπια δεν γκρεμίζονται

από μπουλντόζες,

στέκουν αγέρωχα

ανάμεσα σε νεκρούς και ζώντες.

Ξέρεις;

πάλι άναψες ένα τσιγάρο

ο χείμαρρος ήταν ρηχός

κι ο κόσμος εαυτός

ένας άγγελος σε σκέφτεται.

Ξέρεις;  

ένα ρίγος

τα ρολά σαν κατεβήκαν

ένα σάμαλι  και μια πορτοκαλάδα

στο διάλειμμα.

Ξέρεις;

συρματοπλέγματα

οι ξανθιές σε μεθάνε

οι καστανές σε κοιτάνε.

Ξέρεις;

παράγγειλα μια κίτρινη πάστα

στου <zonars>

κάτω απ’ τον ουρανό με τ’ άστρα.

Ξέρεις;

σκέφτηκα!

υπάρχει παράδεισος.

            Μαρκάγγελος Δαμουλάκης

 

---

Ψυχή του μυαλού μου, Εσύ!

 

Έλξη παράξενη που καταργεί

όλες τις αντιστάσεις.

Φωτιά λυτρωτική, που ξυπνά

πόθους  καλά κρυμμένους.

Εκτροχιασμός του νου

που πυροδοτεί  τη λογική.

Κραυγή δυνατή που  ακούγεται

μέχρι τους κήπους τα’ Ουρανού.

Πάθος ανίκητο, με την εκτυφλωτική

λάμψη του αδύνατου.

Απέραντος ορίζοντας που προσμένει

ταξίδια μακρινά μαζί σου.

Ξέφρενος χορός λευκών πέπλων του έρωτα,

στο ρυθμό  των ονείρων μου.

Έκσταση γλυκιά, που ζητά

την αναγέννηση μαζί σου.

Μέθη μου ερωτική, χάδι τρυφερό,

ανάσες πνοής για μένα.

Λόγος της έμπνευσής μου,

έκρηξη συναισθημάτων

που δαμάζονται σε στίχους…

Ψυχή του μυαλού μου, Εσύ...

Με την φλόγα της αγάπης εντός μου

που ολοένα δυναμώνει!

Σταυρούλα Βενιέρη 

---

Ροζ ματιά...

 

Το φως αυτό που μονόπλευρα

ροδίζει τα μάγουλα της απερχόμενης κόρης,

πηγή ζωής και αίτιο συνάμα

μιας ευγνωμοσύνης,

που σου γεμίζει τα κύτταρα,  αγάπη.

Και, αλήθεια, δεν είν’ τιποτ’ άλλο

παρά μια ανέξοδη βόλτα

του ματιού στο άπειρο.

Δέκα σκαλιά με προορισμό

μια ταράτσα.

Ένα μπαλκόνι με θέα μια δύση.

Η άκρη ενός δρόμου

που τα δέντρα δεν μεγάλωσαν ακόμη...

Μια περπατησιά μέσα σου καθώς τελειώνει

ένα "κατά το μέγα έλεος σου"

Μια βόλτα και ένα σήκωμα  του κεφαλιού.

Ένα "άνω θρώσκω"

Όλγα Αχειμάστου

---- 

Φύσηξε… Έρως

 

«Πριν απ’ τη φέξη θα σ’ έχω κλέψει»

«Θα ’ρθω μαθές…»

«Θες κι αν δε θες!»

«Κι αν μ’ αρνηθείς, Ανθέ της γης;»

«Όρκο σου δίνω πια δε σ’ αφήνω»

«Κάμε σινιάλο στο πέμπτο ζάλο»

«Έλα, γραμμή… στο γιασεμί»

«Στη γη πατώ, ψηλά πετώ»

«Άσ’ το δοξάρι φωτιά να πάρει…»

Σβήνει το βράδυ και το σκοτάδι

χρώμα βαθύ θα γεννηθεί.

«Τ’ άστρι φορώ, τ’ άνθη κρατώ»

«Καίει εντός μου το φως του κόσμου»

«Φύσα αέρι, γίναμε ταίρι»

«Στάζει η ψυχή χρυσή βροχή»

 «Όσο θα ζω θα σ’ αγαπώ»

«Χαρά ή πόνος δε θα ’μαι μόνος»

«Γέλιο ή δάκρυ, υπάρχει άκρη»

«Μια αγκαλιά» «Μία καρδιά!»

Όλα μαζί τα ’χει η ζωή

ανθούς, αγκάθια μες στα καλάθια.

Έρωτα τραύμα, αγάπης θαύμα

Ένας Θεός, ένας ρυθμός!

Βήματα πέντε, φύσα Πουνέντε…

            Βασιλική Εργαζάκη

 

---

Χελιδονάκι αγάπησα.

Χελιδονάκι αγάπησα

που χτίζει τη φωλιά του
στον ίσκιο μιας αμυγδαλιάς
 και με καλεί κοντά του.
Απλώνει τις φτερούγες του

και με σκεπάζει απ’ άκρη
να μη θωρούν τ’ άλλα πουλιά
σαν τρέχει κάποιο δάκρυ.
Μ’ αγάπη αποκρίνεται

σε κάθε κάλεσμά μου
κι όταν  θωρεί τα δύσκολα
γίνεται η σκιά μου.
Σαν χειμωνιάσει κι έρχεται

βοριάς και κουκοσάλι*
αυτό δεν φεύγει απ’ τη φωλιά
 για να γυρέψει άλλη.
Εκεί πάντα θα βρίσκεται

στο πλάι το δικό μου
να σχίζουν οι φτερούγες του
τον αναστεναγμό μου.

Πλοκαμάκη Χρυσούλα 

---

Πέτρα στο φως

   (Παντούμ)

 

Πάνω στης πέτρας τον κρυστάλλινο ιστό

Θα μένει πάντα χαραγμένο τ' όνομα σου

Δώρο πολύτιμο σε χρόνο  μυθικό

Να δίνει όραμα και φως στο κάλεσμα σου. 

 

Θα μένει πάντα χαραγμένο τ' όνομα σου.  

Χρησμός σε βράχο και σε κόσμημα χρυσό 

Να δίνει όραμα και φως στο κάλεσμα σου

Πηγή αλήθειας σ' έναν κόσμο εχθρικό.

 

Χρησμός σε βράχο και σε κόσμημα χρυσό

Νερό καθάριο στα σκοτάδια του αιώνα.

Πηγή αλήθειας σ' έναν κόσμο εχθρικό

Χάραγμα μνήμης σε μαρμάρινη κολώνα.

 

Νερό καθάριο στα σκοτάδια του αιώνα

Του νόστου πόθος φυλαγμένος στην ψυχή          

Χάραγμα μνήμης σε μαρμάρινη κολώνα

Γραπτή πυξίδα και αλάθητη κλωστή.

 

Του νόστου πόθος φυλαγμένος στην ψυχή

Λίθινος δρόμος για ταξίδι μυθικό

Γραπτή πυξίδα και αλάθητη κλωστή

Πάνω στης πέτρας τον κρυστάλλινο ιστό.

            Μαρίνα Δημήτρουλα 

----

Παρότρυνση

 

Και τώρα που η πατρίδα βάλλεται,

εσύ δεν βλέπεις, ούτε πονάς,

τον Αχιλλέα πάνω στο άρμα δε θωρείς,

δε νοιάζεσαι.

Θυμήσου αυτά τα ιερά του Σολωμού,

τα χώματα, τα κόκαλα.

Ξεκίνα αγώνα εσύ ξανά,

εσύ πεινάς και μην κλωτσάς το αύριο,

το όνειρο, τη δόξα.

Ελλάδα φλύαρη, εσύ ζεις,

και μόνος αύριο θα δεις,

πολλοί θα γίνετε, μπορείς.

Αρκεί μπροστά και πάνω, να σηκωθείς.

Του καναπέ τη θαλπωρή ν’ αφήσεις,

την πρίζα να τραβήξεις

που αποκοιμίζει ως Δούρειος.

Εκείνο τ’ αγρίμι που έχεις μέσα σου

τα σωθικά να σου ξεσκίζει,

ευθύς να ορμήσει, να ξαναχτίσει.

 

Ξαναχτίσε.

            Χρυσάνθη Μουζακίτου

---- 

Σε ριζιμιό

 

Καθώς το ραβδί του τυφλού Τειρεσία

γέρικα κροταλίζει

στα πλακόστρωτα του σύμπαντος,

την αποτοίχιση φοβάμαι του μέλλοντος.

Γι αυτό κάθε νύχτα ανεβαίνω ψηλά,

σε όρθιο βουνό, σε ριζιμιό,

με δεκαοχτώ φθόγγους

και είκοσι τέσσερα γράμματα.

Την αυγή ξεκαμινιάζω στα κράσπεδα

για ν’ ασβεστώσω τις αυλές του κόσμου.

Μ’ ένα χτενάκι απ’ τα μαλλιά μου

σκάβω το τσιμέντο,

φυτεύω αειφόρα δένδρα,

τ’ αηδόνια προσκαλώ

και την καμπάνα της Ειρήνης

πάνω από τις μαρκίζες,

στο βυζαντινό εκκλησάκι,

ολοένα χτυπώ.

            Γιώγια Σιώκου 

---

            ΚΥΡΙΕ ΑΝΤΩΝΗ

(αφιερωμένο στον κ. Αντώνη Σαμιωτάκη)

 

Ψες  έμεινα ως αργά

στο μικρό μου μπαλκόνι

Στο τραπεζάκι η εφημερίδα σας

κι ένα λικέρ

Τριαντάφυλλο θαρρώ

Ναι, σαν κι αυτό

Που ’πιαμε στο μουσείο

Μιανού μικρού πεζοδρομίου

Κάπου στην Κοκκινιά…

 

…Μέσα σε ρίμες

Αναμνήσεις και χαρτιά

 

Το γράμμα σας το φύλαξα

Ψηλά

Κι είμαι καλά

Πήρε να ξημερώσει

 

Όμως…

Τι μ’  έπιασε;

Πολυλογώ!

Ήθελα μόνο να σας πω

«Ευχαριστώ κύριε Αντώνη»

            Ιωάννης Παπαδασκαλόπουλος

 ---

Γυάλινος

 

Άσε τη θάλασσα να μου δείξει

πέρα από τα κύματα, ποιο μαργαριτάρι

ταιριάζει στο λαιμό και στη σάρκα σου.

Άσε τον άνεμο να ζυγιάζει τα φτερά μου,

αν κάνω για περιπλανήσεις

στα ερημονήσια των ματιών σου.

 

Ο έρωτας είναι πάντα έρωτας,

ποτέ δεν ήταν νόμιμος ή παράνομος

και μη σε νοιάζει αν γυμνωθούμε

κάτω από τ’ άστρινα μάτια τ’ ουρανού.

Το άσπρο μου πουκάμισο που θα βγάλω

πανάκι θα κάνω στο τρεχαντήρι σου 

για να ταξιδέψεις.

 

Πρέπει κάποτε να μάθεις καλή μου,

πως κι εγώ γυάλινος είμαι,

έτοιμος να γίνω θρύψαλα

πριν καν μ’ αγγίξεις.

Βασίλης Τσακίρογλου

 ---- 

     Βιολογική διαδρομή εξελίσσεσαι

       Μελώνεσαι σε διαρκή τελετή

         Ωρίμανσης. Συνοδοιπορώ

           Ήλιος, χρόνος, σπόροι

             Ευγονίας πλάθουν

             Σε σχήμα-γεύση

                Ανυπομονώ

 

                επιθαλάμια

            Λειτουργία σύκου

          Πρωινό εύηχο κάλεσμα

       Γονάτισα ευλαβώς άνωθεν του

    Ανοιχτό κόκκινο σύκο το στόμα σου

Ευφρανθείς, απεσύρθην ηδέως και πλήρης

            Χρίστος Κοντοβουνήσιος 

----

Πού είσαι άνθρωπε;

     Δύο τάνγκα

.

1.-

Οσμή θανάτου

Ημέρες απόκοσμες

Μάνες στενάζουν.

Της ανθρωπιάς σάβανο

Ματωμένο στο χώμα.

2.-

Πόνος και δάκρυ

Πίσω από τους φράχτες

Μοίρας απόκληροι.

Μια "γάζα" ψάχνω λευκή

Να δέσω τα τραύματα.

            Αθανάσιος Νασιόπουλος

---- 

Η πείνα του Μάη!

 

Πείνασ’ ο Μάης το πρωί και ξέρασε λουλούδια .

Τα πήρε η Πλάση κι έφτιαξε του κόσμου τα τραγούδια.

 

Όταν μιλεί το σύννεφο του Μάη το κατάσπρο,

το στίβει αμέσως η καρδιά, χαμογελάει τ´ άστρο.

Τραβούν οι άνθρωποι το πρωί , τα λούλουδα μυρίζουν

με τ´ ουρανού τα σύννεφα στεφάνια ζωγραφίζουν .

 

Αχ, ουρανέ τον Μάη σου , να μη μας τον στερήσεις.

Τις ομορφιές του δυο φορές το χρόνο να χαρίσεις .

Και η μητέρα μάγισσα ν´ ακούσει να το μάθει ,

πως του Μαγιού τα λούλουδα , στεφάνι που εξεράθη.

 

Μαγιά είναι πολύτιμη, μαγιά ευλογημένη.

Κι άλλη μια μέρα του Μαγιού μες τη χαρά λουσμένη .

Κι ο Θ(ε)ός από τα σύννεφα χαμόγελο άσπρο στέλνει .

Χαμόγελο που την ψυχή, τη μέρα μας ζεσταίνει.

 

Δώσε μανούλα την ευχή και Μάη τη δική σου.

Εσύ ουρανέ τ’ αστέρια σου, χαρά μοναδική σου!

Κατερίνα Μπαχάρη-Κουτσουνά 

---- 

Φωνή που κλείνει ένα στόμα

σιωπή χαμένη

σε μιας θάλασσας το χρώμα

γιορτή σε πόλης τα στενά

κι οι παραβάτες , γάτες

να νιαουρίζουν

για τις γούνινες τους πλάτες

Μη μου ζητάς

μη με κρατάς δέσμιο μες στην παρωδία

έχω δουλειά

έχω καρδιά

έχω μια όμορφη εξοχή στην εξορία.

            Χρύσα Καράγκου

 ----

Τα δάκρυά μου, ψιλή βροχή 

 Τα δάκρυα μου, ψιλή βροχή,

μούσκεψαν τα μαλλιά σου.

Θέλεις, κλειδώσου μοναχή,

θέλεις, στον ήλιο λιάσου.

Αν σ’ αγαπώ και μ’ αγαπάς,

τι το κρατείς κρυμμένο;

Σ’ όποιο σοκάκι και να πας,

εγώ σε περιμένω.

Έχω προστάξει τους καιρούς,

να σού ’χουνε συμπόνια.

Να φέρουν θέρους δροσερούς,

χειμώνες δίχως χιόνια.

            Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

 ----

 Νεράιδα της καρδιάς

 

Πως τάχα είναι στον παράδεισο;

Ένα τσαμπί σταφύλι σε ροδοκόκκινο μάγουλο,

των βράχων η φτελιά σιγομουρμουρίζει.


Ξαποσταίνω την αγάπη στου μικρού

σπουργίτι την αγκάλη.


Αν αποκοιμηθείς, το δάκρυ των αστεριών

να σε σκεπάσει απαλά,

νυχτιές του γυαλιστή μη καψαλίσει φλόγα.

Ο ζίζιρος προσμένει την καλή του,

στ’ άνεμου τη πνοή, μυστικά βλέφαρα

νεράιδα μου χαρίζεις.


Παραδεισένια Κυριακή το άρωμα της γνέθει,

μεθυσμένο γιασεμί πλεγμένο το φιλί της.

Σταύρος Μπρόλιας

---- 

Ονειροπόλος

 

Γρήγορα κάνοντας ν’ ανέβει στο πλοίο,

λύθηκε η βαλίτσα του

κι ένα του όνειρο βούτηξε στον βυθό.

Με το όνειρο αυτό,

η θάλασσα από τότε έχει μείνει γαλήνια.

Χρήστος Παπουτσής

 ---

Έφτασαν στην άκρη της προβλήτας,

μα συνεχίζουν

και η προβλήτα γίνεται γέφυρα

για χάρη τους,

γι’ αυτά τα βήματα που επιμένουν

να φτάσουν απέναντι.

        Χρήστος Παπουτσής

 ---- 

Λαβωματιές

 

Έχω στο χέρι τρεις βαθιές λαβωματιές,

στα τρία δάχτυλα που σμίγω σα ταΐζω,

ζωής ενθύμιο από δαγκωματιές

που θλίψη ρέουν, κάθε που τις αντικρίζω

και μια υπενθύμιση σ’ εμένα να θυμίζω,

πηγών αγνώμονα πως είν’ σταλαγματιές.

 

Έχω στο χέρι μου της μοίρας το γραφτό

κι όσο δυο μάτια δακρυσμένα θ’ αγναντεύω,

τόσο τα δάχτυλα θ’ απλώνω, να στερεύω,

πηγές ανάγκης που το δάκρυ ρέει καυτό,

μιας και τα λόγια της καρδιάς δεν τιθασεύω,

στων προδομένων την οδό θα πορευτώ.

            Αθανάσιος Τρίψας

 ----

Αιτία πολέμου

 

Casus belli, κι ήλθε το τελεσίγραφο.

Ο πόλεμος πρέπει να γίνει.

Γυρίστε πίσω, φέρτε τα άρματα,

το ελευθερώσαμε το Σούλι.

Πόλεμος γέρος τριγυρνά χωρίς το σθένος.

Μα ήλθε το τελεσίγραφο, το ειδοποιητήριο,

ποιοι να είναι άραγε πάλι οι βάρβαροι…

Η Ιστορία επαναλαμβάνεται,

από τις πράξεις αχρείων.

Είναι πάλι οι ίδιοι…

Αιτία πολέμου, ξεδιάντροπη…

Βιαστείτε, ω! Έλληνες Αργείοι.

Είσθε γεννημένοι νικητές.

            Μαρία Σ. Άνθη

----

            «Φως»

 

Μια υποψία από χαμόγελο

και μια μικρή χαραμάδα φως

δε φτάνουν, για να ζήσεις.

Μα πως, με τη θέλησή σου,

να χαθείς, να μην ελπίζεις,

όταν ξέρεις πως υπάρχει

μια υποψία από χαμόγελο

και έστω, αυτή,

η μικρή χαραμάδα φωτός

στις μισάνοιχτες πόρτες

της ψυχής σου!

            Αγλαΐα Π. Κωνσταντέλη

 ----            

Για καιρό περνούσα

από κείνο το σπίτι

με την ελπίδα

ότι θ’ ακούσω ξανά

το «La Felicità» του Lucio Dalla

τραγουδισμένο απ’ τα χείλη σου.

Με την αυταπάτη

ότι θα βρω τη γλάστρα

με τον βασιλικό

εκεί, δεξιά στην πόρτα,

ένα κλωναράκι να κόψω,

να το μυρίζω

στους  βάρβαρους και δύσοσμους καιρούς

που μου ’λαχε να ζήσω.

            Γιάννης Ανδρουλάκης

 ----

            Mimoza pudica

 

Τα σημάδια καιρών

στα σημεία της στίξη!

Ανιχνεύω το φως

πλοηγός στην αφή

ήξεις-αφήξεις.

Μα στης γύρης το κάτοπτρο φλόγα,

δυνατή της σφραγίδας αφή

μεταγγίζω χροιά,

για τις ώρες, τις μέρες, τα χρόνια.

Αν θροΐζει η οξεία τις λέξεις

η τελεία στο τέλος, να παίξεις.

Τι χειρόγραφα κρύβουν

τα σημεία στα κλώνια;

«Μη μου άπτου»

Mimoza!

Η τελεία

ανέγγιχτη ακόμα!

            Βενετία Σιώντα

---

Εισέβαλε στη σκέψη μου

 

Σαν μια ροή ορμητική

ποταμιού που οχλοβολάει

και παρασέρνει σύρριζα

κάθε λογής αγριόχορτα

πετρούλες και σκουπίδια

εισέβαλε στη σκέψη μου

της πλάνης η αμφιβολία!

            Παρασκευή Κωστοπέτρου

 ---- 

Εσύ

   στην Ειρήνη Τάκη Δόξα

 

Σου είπα,

φίλη πως μου είσαι ακριβή

γιατί, τα καλοκαίρια της υπομονής

το καταφύγι μου σε Σένα βρίσκω.

Κι εσύ, ω ναι, εσύ,

που ξέρεις ν’ αγαπάς

μ’ ανιδιοτέλεια στην ψυχή σου

το δάκρυ σου μου έδωσες

γι’ απόκριση, καλή μου,

μαζί με το βελούδινο

της ωριμότητάς σου λόγο.

Και λέω: Γιατί τόσο αργά

εσένα να γνωρίσω.

Εσένα που, ζώντας κοντά σε ποιητή,

μια ποίηση βαστάει κι η καρδιά σου.

ΕΣΥ, που τόσο αγάπησες τους ποιητές

ΕΙΡΗΝΗ ΤΑΚΗ ΔΟΞΑ.

            Αλεξάνδρα Βαΐτση-Βάκρου

 ----

Ποιητική Ιαπωνική φόρμα

            Gogyoshi

 

ΕΠΑΙΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ

 

Αύριο ίσως η ζωή

Να μπουμπουνίζει ελπίδες.

Αν βρει παλάμες ανοιχτές

Ξανά για να γεμίσει.

Ίσως να δώσει θαύματα.

            Παναγιώτα Ζαλώνη

---

            Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

 

Προσέτρεξε στην τέχνη της ποιήσεως

Κι άρπαξε λίγα δράμια ελπίδες.

Τρεις στίχους έχτισε

Για να βρει καταφύγιο

Και έκλεισε του πόνου της τη θύρα.

            Παναγιώτα Ζαλώνη

 ----

            Ωδές στην Ελευθερία

     Απόσπασμα

            212

Ποιοι θα πουν γιατί προδότες

κυβερνούν την Άγια χώρα;

Ποιοι  λογοτομούν τούς νέους;

Ιστορία, Ήθη, Γλώσσα;

            213

Δεν υπάρχουν δικαστές

να δικάσουν τους προδότες,

εργολάβους, σταυροφόρους,

στρατευμένους μειοδότες.

            214

Μόνο Εσύ Λαέ, μπορείς.

Μόνο εσύ και όχι άλλος.

Σήκω επάνω κι αντρειέψου.

Δείξε σύνεση και θάρρος.

            215

Η βαρειά καρδιά από φόβο,

δεν θα νοιώσει Λευτεριά.

Θέλει αρετήν και τόλμη,

καθαρτήρια φωτιά.

            Θεόδωρος Βλ. Δάλμαρης

 ----

Η πυρκαγιά

 

Τι κι αν είναι θείο καλοκαίρι

και τρίζει ο τζίτζικας το μεσημέρι

βαφτίσαμε το χάος μας μανιέρα

χρίσαμε τους βάλτους μας παντιέρα

άπειρο, μηδέν στην ίδια μοίρα

στράβωσαν οι ανήφοροι που επήρα

τα πουλιά ζητούν ελεημοσύνη

τρέχουν γι' ουρανό κι εμπιστοσύνη

θράκα η φωνή τους

φόκο το κλαδί τους

κάψαλα η ζωή μας.

Λίτσα. Δημητροπούλου

--- 

          Σαν ποίημα άτιτλο

                 στη Χρυσούλα Ψιμούλη

 

Ανώνυμοι αγαπούν οι ποταμοί τα βατράχια

οι λίμνες τα νούφαρα

οι θάλασσες όλα του βυθού τα ανεξάντλητα

τα πλάσματά τους τα δάση

κάθε τι το ερωτικό

ανώνυμο χρωματίζει τις στιγμές

σαν ποίημα άτιτλο

που νιώθεις την αξία του

όταν ο χρόνος της απαγγελίας του

έχει εκπνεύσει

και στη σιωπή συνεχίζει να συγκινεί.

            Γιώργος Άλμης