Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012


 

 
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΜΑΡΙΓΩΣ
                                    του Μιχάλη Χαλά του Παπανεστάση

   1940. Τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς δεν ήτανε σαν τα άλλα στο βουνήσιο αρβανιτοχώρι του νησιού μας, όπως και σε ολόκληρη τη πατρίδα μας.
   Το ίδιο και η παραμονή της πρωτοχρονιάς. Από εκείνη την καταραμένη μέρα, που ανάψανε φωτιά στην Ευρώπη οι ναζί  του Χίτλερ, μαζί με τους φασίστες του Μουσολίνι, τα μαύρα σύννεφα του πολέμου όλο και πιο πυκνά γινόντουσαν.
   Σαν χτύπησε η καμπάνα του σχολείου στους Μπαλαίους, ώρα ασυνήθιστη για το χωριό, τις πρωινές ώρες, στις 28 του Οκτώβρη, όλοι νοιώσαμε πως το κακό είχε φτάσει πια μέσα στα σπιτικά μας. Οι κοκορόφτεροι Ιταλοί είχαν περάσει τα σύνορα της χώρας μας και πατούσανε τα τιμημένα χώματά της. Το φοβερό μαντάτο έφτασε από τη μια στιγμή στην άλλη, από στόμα σε στόμα και στο τελευταίο σπίτι του χωριού.
   Σε λίγο άδειασε το χωριό από νέους. Πήρανε την ευχή των γονιών τους, άλλοι φιλήσανε γυναίκες και αρραβωνιαστικιές, πολλοί σφιχταγκαλιάσανε τα παιδιά τους, με δάκρυα στα μάτια και τρέξανε να φράξουν, με τα αντρίκεια στήθια τους, το δρόμο του ξιπασμένου Μουσολίνι. Εκείνου που πίστεψε πως τα φανταχτερά του φουσάτα θα έκαναν περίπατο, κατεβαίνοντας προς την Αθήνα.
   Γρήγορα τα παλικάρια μας πισωγυρίσανε τους «φρατέλους», ταπεινωμένους, και σαν σταυραετοί ορμήσανε από τις βουνοκορφές της Πίνδου, προς τα αφιλόξενα Αλβανικά βουνά.
   Από κοντά και η σειρά του Αργυροκάστρου, του Πόγραδετς και της Τρεμπεσίνας.
   Έντρομοι οι φασίστες φεύγουν και όλο φεύγουν, πανικόβλητοι, μπροστά στην εκδικήτρα αντρίκεια οργή των φαντάρων μας. Μεθύσαμε από τις απανωτές νίκες τους, μέσα στο καταχείμωνο και κάθε μέρα που περνούσε, πιο πολύ πιστεύαμε πως γρήγορα θα ξαναβλέπαμε τους δικούς μας ανθρώπους πίσω στο χωριουδάκι μας, περήφανους και τιμημένους νικητές.
   Κανείς δεν μπορούσε όμως να φανταστεί ποια ήτανε η πραγματικότητα μέσα στις άγριες χαράδρες και πάνω στα παγωμένα διάσελα, που αντιμετωπίζανε, νύχτα μέρα, το θάνατο τα αγαπημένα μας αδέλφια. Σε κάθε νίκη, χαρμόσυνα χτυπούσανε οι καμπάνες στις εκκλησιές, οι παπάδες κάνανε παρακλήσεις και οι γραμματιζούμενοι, με πρώτες τις δασκάλες και τους δασκάλους, υμνούσανε με φλογερά λόγια τους ήρωές μας και τα κατορθώματά τους.
   Όμως, οι πλαγιές στο χωριό είχανε μείνει άσπαρτες από κριθάρια και μιγάδια. Οι πιο πολλές ελιές μένανε αμάζευτες και, για πρώτη φορά, τα χοιροσφάγια γίνανε χωρίς να ξεσηκώνεται η χαράδρα από τα νταούλια, τις τσαμπούνες, τα σμπάρα, τους χορούς και τα τραγούδια, όλη τη νύχτα.
   Πολλά χρόνια είχανε περάσει, να λείπουνε από τις φθινοπωριάτικες και χειμωνιάτικες γιορτές οι νέοι. Πέρασε των Ταξιαρχών, του Αϊ Αντρέα και του Αϊ Στυλιανού, του Αϊ Σάββα και του Αϊ Νικόλα και στα ξωκλήσια, που γιορτάζανε, μόνο γυναικόπαιδα και γέροι στεκόντουσαν σιωπηλοί, με σταυρωμένα τα χέρια, μπροστά στα φτωχικά κονίσματα.
   Ο καθένας από μέσα του, παρακαλούσε να γυρίσει πίσω, γερός, ο δικός τους! Κυλούσανε οι μέρες και η αγωνία όλων μας μεγάλωνε μέχρι να ακουστεί η τρουμπέτα του αγροτικού ταχυδρόμου, μια φορά τη βδομάδα. Ξέραμε τη μέρα του, λογαριάζαμε την ώρα που θα έφτανε στη κάθε γειτονιά και πολύ πριν τον περιμέναμε. Πρώτα οι μανάδες και οι γυναίκες των φαντάρων, με ολοφάνερη την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους. Έζησα σε όλη μου τη ζωή πολλές δύσκολες στιγμές, μα εκείνες που με συγκλονίσανε και μείνανε αναλλοίωτες στη μνήμη μου, είναι τρεις. Η ώρα που φέρνει η μάνα το παιδί της στη ζωή, την ώρα του θανάτου του και την στιγμή που περίμενε να φωνάξει ο Ταχυδρόμος το όνομά της και να απλώσει το χέρι του, για να της παραδώσει ένα γράμμα του λατρευτού της, από το μέτωπο! Το σκυθρωπό της πρόσωπο ευθύς έλαμπε από χαρά και μόνο που το έπιανε στα χέρια της. Άλλη το φιλούσε ατέλειωτες φορές, άλλη το χάιδευε και το φιλούσε και όλες το σφίγγανε πάνω στα στήθια τους, σε αυτά που κάποτε τους είχανε βυζάξει. Ύστερα, μια-μια το άνοιγε προσεχτικά και μιας και δε ξέρανε οι περισσότερες γράμματα, το ’διναν στους μικρούς, που τα καταφέρνανε να διαβάζουν. «Μάνα νικάμε! Μάνα είμαι καλά. Μάνα παρακάλα τη Παναγιά να σας ξαναδώ μέχρι να τους ρίξουμε στη θάλασσα κοντεύουμε! Στείλε μου, αν μπορείς, κάνα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες και καμιά φανέλα. Κρυώνω, πεινώ, μα πιο πολύ κρυώνω! Σας φιλώ όλους».
   Λόγια απλά, γεμάτα αγάπη και νοσταλγία, αλλά και πίστη για τη νίκη. «Πολεμάω για σας! Τα δίνουμε όλα για να μην πέσετε στα χέρια τους!» Τέτοια λόγια και πολλές φορές, πάνω στην απλή κόλλα, φανερές οι σταγόνες από τα καυτά δάκρυα του παλικαριού. Μόνο η καημένη η κυρά Μαριγώ έμενε πάντα παραπονεμένη, πικραμένη. «Πάλι δεν έχω γράμμα!» ψιθύριζε και φίδια την ζώνανε. Μαύρες σκέψεις έκανε και με σκυμμένο το κεφάλι έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού για το φτωχόσπιτό της. Ο αγαπημένος της Γιάννης, ένα από τα δέκα της που είχε «αναστήσει», όλο και όλο ένα γράμμα της είχε στείλει. Το φύλαγε στο κονοστάσι της.
   «Μη στενοχωριέσαι Μαριγώ και μη κλαις», τη παρηγορούσανε οι άλλες. «Ο Γιάννης σου θα πολεμάει σε άλλο μέτωπο».
   Στα σχολειά ήρθε διαταγή. «Φέτος», έλεγε, «όλα τα παιδιά του σχολείου σε μικρές παρέες θα τα πουν μέρα, σε όλα τα σπίτια του χωριού, τη παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς». Η διαταγή για συσκότιση δεν εξαιρούσε ούτε το μικρό μου χωριό. «Σαν σουρουπώσει θα έχουν γυρίσει στα σπίτια τους και όσα λεφτά θα έχουν μαζέψει από τις στρίνες, θα τα παραδώσουν στο δάσκαλο. Θα πάνε στη φανέλα τους στρατιώτη».
   Ξαφνιαζόντουσαν, ασυνήθιστες οι νοικοκυρές να ακούνε μέρα μεσημέρι: «να τα πούμε;» και πιο πολύ τους έκανε εντύπωση τα παιδιά, που φορούσανε τη στολή του Μεταξά.
   Μπλε παντελόνι ή φούστα τα κορίτσια, με αμπέχονο, άσπρο πουκάμισο, μπλε γραβάτα και άσπρες κάλτσες. Στο αμπέχονο ξεχωρίζανε τα πολλά χρυσά κουμπιά, οι επωμίδες, οι εξώραφες φαρδιές τσέπες και στην μυτερή κόχη του δίκοχου, το χρυσό διπλό τσεκούρι. Με όλη αυτή τη φιγουρατζίδικη εμφάνιση, ένας ήτανε ο σκοπός: Να φανεί και να ξεχωρίσει από τους γύρω του, όποιος τη φορούσε, ανεξάρτητα από το τι κουβαλούσε μέσα στο κεφάλι του και στη καρδιά του. Αυτή τη νοοτροπία καλλιεργούσε συστηματικά, το φασιστικό καθεστώς της Τετάρτης Αυγούστου. Ξημέρωσε καλά-καλά η μέρα των Χριστουγέννων και τότε οι καμπάνες στις εκκλησιές αχολόγησαν. Άλλοτε χτυπούσαν πολύ πριν το χάραμα.
   Γέμισε η εκκλησιά από κοπέλες, ευλαβικές νοικοκυρές, παιδολόι και γέροντες ξωμάχους.
   «Χριστός γεννάται, δοξάσατε»…  «και επί γης ειρήνη» έψελνε με τη συρτή του φωνή ο μπαρμπαντρίκος ο γέρο ψάλτης. Και ο ταπεινός εφημέριος ο Παπανεστάσης, με δυο γιούς  και δυο γαμπρούς από τις κόρες του στο μέτωπο, ευχότανε «υπέρ ειρήνης του σύμπαντος κόσμου και υπέρ ευοδώσεως του άνισου αγώνα κατά του εχθρού της πατρίδος μας».
   Δεν είχε προχωρήσει πολύ η Χριστουγεννιάτικη λειτουργία και όλοι μας ξαφνιαστήκαμε σαν είδαμε να προχωρούν προς το προσκυνητάρι της Βαγγελίστρας, δυο φαντάροι, χωμένοι μέσα στις ασουλούπωτες χλαίνες τους. Ο ένας κούτσαινε. Γρήγορα αναγνωρίσαμε στα πρόσωπά τους το Σταύρο και το Γιάννη.  Σταθήκανε μπροστά στο μανουάλι, ανάψανε από δυο στριφτά κεριά, κάνανε το σταυρό τους πολλές φορές και ύστερα σκύψανε και φιλήσανε την Παναγιά, σαν να ήτανε η μάνα τους. Είχανε γυρίσει τραυματισμένοι από το μέτωπο. Πριν καλά-καλά τελειώσει η λειτουργία, τους είχαμε περικυκλώσει, σαν να θέλαμε να τους σφίξουμε στην αγκαλιά μας.
   Οι μανάδες τους φιλούσανε, τους χαϊδεύανε και εμείς οι μικροί, σαν να μην ήτανε ο Σταύρος και ο Γιάννης που ξέραμε, προσπαθούσαμε να ακουμπήσουμε τη χλαίνη τους από θαυμασμό! Τους φανταζόμαστε να ορμάνε με τη λόγχη στο χέρι, μέσα στους καπνούς και τις φλόγες φωνάζοντας «αέρα!». Η καημένη η κυρά Μαριγώ είχε φτάσει πρώτη κοντά τους. Τους αγκάλιαζε, τους φιλούσε, τους χάιδευε και όλο τους ρωτούσε και τους ξαναρωτούσε: «Μην είδατε το Γιάννη μου;».
   Εκείνοι, με μασημένα λόγια, προσπαθούσανε να την κάνουνε να ησυχάσει, να τη προετοιμάσουν για το κακό που είχε βρει το Γιάννη της. «Θειά, είμαστε μαζί στη μάχη της Τρεμπεσίνας. Πολεμούσαμε δίπλα-δίπλα. Ο Γιάννης τραυματίστηκε στα πόδια, όπως κι εμείς, σε άλλη μάχη αργότερα. Τον στείλαν στα Γιάννενα. Πρέπει να βρίσκεται σε κάποιο νοσοκομείο. Μην ανησυχείς θειά». Αυτά της είπανε, αλλά εκείνη δεν ησύχασε. Έκανε το σταυρό της και είπε χαμηλόφωνα μέσα από τη ψυχή της. «Βαγγελίστρα μου λυπήσου το παιδί μου».
   Το χωριό ολόκληρο, χάρηκε με το γυρισμό του Σταύρου και του Γιάννη Χριστουγεννιάτικα και ας λείπανε ακόμη πολλά παλικάρια. Το ένστικτο της κυρά Μαριγώς, άλλα της έλεγε!
   Τα Χριστούγεννα πέρασε με τη φωτογραφία του αγαπημένου της παλικαριού αγκαλιά, που την έβρεχε με τα δάκρυά της. Πέρασε και η Πρωτοχρονιά, όμοια και χειρότερα, χωρίς ένα γράμμα, χωρίς έστω μια είδηση για το Γιάννη.
   Μπήκε και ο Γενάρης και ένα πρωινό ένας χωροφύλακας έφτασε στο φτωχικό της κυρά Μαριγώς. Την καλημέρισε, τη χαιρέτησε στρατιωτικά, ύστερα της φίλησε το χέρι και της είπε:
   «Κυρά Μαριγώ, σου έφερα ένα χαρτί από το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Είναι για το Γιάννη σου. Υπόγραψε πως σου το έδωσα».
   «Δεν ξέρω παλληκάρι μου γράμματα. Διάβασέ το μου, να έχεις την ευχή μου».
   Έβαλε ένα σταυρό, αντί για υπογραφή και ο χωροφύλακας, σαν να τα είχε χαμένα, της διάβασε το κακό μαντάτο. Ο Γιάννης είχε πέσει «ηρωικώς μαχόμενος» στη μάχη της Τρεμπεσίνας!
   Η κυρά Μαριγώ έμεινε ατάραχη!
   «Δεν είναι αλήθεια», είπε, «ο Γιάννης μου θα γυρίσει…»  M. X.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου