Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΡΙΔΑΣ



 της Ζιζής Γερονυμάκη

   Η ζωή, ως μεγάλη ζωγράφος, ακόμα και σε δίσεκτα χρόνια, φτιάχνει έργα δυνατά, πότε με αδρές πινελιές και πότε με λεπτές αποχρώσεις… όπως τα χρώματα της Ίριδας.


   Με φόντο την Καλαμπάκα και τα Μετέωρα, η μοίρα επιφυλάσσει ξεχωριστή τύχη για τα μέλη μιας πολυάριθμης οικογένειας που, παρά τις δραματικές καταστάσεις, θα βρουν το κουράγιο ν’ αντέξουν τις δοκιμασίες, χάρη στην αγάπη που τους ενώνει, δίνοντας μήνυμα πως τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς αγώνα και ενότητα.

   Έρωτες, πάθη και ανατροπές… μέσα στη λαίλαπα του ’40, της Κατοχής και του Εμφυλίου.


   Ένα μυθιστόρημα, που διαβάζοντάς το, όλοι θα βρούμε ένα κομμάτι του εαυτού μας.

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Η Ζιζή Γερονυμάκη γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι μητέρα δύο παιδιών και μένει στην Κηφισιά.

Έχει γράψει εκατοντάδες ποιήματα και πολλά μυθιστορήματα.

Είναι μέλος της Π.Ε.Λ. (Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών) και μέλος σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά.

Το 2008 τιμήθηκε από το λογοτεχνικό περιοδικό «Κελαινώ» με το πρώτο βραβείο διηγήματος.

Έχει πλούσια κοινωνική και πολιτιστική δράση και συμμετοχή σε αρκετούς συλλόγους της Αθήνας.

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Χαιρέτωσαν

του Αντώνη Π. Αντωνόπουλου


Σε φλογέρα
δεκαπεντασύλλαβου,
η αυτόματη γραφή φαλτσάρει
σ’ απόκληρες ουτοπίες,
κραυγών αλαφιασμένης Σίβυλλας.
Την ποίηση δεν την αλλάζουν
καιρικά ανεμούρια.
Η ποίηση είναι μία.
Αντιστέκεται μ’ αντάρτισσες λέξεις,
μ’ ομοβροντίες ιερών επαναστάσεων,
μέχρι παρουσίας ονειρικών στίχων,
από ανεξάντλητη θάλασσα του Σεφέρη.
======
Όταν φεύγεις
τα χαράματα, πριν φέξει
μένει στο άδειο δώμα,
το άρωμα της ειδής σου.
Η νοσταλγία πότε θα γυρίσεις,
σαν τη βροχή στις ρουνιές
που στάζουν τη θλίψη τ’ απόβραδου,
ή κάτι σαν τα δάκρυα,
στα φυλλοκάρδια
των βραδινών γαρίφαλων,
που χάσανε το φως
του ήλιου, που βασίλεψε.
======
Ο Άνθρωπος σκιά Θεού,
πλάστηκε με λάσπη
και μια σπίθα νου.
Ανοίγει το στόμα του
κι η λάσπη γίνεται πνεύμα,
λόγος και αντίλογος.
Μια αφέντης και μια δούλος.
Αόρατες πηγές και ποτάμια,
στα έγκατα της καρδιάς του.
Βήμα μπρος, βήματα πίσω.
Οργιά αγάπης κι οργιά μίσους.
Το σαράκι του πολέμου τον έκαψε.
Περισσότεροι από τους ζωντανούς,
οι σκοτωμένοι.
Το λίγο της ζωής του το ’χασε
Μέσα από τα χέρια του.
======
Βουνά γαλάζια,
πορφυρά στο ηλιόφως της δύσης.
Ερωτικά αυγουστοφέγγαρα,
Κουμαριές, αγριλίδες,
μυρτιές, πλατάνια, λυγαριές,
βαγιές ορθόδοξες.
Ερημοκλήσια κορφής τ’ ανέμου.
Απογείωση χρυσαετού
με την οχιά στα νύχια.
Αηδόνια, κορυδαλλοί, κοτσύφια,
προάγγελοι της άνοιξης
======
η ειδή σου
φωτιά και φως σ’ άγρια σκοτάδια.
Ιούλια δίψα σ’ αποκομμένο ποτάμι.
Άγνωστη Θεά του Ήλιου.
Έπαρση καλλονής ερχόσουν κι έφευγες
σε καπνισμένους καιρούς.
Λάβα λαμποκοπούσα ξεχείλιζες,
σ’ άβγαλτα σχολιαρόπαιδα.
Οι καμπύλες της Ομηρικής Ελένης,
του Σοφοκλή ο ανίκατος έρωτας.
Γυμνή όαση αντικατοπτρισμού
στ’ όνειρο γλυκερού ύπνου.Ήλιο
======

ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ:
«Χαιρέτωσαν» του Αντώνη Π. Αντωνόπουλου

   Πριν πολλά χρόνια σφύριξε η μπουρού το ξεκίνημα του ταξιδιού, του Αντώνη Αντωνόπουλου, για την Ιθάκη του.
Ακόμα ένας Οδυσσέας στον ωκεανό της λογοτεχνίας, παλεύοντας με κάθε αντιξοότητα, αντικρίζει τα τείχη της Ιθάκης. Είναι τόσο κοντά, έτοιμος, στην πλώρη του καραβιού του, να πηδήξει στη γη την πολυπόθητη.
   Είθε να τον δούμε κι εμείς σ’ αυτό το τελικό του κατόρθωμα.
   Λεπτοφτιαγμένος σώμα και ψυχή, ευγενής, σιωπηλός, μα πάντα γελαστός, ανάμεσά μας, ενεργοποιεί την τρυφερότητα και την καλοσύνη μας, υπέρ του.
   Δεν εκμεταλλεύεται την φιλία και την εκτίμηση που αισθανόμαστε γι’ αυτόν, για την οποιαδήποτε δημοσιότητα και προώθηση του έργου του. Όχι
   Τα κλειδιά της αναγνώρισής του, ως γνήσιου ποιητή, τα κρατούν τα τεχνικά άρτια ποιήματά του. Λέξεις, νοήματα, αρχιτεκτονική του στίχου, όλα επιλεγμένα, ξέχωρα., ανυψώνουν την ποίησή του και τον ίδιο τον δημιουργό. Εκείνο που θαυμάζω περισσότερο στον ποιητή Αντώνη Αντωνόπουλο είναι η ποικιλία στις εμπνεύσεις του, ό,τι ζει, το κάνει ποίημα. Και τι ποίημα! Λυρικό, λιτό, αυθεντικό, ξέχωρο, αγνό, θαυμαστό! Εμπνέεται: απ’ την λαμπράδα του ήλιου, την καθαρότητα και διαύγεια του νερού, απ’ τις κουμαριές, τις λυγαριές και τις μυρτιές, της Ελληνικής φύσης:
«Μπονώρα ο πρωτοψάλτης κούκος
Διαβάζει τον Απόστολο της χαραυγής
Στις ερωτευμένες ανεμώνες
Από τον άμβωνα των πεύκων».
   Εμπνέεται από τον Κούκο, τα κοτσύφια, τους κορυδαλλούς κι όλα τα πουλιά του ήλιου:
            Πουλιά καλογεράκια,
            ελεύθερα χελιδονάκια.
   Εμπνέεται απ’ την αγάπη, τον έρωτα, τον χρόνο, τους άδικους πολέμους, τα ιδανικά του, την ύπαρξή του, τις εποχές του χρόνου, την ξανθή ρετσίνα, τον κάθε Γιάννη Αηγιάννη (των παιδικών μύθων που ήταν ο αδικημένος κόσμος τότε και τώρα.
   Εμπνέεται από μία λαθρομετανάστρια αγιογράφο, απ’ το τζι τζι τζι των τζιτζικιών, που
«ο ήλιος και η πορφύρα της ανατολής
ξεγέλασε μια χαραυγή,
για να ξεπεράσουνε τ’ αηδόνια»
   Εμπνέεται απ’ τα παιδιά των φαναριών, τον ταπεινό Ιησού, την Κατοχή.
«Αντίσταση τα πρώτα αστροπελέκια
το εικοσιένα πάλι στα βουνά των Ελλήνων.
Η βία νόμος του φασισμού.
Επυρπόλησαν, εδήωσαν,
εκρέμασαν πεινασμένους πατριώτες».
   Και η άποψή του για την ποίηση:
«Η ποίηση είναι μία.
Αντιστέκεται μ’ αντάρτισσες λέξεις,
μ’ ομοβροντίες ιερών επαναστάσεων
μέχρι παρουσίας ονειρικών στίχων
από ανεξάντλητη θάλασσα του Σεφέρη.
Την ποίηση δεν την αλλάξουν
καιρικά ανεμούρια».
   Συμφωνώ κι επαυξάνω με τον ξέχωρο πνευματικό άνθρωπο Γιάννη Ανδρικόπουλο πως τα ολιγόστιχα ποιήματα του Αντώνη Αντωνόπουλου, «ξορκίζουν μακριά από την καθαρή λυρική τους λιτότητα, την πολύστιχη φλυαρία της σύγχρονης ποίησης».
   Κι όπως λέει και ο Νικηφόρος Βρεττάκος:
«Η ποίηση είναι τόσο καλλίτερη όσο περισσότερο κόσμο περικλείει με λιγότερες λέξεις».
Παναγιώτα Ζαλώνη

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΠΟΙΗΣΗΣ 2013

Ετήσιος Διεθνής Διαγωνισμός Ποίησης 2013,
του Λογοτεχνικού περιοδικού «Κελαινώ»


Θέμα: «Όσο υπάρχουν Άνθρωποι»

(Σχετικώς με την προσφορά κι αλληλεγγύη  προς αυτούς που υποφέρουν στην περίοδο της οικονομικής και αξιών κρίσης στην Ελλάδα και παγκοσμίως).

Συμμετοχή μ’ ένα ποίημα, ή μία ποιητική συλλογή (τουλάχιστον 10 ποιημάτων, που ν’ αφορά το θέμα). Το κάθε έργο, να είναι ανέκδοτο και αδημοσίευτο οπουδήποτε, γραμμένο στη Νεοελληνική, σε οποιαδήποτε μορφή ποιητικής έκφρασης.
Στέλνετε τις συμμετοχές σας, σε τέσσερα (4) αντίτυπα, με απλό ταχυδρομείο (όχι συστημένο) έως 10 Μαΐου 2013 (σφραγίδα Ταχυδρομείου) προς:

Κυρία Παναγιώτα Ζαλώνη,
Ζαλόγγου 16,
Ίλιον, 131 23, Αθήνα.
      Για τον Ποιητικό διαγωνισμό.
Ως αποστολέα βάζετε το ψευδώνυμό σας και όχι τα πραγματικά σας στοιχεία. 
Στο φάκελο αποστολής εσωκλείετε ένα μικρότερο κλειστό φάκελο, όπου είναι γραμμένο, απ’ έξω, το ψευδώνυμό σας (μονολεκτικό) και μέσα, σε χαρτί: ψευδώνυμο, ονοματεπώνυμο, τίτλος ποιήματος ή ποιητικής συλλογής, τηλέφωνα σταθερό - κινητό και το e-mail σας.
Τα ποιήματα, μέχρι 30 στίχους, με σωστή ορθογραφία και σημεία στίξεως, να είναι τυπωμένα σε υπολογιστή, στη μία πλευρά της σελίδας, όπου πάνω δεξιά αναγράφετε το ψευδώνυμο, αποκάτω τον τίτλο και πιο κάτω το ποίημα, χωρίς κάτι άλλο (φωτογραφίες, ζωγραφιές κ.λπ.)
Τα αποσταλλέντα έγγραφα δεν επιστρέφονται, η δε κρίση της Επιτροπής του διαγωνισμού θεωρείται οριστική.

Για περισσότερες πληροφορίες: Παναγιώτα Ζαλώνη: τηλ. 2105026859 (10.00 - 12.00), καθημερινές.

ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΚΟΡΔΕΛΑΚΙ ΤΗΣ ΜΥΡΤΩΣ


της Ευαγγελίας Ρουμελίωτη-Δαρσινού

   Την έβλεπα κάθε μέρα μόλις άνοιγα το παράθυρό μου. Το σπίτι της ήταν δίπλα στο δικό μου, πνιγμένο στο αγιόκλημα και τα γιασεμιά. Έμενε με τη γιαγιά της, που όλη μέρα τριγυρνούσε στην αυλή ποτίζοντας και φροντίζοντας τα λουλούδια.  «Μυρτούλα το γάλα σου, βάλε τη ζακέτα σου, θα μου κρυώσεις. Μυρτούλα πάλι στον κήπο είσαι; Μάζεψε τα τετράδιά σου, αχ, άμα πεθάνω τι θα γίνεις ξεμυαλισμένο μου…»

   Κάθε πρωί, σαν ήταν άνοιξη, ανοίγοντας το παράθυρό μου αντίκριζα τον ξανθό χείμαρρο των μαλλιών της. Σε λίγο έβλεπα το χαμόγελό της και έτρεχα να τη συναντήσω. Δίναμε ραντεβού στην εξώπορτά της και φεύγαμε μαζί για το σχολείο. Σε όλο το δρόμο λέγαμε τα δικά μας, συναντούσαμε κι άλλους συμμαθητές και βαδίζαμε όλοι μαζί. Μόλις φτάναμε στο σχολείο χωρίζαμε – εκείνη πήγαινε σε μικρότερη τάξη. Το χειμώνα, που το παράθυρο παρέμενε κλειστό, πάντα το άσπρο κουρτινάκι ήταν τραβηγμένο με τρόπο τυχαίο στο πλάι κι έτσι ο χρυσός χείμαρρος, πηγαίνοντας πέρα δώθε στο δωμάτιο, μπορούσε λες να χαμογελάσει. Τις αυλές μας χώριζε μια χαμηλή μάντρα, φτιαγμένη από τσιμεντόλιθους.

   Τις νύχτες, εγώ από τη μια μεριά κι εκείνη από την άλλη ακουμπούσαμε τα χέρια μας πάνω στην τραχιά επιφάνεια και ξετυλίγαμε τα όνειρά μας. Της έδειχνα τα αστέρια και εκείνη μου έλεγε ιστορίες για το μέλλον, όταν θα πάμε στην Αθήνα στα μεγάλα και πολλά φώτα…

   - Βάλε λίγο τσιμεντάκι στην επιφάνεια της μάντρας να στρώσει, παραπονιόμουν στον πατέρα μου δείχνοντας τα γρατσουνισμένα μπράτσα μου.

   - Μα είναι ανάγκη να τα λέτε στη μάντρα, σαν τους κατάδικους στα σίδερα της φυλακής; γελούσε πάντα εκείνος.

   - Εκεί έχει ησυχία, κι άλλωστε μας αρέσει. Μπορείς να το τσιμεντώσεις λίγο;

   - Γελούσε τότε πιο πολύ εκείνος, παραφράζοντας τη γνωστή παροιμία: «έρωτας δίχως γρατσουνίσματα, δεν έχει νοστιμάδα».

   - Δεν είμαι ερωτευμένος! θύμωνα κι έφευγα χτυπώντας πίσω μου την πόρτα. Ή μήπως ήμουνα;

   Κάποιο γλυκό ανοιξιάτικο βράδυ χάρισα στη Μυρτώ ένα χρυσό κορδελάκι, να ταιριάζει στα ξανθά μαλλιά της. Το φόρεσε στο κεφάλι της κι ύστερα μου έσφιξε γερά τα χέρια:

   - Θα το έχω πάντα, Μάριε, για να σε θυμάμαι.

   - Δε θέλω να σε χάσω, Μυρτώ κι ένα σφίξιμο μου έδεσε κόμπο το στομάχι.

   Δεν έβλεπα τα μάτια της μα τα ένιωθα να λάμπουν, κι η φωνή της ζεστή στο αυτί μου:

   - Μη φοβάσαι, δε θα με χάσεις, ψιθύρισε και τα χείλη της χάιδεψαν το μάγουλό μου τρυφερά.

   Ύστερα χάθηκε μέσα στη νύχτα σαν νεράιδα του παραμυθιού, με το χρυσό κορδελάκι να λάμπει στα μαλλιά της. Κάθισα κάτω, στα σκαλιά της κι απολάμβανα τις μυρωδιές από τα λουλούδια του κήπου της. Τα αστέρια έπεφταν ένα ένα στην αγκαλιά μου.

   Κι όμως, γρήγορα την έχασα τη Μυρτώ. Στην αρχή έπαψα να βλέπω τη μορφή της από το παράθυρο κι ύστερα δεν ξαναφάνηκε τις νύχτες στη μάντρα μας. Αργότερα, δε φάνηκε στην εξώπορτα για το σχολείο κι οι συμμαθητές μας με ρωτούσαν τι συμβαίνει. Με έτρωγε κι εμένα η αγωνία, γιατί τα βράδια μάταια περίμενα ένα μήνυμά της. Πήγα σπίτι της. Η γιαγιά μόλις με είδε έβαλε τα κλάματα. Ένας φαντάρος, λέει, ήρθε από την Αθήνα και από τότε εκείνη έτρεχε μαζί του τις νύχτες και ξέχασε τους φίλους της, το σχολείο και τη φτωχή της γιαγιά, που θα πεθάνει από την στενοχώρια της.

   - Πρέπει να τη σώσουμε Μάριε, θα μας πάρει μακριά το κορίτσι μας, σπάραζε η καημένη σκουπίζοντας τα γερασμένα μάτια της.

   Αχ! Μυρτώ, χρωματιστή μου πεταλούδα, πας γυρεύοντας να κάψεις τα φτερά σου. Τι μπορούσα να κάνω εγώ, ένας άπειρος έφηβος που την αγαπούσε, μπροστά στο κύμα της ζωής που ορμούσε να την πνίξει; Μάταια περίμενα στη μάντρα μας να φανεί, μάταια πετούσα πετραδάκια στο παράθυρό της να με δει, ούτε στα γράμματά μου δεν απαντούσε. Ο ξανθός μου χείμαρρος δεν ήθελε να σωθεί. Κι όλα τελείωσαν ένα ζεστό καλοκαιρινό βράδυ, ένα βράδυ από εκείνα που ευνοούν τα πάθη και οι πράξεις των ανθρώπων φτάνουν στα άκρα. Η γιαγιά της ήρθε σπίτι μου:

   - Δε φάνηκε ακόμα, και τα μάτια της ήταν γεμάτα τρόμο.

   Απελπισμένα πήρα τους δρόμους να την ψάχνω. Δεν την είχε δει κανείς. Πήγα στους φίλους μας κι εκείνοι ντράπηκαν να μου πουν πως την είχαν δει να τρέχει προς το δάσος.

   - Μη στεναχωριέσαι, Μάριε, η Μυρτώ σ’ αγαπάει, θα γυρίσει.

   Κι εγώ έτρεχα στους δρόμους σαν χαμένος. «Με αγαπάει», έλεγα, «δεν γίνεται να ξέχασε. Να παίξει θέλει με τα χρώματα της ζωής. Εκείνη όμως μπερδεύτηκε και διάλεξε το μαύρο».

   Δε γύρισε η Μυρτώ. Μεσάνυχτα πέταξαν μπροστά στη μεταλλική πόρτα το ματωμένο σώμα της και το παράτησαν, σαν πληγωμένο πουλί με κομμένα τα φτερά, εκεί που ανθίζουν τα γιασεμιά. Εκεί που έτρεχε με τα σανδάλια της να μαζέψει τα λευκά λουλουδάκια.

   - Μύρισε Μάριε, μου έλεγε κι άπλωνε τη χούφτα της μπροστά στη μύτη μου.

   - Μην τα σφίγγεις, θα τα τσακίσεις, της έλεγα… Κι εκείνη γελούσε και σκόρπιζε τα λευκά λουλουδάκια στον αέρα και στα μαλλιά μου.

   - Πρέπει να μάθω, Μάριε, να βρω πού κρύβεται ο χυμός τους.

   Κανείς δεν ήταν εκεί να τα μαζέψει τα σκισμένα ρούχα της και το χρυσό της κορδελάκι, που τώρα, περασμένο στο λαιμό της, κόντευε να την πνίξει. Μόνο η γιαγιά της έσκουζε μέσα στη νύχτα κι ύστερα τίποτα. Σφάλισαν τα παράθυρα, μαράθηκαν τα γιασεμιά και μια κλωστούλα χρυσή έμεινε στην αυλόπορτα να θυμίζει την άνοιξη.

   Πώς δεν το σκότωσαν το καημένο το κορίτσι, ψιθύριζαν πίσω από τις σφαλιστές πόρτες οι γείτονες.

   - Ποιος τόλμησε να απλώσει χέρι σε αυτόν τον άγγελο; ψιθύριζε η μάνα μου κάνοντας το σταυρό της.

   - Μάριε, εσύ δεν ξέρεις τίποτα; ρωτούσε ο πατέρας μου.

   Κι εγώ έκλεινα τα αυτιά μου να μην ακούω, έκλεινα τα μάτια μου να μη βλέπω την ερημιά και τις ενοχές που γέμιζαν το δωμάτιό μου. Οι φίλοι μου μαζεύονταν σπίτι μου και με παρηγορούσαν:

   -Μην κάνεις έτσι Μάριε, θα το ξεπεράσεις.

   Ούτε μια συμπάθεια για εκείνη, που τις νύχτες άπλωνε μαζί μου τα όνειρά της. Ούτε ένα δάκρυ συμπόνιας για το δικό της πόνο από τους φίλους. Ύστερα έφευγαν κι εγώ έκλεινα πίσω τους την πόρτα φοβισμένος. Κανείς δεν τόλμησε να χτυπήσει την πόρτα των δύο γυναικών, που μόνες έγλειφαν τις πληγές τους. Κι εγώ λιποτάχτης του έρωτα και της ζωής, κλεισμένος μέσα στο σπίτι μου περίμενα μάταια το κουρτινάκι να ανοίξει, ο ανόητος… Κι ένα πρωί αντικρίσαμε το σπίτι τελείως εγκαταλειμμένο. Κι έτσι έμεινε πια για πολλά χρόνια, ώσπου ξεράθηκαν τελείως τα γιασεμιά κι αράχνες εγκαταστάθηκαν στις πτυχές της μάντρας. Ποιος ξέρει τι απέγιναν οι δυο τους; Χρόνια έζησα με την αγωνία: «Τι θα γινόταν αν χτυπούσα τότε την πόρτα της; Γιατί δεν το έκανα αφού ορκίστηκα πως δεν ήθελα να την χάσω;» Μετά, τα χρόνια πέρασαν και κατάπιαν τις αναμνήσεις και τις ενοχές. Η ζωή σπρώχνει βαθιά όσα δεν θέλει να πληγώσουν τη σκέψη. Κάποια στιγμή, όμως παίρνει την εκδίκησή της. Τότε που η μοναξιά σού χτυπάει την πόρτα κι αναγκάζεσαι μόνος να κοιτάξεις το πρόσωπό σου στον καθρέφτη. Τα θυμήθηκα όλα τούτα απόψε, γιατί είδα τις πρώτες άσπρες τρίχες στα μαλλιά μου κι ένιωσα ένα φριχτό πόνο στο στομάχι, όπως τότε. Πήρα το αυτοκίνητο κι έκανα μια μεγάλη βόλτα στο κέντρο της Αθήνας. Η Ομόνοια εντελώς αγνώριστη, πιο πέρα όμως υπάρχουν ακόμη περιοχές υποβαθμισμένες, πλατείες ερημικές, σπίτια που ίσως κάποτε αναστυλωθούν. Σε σκοτεινά δρομάκια πρόσφυγες να κοιμούνται πάνω σε χαρτόνια και εφημερίδες. Πού και πού μια σκιά ξεπετιέται στο σκοτάδι. Αλλού κάποια μακιγιαρισμένη ανθρώπινη μάσκα μού κάνει νόημα στα σκοτεινά.

   Και τότε μου φάνηκε πως το είδα! Ναι, ήταν ένα χρυσό κορδελάκι φορεμένο στα μαλλιά μιας ανθρώπινης σκιάς κι έλαμπε στο σκοτάδι. Άνοιξα το παράθυρο: «Μυρτώ!» φώναξα και η άκρη της φούστας χάνεται στη γωνία. Ένας μεθυσμένος κάνει άσεμνες χειρονομίες και ασφαλίζω την πόρτα του αυτοκινήτου ταραγμένος. Δεν ξέρω εάν φταίει η ψυχολογική μου κατάσταση κι, όμως, είμαι σχεδόν σίγουρος πως ναι, εκείνο ήταν το χρυσό κορδελάκι της Μυρτώς. Ε. Ρ. Δ.

ΔΥΟ ΑΡΘΡΑ του 43ου ΤΕΥΧΟΥΣ του ΚΕΛΑΙΝΩ


ΕΝΑΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΣ ΕΠΙΚΡΙΤΗΣ

ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ

 γράφει ο  Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος

  Έχουν τόσα γραφεί γύρω από τον Κ. Παλαμά και το έργο του, που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι έχει να πει κάτι καινούργιο και πρωτότυπο γι’ αυτόν τον εθνικό μας Ποιητή. Όμως ο Κωστής Παλαμάς δεν υπήρξε απλά ένας μεγάλος ποιητής. Υπήρξε ταυτόχρονα πνευματικό οδηγητής και συνεπής αγωνιστής για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας.

   Αυτή του τη στάση μέσα σ’ έναν αγώνα, που δόνησε την Ελληνική διανόηση στις αρχές του (προηγούμενου) αιώνα μας κυρίως, εξέθεσε τον μεγάλο ποιητή σε φανατικές επιθέσεις, που φυσικά αργότερα απογυμνώθηκαν και που σήμερα, όντας καταγέλαστες, παραμένουν σαν φιλολογικές μαρτυρίες, σαν μνημεία άκριτου πάθους.

   Οι επιθέσεις αυτές δεν προήλθαν μονάχα από τον τύπο της πρωτεύουσας ή της επαρχίας. Εκπορεύθηκαν και από χώρους, που κατά τεκμήριο, θεωρούνται σοβαρότεροι. Ο Κωστής Παλαμάς δέχθηκε δηλητηριώδη βέλη και από το βήμα του Κοινοβουλίου.

   Νομίζω πως είναι χρήσιμη η συγκέντρωση και η παρουσίαση από τις στήλες αυτές των επικρίσεων που ακούστηκαν στο χώρο αυτό, κυρίως επειδή αποτελούν απόδειξη της άγνοιας ή της προχειρότητας, με την οποία πολλές φορές καταπιάνονται ν’ αντιμετωπίσουν πνευματικά θέματα και προβλήματα, άνθρωποι που καταφέρνουν ν’ ανέλθουν σε υπεύθυνα πόστα.

   Οι επιθέσεις αυτές κατά του Κ. Παλαμά έγιναν από τον βουλευτή Μ. Μπουφίδη κατά τη συνεδρίαση της Βουλής στις 25 Φεβρουαρίου 1911. Ο Κ. Παλαμάς είχε ως γνωστό διοριστεί Γενικός Γραμματέας στο Πανεπιστήμιο. Ο διορισμός του όμως στη θέση αυτή δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει τον αγώνα για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας. Την αποκοτιά του αυτή δεν μπορούσαν να του τη συγχωρέσουν μερικοί φανατικοί γλωσσαμύντορες. Έτσι, ο βουλευτής Θ. Μιχαλόπουλος πρότεινε να μπει στο Σύνταγμα μια διάταξη που απαγόρευε «… πάσαν κατά της επισήμου γλώσσης του Κράτους επέμβασιν τείνουσαν να δημιουργήση κοινό σκάνδαλον» και τιμωρούσε κάθε δημόσιο υπάλληλο, που θ’ αποτολμούσε κάτι τέτοιο, ο Μ. Μπουφίδης, αγορεύοντας σχετικά με την πρόταση αυτή, εζήτησε την ψήφισή της από τη Βουλή για να μπορεί, όπως είπε, να ελέγξει τον υπουργό Παιδείας επειδή διατηρούσε στη θέση του Γενικού Γραμματέα του Πανεπιστημίου τον «μαλλιαρό» Παλαμά! «… διότι τότε και μόνον θα έχω κι εγώ το δικαίωμα να ελέγξω τον κ. υπουργόν των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως… όταν θα έχη γραμματέα του Πανεπιστημίου τον κ. Παλαμάν, διότι σήμερον δεν έχω το δικαίωμα να τον ελέγξω. Θα έχω το δικαίωμα να ελέγξε τον κ. υπουργόν των Εκκλησιαστικών, διότι εις την θέσιν του γραμματέως του Πανεπιστημίου διατηρεί τον κ. Παλαμάν, κράτιστον με ελληνιστήν, εξ επαγγέλματος δε και μεμελετημένης προαιρέσεως στρεβλωτήν και υβριστήν δύναμαι να τον είπω, της ελληνικής γλώσσης».

   Δεν είναι μόνον η φράση που προξενεί ναυτία. Είναι και κάτι άλλο χειρότερο. Δίπλα στη φράση αυτή τα Πρακτικά αναφέρουν μέσα σε παρένθεση «εύγε, εύγε και χειροκροτήματα». Αφού ο απίθανος αυτός προστάτης της γλώσσας καταφέρθηκε πρώτα ενάντια στον γνωστό παιδαγωγό Αλ. Δελμούζο, τελειώνει με τα ακόλουθα λόγια:

   … Αφ’ ης παρετήρησα ότι υπάρχουν ιδρύματα, οίον το του Βόλου, αφ’ ης έμαθον ότι ο Παλαμάς εξακολουθεί ων εις την θέσιν του και θύει εις τον βωμόν της απαισίας πλέον εκείνης γλώσσης, διότι η γλώσσα του Παλαμά δεν είναι ούτε δημοτική ούτε μαλλιαρή –εγώ τουλάχιστον δεν δύναμαι να εννοήσω ουδέν των έργων του Παλαμά – νομίζω ότι πρέπει να ληφθή πρόνοια και μέριμνα σπουδαία υφ’ ημών, οι οποίοι καυχώμεθα ότι αντιπροσωπεύομεν τας συντηρητικάς ελληνικάς ιδέας.


   Το κείμενο μιλάει μόνο του. Δε θέλω να προσθέσω τίποτε παραπάνω. Τέτοιου είδους ολισθήματα –είναι ο ελαφρότερος χαρακτηρισμός- πρέπει πάντοτε να μας έρχονται στο νου, ιδίως όταν ετοιμαζόμαστε ν’ ασκήσουμε κριτική σε κάτι καινούργιο που έρχεται. Α. Π.

___________________________________________________________________________



ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΥ ΜΑΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ  Γ.  ΡΟΖΟΥ

που μας κληροδότησε το φως της σοφίας του και της ψυχής του.

Θα τον θυμόμαστε πάντα και θα προσευχόμαστε για την αιώνια ανάπαυσή του.

ΚΕΛΑΙΝΩ


Ρεαλιστές και οραματιστές

γράφει ο Ευάγγελος Γ. Ρόζος


   Όλοι οι δημιουργοί της τέχνης, και πολύ περισσότερο στην περιοχή της λογοτεχνίας και της εικαστικής, μπορούν, σε πολύ γενικές γραμμές, να χωριστούν σε δύο μεγάλες και διαμετρικά αντίθετες κατηγορίες: στους ρεαλιστές και τους οραματιστές.

   Στις ακραίες τους περιπτώσεις και οι δύο ξεχωρίζουν εύκολα. Ρεαλιστές είναι εκείνοι που λίγο ή πολύ περιορίζονται στο ν’ αντιγράφουν τη φύση και να μελετούν τα φαινόμενά της. Άμεσος στόχος τους είναι η ίδια η ζωή και μια όσο γίνεται πιο πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας και του γύρω τους υπαρκτού κόσμου. Οι κορυφαίοι ρεαλιστές ποιητές και συγγραφείς μας έδωσαν, σ’ όλους τους καιρούς, θαυμάσιες και απόλυτα αυθεντικές απεικονίσεις. Είδαν με οξυδέρκεια και ανέλυσαν με ακρίβεια και σε βάθος το κάθε τι. Τίποτα δεν τους ξέφυγε. Το φυσικό περίγυρο, οι άνθρωποι, οι κοινωνικές δομές, οι χαρακτήρες και οι συμπεριφορές ανδρών και γυναικών, στις μεταξύ τους σχέσεις έγινε αντικείμενο βαθύτατης μελέτης. Με τα συμπεράσματά τους, τις αναλύσεις τους, μας έκαναν να θαυμάσουμε ή να τρομάξουμε, αλλά και να προβληματιστούμε, γύρω από τη ζωή, την ανθρώπινη φύση, τα σκοτεινά και αποκρουστικά ένστικτα, τα κίνητρα και τα ελατήρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

   Ο ρεαλιστής δημιουργός, συγγραφέας, ζωγράφος ή γλύπτης, είναι πρώτα-πρώτα ένας ταλαντούχος ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής. Ευνόητο είναι πως του είδους αυτού ο δημιουργός δεν έχει μεταφυσικές ανατάσεις. Δεν οραματίζεται άλλους καλύτερους κόσμους. Περιορίζει συνήθως τα ενδιαφέροντά του και μένει ριζωμένος βαθιά στον υπαρκτό κόσμο και σ’ ό,τι βλέπει και αγγίζει γύρω του. Είναι φυσιολάτρης και φυσιογνώστης. Λατρεύει τον ήλιο και το φως, τη γη και τους καρπούς της. Η φαντασία του είναι περιορισμένη και ελεγχόμενη. Στόχος του είναι να ζωγραφίσει, να περιγράψει τη φύση και να εξηγήσει την ομορφιά, τον άνθρωπο, τη ζωή σ’ όλες της τις διαδοχικές της μορφές, την απειρότητα των εικόνων και των σχημάτων της. Του δημιουργού της κατηγορίας αυτής, γενικά, του αρκεί η ορατή και γήινη πραγματικότητα. Δεν του αρέσει να πλάθει κόσμους άλλους, να πετά στα σύννεφα, να μαγεύεται και να εμπνέεται από καταστάσεις ονειρικές και φευγαλέες. Αποφεύγει το ασαφές και το αβέβαιο και η αλήθεια και η πιστότητα, η καθαρότητα της μορφής, είναι γι’ αυτόν τα ύψιστα ιδανικά.

   Στους πιο μεγαλοφυείς εκπροσώπους της τάσης αυτής που, στα νεώτερα χρόνια, γνώρισε νέα ακμή, συγκαταλέγονται αναντίρρητα οι μεγάλοι λυρικοί και επικοί ποιητές της Αρχαιότητας. Ο Όμηρος και ο Αρχίλοχος, ο Αλκαίος και ο Θεόγνις, όπως και οι περισσότεροι γλύπτες και ζωγράφοι της ίδιας εποχής. Ταλαντούχοι στην πιστότητα και την ακρίβεια των έργων τους ήσαν τόσο ο Φειδίας, ο Σκόπας, ο Πραξιτέλης όσο και ο Πολύγνωτος και ο Απελλής. Αλλά και όλοι σχεδόν οι καλλιτέχνες της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής, που ύψωσαν σε ιδανικό τους την αλήθεια και την πιστότητα της αναπαράστασης.

   Ρεαλιστές ήσαν ακόμα και πολλοί από τους πιο μεγάλους συγγραφείς των νεώτερων χρόνων, με κορυφαίους εκπροσώπους τους τον Τολστόι και τον Μπαλζάκ, τον Γκόργκι και τον Εμιλ Ζολά, που οδήγησαν τη ρεαλιστική τέχνη στο απόγειό της αλλά και στο αδιέξοδο. Όσο για τους ζωγράφους ρεαλιστές από την Αναγέννηση, έχουμε τον Ντονατέλλο και τον Μιχαήλ Άγγελο και ακόμα τον Μπρέγκελ ή τον Καραβάζιο, τον Ρέμπραντ, τον Τισιανό, τον Μουρίλο, τον Κουρμπέ κλπ.

   Παράλληλα όμως και σχεδόν ταυτόχρονα με τη Σχολή των ρεαλιστών, εμφανίστηκε και μία άλλη. Τους εκπρόσωπούς της, πολύ συνοπτικά τους  είπαμε οραματιστές. Είναι κι αυτοί πολλοί και εκφράζονται σε πολλές και ποικίλες παραλλαγές. Εκείνο, όμως, που περισσότερο τους κάνει να ξεχωρίζουν από τους πρώτους είναι η αδιαφορία τους στο συγκεκριμένο, το πραγματικό, το σχήμα, τη μορφή. Αυτοί είναι ανήσυχοι, όλο εξάρσεις και οπτασιασμούς. Σ’ αυτούς πλεονάζει η φαντασία, η τόλμη, η μεταφυσική αναζήτηση, η διάθεση του αυτοσχεδιασμού. Γι’ αυτούς ο στόχος δεν είναι μόνο η επιφάνεια των πραγμάτων, το εξωτερικό τους περίβλημα, αλλά η γνώση τους σε βάθος. Άλλωστε οι ίδιοι, πιστεύουν πως η αλήθεια είναι κάτι το σύνθετο και το απρόσιτο, ενώ η πραγματικότητα φτωχή και ρηχή για να περιοριστούν μόνο σ’ αυτήν. Στις αναζητήσεις τους ξεπερνούν τα όρια του εφικτού ή του λογικού του υπαρκτού ή του υλικού για να φτάσουν σε χώρους εξωπραγματικούς και ονειρικούς. Γι’ αυτούς ο οραματισμός και η αναζήτηση  του τέλειου και του άγνωστου, ενώ έλκονται από το παράδοξο και το υπερβολικό.

   Φυσικά, αυτοί δεν νοιάζονται για τη δουλική απομίμηση της πραγματικότητας, την πιστότητα, την αλήθεια. Δεν αντιγράφουν απλά τη φύση ή τη ζωή αλλά την προεκτείνουν και την κομματιάζουν, την αναπλάθουν και την ανασυνθέτουν προσθέτοντας δικά τους νέα στοιχεία ονειρικά και φανταστικά στα υπάρχοντα. Άλλες φορές πάλι, παίζουν τολμηρά με τα χρώματα και στις σκιές, τις λέξεις και τα νοήματα, το λογικό και το παράλογο, σπάζοντας και παραμορφώνοντας μορφές και σχήματα και βάζοντας στη θέση τους άλλα δικά τους.

   Κοντολογίς τα γεννήματα της τέχνης τους δεν μοιάζουν με οτιδήποτε το υπαρκτό στο γύρω τους κόσμο. Είναι αποκυήματα της δικής τους φαντασίας, αντανακλάσεις του μέσα τους κόσμου, του συχνά θρυμματισμένου και διχασμένου, του γεμάτου φόβους και ανησυχίες, ελπίδες και πάθος, που αναδύθηκαν ύστερα από μακρόχρονη κατεργασία μέσα από την έκσταση και το παράλογο, την υπέρβαση και το όνειρο που κέντρισαν δημιουργικά τη θέλησή τους. Ακόμα και τα καλύτερα δημιουργήματα αυτού του είδους των δημιουργών όσο κι αν λειτουργούν αυτόνομα και καταξιώθηκαν αισθητικά στη συνείδηση των κριτικών τους, θυμίζουν έντονα τους χώρους της προέλευσής τους: το υποσυνείδητο και το άλογο, το μυστηριακό και το εναγώνιο της ανθρώπινης φύσης, τη σύγχυση και την ασύλληπτη ιδανικότητα του υπερφυσικού. Αλλά και στα έργα εκείνα που έμειναν απλές και ημιτελείς προτάσεις ή πειράματα, χωρίς την επικύρωση του χρόνου και την αισθητική καταξίωση του μέσου ανθρώπου, είναι ολοφάνερη η αγωνία της αναζήτησης του δημιουργού τους, η έμμονη ροπή του να δώσει μια νέα διάσταση της πραγματικότητας, που αντανακλά ταυτόχρονα τις ανησυχίες της ψυχής του.

   Ύστερα απ’ αυτά, μπορούμε να ρωτήσουμε απορημένοι μαζί με τον αναγνώστη: Μα ποιοι είναι του είδους αυτού οι εκπρόσωποι; Είναι πρώτα-πρώτα όλοι σχεδόν οι πρωτόγονοι ζωγράφοι και γλύπτες όλων σχεδόν των πανάρχαιων πολιτισμών. Είναι οι περισσότεροι θρησκόληπτοι ή θρησκευόμενοι καλλιτέχνες της Ανατολής της Αφρικής και της παλαιάς Αμερικής. Οι κατασκευαστές των πανάρχαιων ειδωλίων του αιγαικού χώρου, των φανταστικών θεϊκών μορφών της Βαβυλώνας και της Ασσυρίας, των τοτεμικών μορφών της κεντρικής Αφρικής, των παράξενων γλυπτών αναπαραστάσεων των Ίνκας και των Μάγιας…

   Αλλά δεν είναι μόνο αυτοί… Όλη η νεότερη τέχνη χαρακτηρίζεται από μια συνειδητή επιστροφή στις υπαρξιακές της ρίζες, στο μαγικό και το υποσυνείδητο. Η τάση αυτή αλλού είναι ολοκληρωτική και έκδηλη, ενώ αλλού συμβαδίζει και εξισορροπείται με το εικονικό και το σεβασμό στο σχήμα και τη συμβατικότητα της μορφής. Την πρωτοπορία στον αντιρεαλισμό και το σπάσιμο της φόρμας την έχουν οι εικαστικοί: ζωγράφοι. γλύπτες, χαράκτες, διακοσμητές… Στα κάθε λογής έργα τους η φαντασία οργιάζει: το εξωπραγματικό, το παράλογο, η υπερβολή είναι ο κανόνας. Ας θυμηθούμε τους πρωτοπόρους σ’ αυτού του είδους την τέχνη, τον Γκρέκο, πρώτα-πρώτα με τις μακρουλές φιγούρες και τους βυζαντινούς ζωγράφους με τ’ ασκητικά, εξωγήινα πρόσωπα, τις υπερκόσμιες συνθέσεις…

   Από κοντά ακολουθούν μ’ ολοένα πιο τολμηρά βήματα ο Γκωγκέν με τις χοντροφτιαγμένες γυναίκες του και τα πολύχρωμα άλογά του και όλοι οι εμπρεσιονιστές, εξπρεσιονιστές, κυβιστές, σύγχρονοι και μεταγενέστεροί του. Κορυφαίες απολήξεις ο Πικάσο και ο Ματίς, ο Σαγκάλ, ο Νταλί, ο Μπουζιάνης και ο Εγγονόπουλος από τους δικούς μας και ο Ντε Κίρικο αλλά και ο Χένρυ Μουρ και ο Μπρανκούζι από τους γλύπτες…

   Αλλά και στο χώρο του λόγου παρουσιάστηκαν μεγάλοι και καταξιωμένοι ποιητές και συγγραφείς που μπορούμε να τους κατατάξουμε στους οραματιστές. Κορυφαίος όλων ο Σαίξπηρ, που τόσο έντεχνα και τολμηρά ανέμιξε το ονειρικό, το υπερφυσικό και το εξωπραγματικό στα έργα του. Κοντά του ένα αναρίθμητο πλήθος γνωστών ποιητών>: ο Σέλλεϋ και Μπάιρον, ο Ρεμπώ και ο Μπωντλέρ, ο Πόε και ο Ουίτμαν, ο Έρζα Πάουντ, ο Ρίλκε, ο Έλιοτ, ο Ελύτης. Αλλά στην ίδια Σχολή ανήκουν και πολλοί πεζογράφοι παλαιότεροι και νέοι, όπως ο Θερβάντες, ο Ζιρουντού και ο Κλωντέλ στο θέατρο, ο Έρμαν Έσσε, ο Άλντους Χάλξλεϋ, ο Ανατόλ Φρανς, που έγραψαν τόσα φανταστικά και ουτοπιστικά μυθιστορήματα και φυσικά κορυφαίος και πιο αντιπροσωπευτικός απ’ όλους ο Ντοστογιέφσκι. Είναι ο συγγραφέας που προχώρησε σε βάθος μέσα στα άδυτα της ύπαρξης και δημιούργησε δικούς του ανθρώπινους τύπους όπου, σ’ αυτούς, συμπυκνώνεται όλο το έρεβος, το πάθος και το ανεξιχνίαστο της ανθρώπινης φύσης. Στον ίδιο χώρο εντάσσεται όχι μόνο η φανταστική λογοτεχνία αλλά και το παραμύθι, η λαϊκή παράδοση, ο μύθος. Ποιος δεν γνωρίζει τα ιδιότυπα δημιουργήματα του Λουκιανού ή του Αισώπου; Πολύ περισσότερο, ποιος δεν γοητεύθηκε από τα έργα επιστημονικής φαντασίας και τις μελλοντολογικές και αστρικές φαντασιώσεις του Ασίμωφ ή του Άρθρουρ Κλαρκ, τις λαϊκές και γοητευτικές ιστορίες, που στον απέραντο κύκλο των παραμυθιών της Ανατολής, ξεχωρίζουν «οι χίλιες και μία νύχτες», που είναι και η αποκορύφωση της ανεξάντλητης φαντασίας του λαϊκού ανθρώπου;

   Ύστερα απ’ αυτά, νομίζουμε πως δώσαμε, σε πολύ αδρές γραμμές, τα κύρια χαρακτηριστικά των δύο αυτών μεγάλων τάσεων της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

   Και οι δύο εκφράζουν αυθεντικά την ανθρώπινη ψυχή. Ρεαλισμός και φαντασία συνθέτουν τον απέραντο πολυποίκιλο και ανεξάντλητο χώρο όπου σ’ αυτόν κινείται ο δημιουργός της Τέχνης. Μέσα από την πραγματικότητα, την πολλαπλότητα των εντυπώσεων, των προκλήσεων και των ερεθισμάτων όλοι έδωσαν δικές τους απεικονίσεις του έξω και του μέσα τους κόσμου μ’ ένα τρόπο μοναδικό και ανεπανάληπτο. Όλοι τους έδωσαν, τέλος, μιαν ελεύθερη και προσωπική ερμηνεία στα φαινόμενα και τις καταστάσεις. Όλοι, θα ’λεγα, ακόμα άφησαν εκδοχές και «μαρτυρίες» της ίδιας της ζωής, το ίδιο μεγαλοφυείς και πειστικές για τα όσα είδαν, σκέφθηκαν ή έπαθαν στη διάρκεια της πρόσκαιρης παραμονής τους στον αδιάκοπα εξελισσόμενο κόσμο, τον τόσο παράλογο και αντιφατικό αλλά και τον τόσο πλούσιο σε ομορφιές και τέρψεις…         Ε. Ρ.

ΠΟΙΗΤΕΣ του ΚΕΛΑΙΝΩ


  Γόνιμες ελπίδες
Κάθε κύκλος μια ζωή.
- Άφθαρτο όραμα:
Το δώρημα της αγάπης.
- Απόσταγμα ουρανού:
Αντιφέγγισμα έναστρης νύχτας,
και αίγλη ολοπόρφυρης μέρας.
- Φέγγος ανέσπερο:
εγρήγορσης σκίρτημα.
Τα σύμβολα πέφτουν
νέα γεννιούνται
διαιωνίζοντας το σήμερα…
Ονείρατα άτρωτα,
πόθοι αρχέγονοι,
σιωπηλά συγχρονίζονται
στης ελπίδας το γλυκόηχο τόνο.
Τ’ αστέρια ομότροπα
στίλβουν με του Φοίβου
τον παλμό,
τον θείον, τον ερωτικό!
- Τα πυροβόλα,
όργανα των αφρόνων,
κροταλίζοντας θερίζουν απόρριζα
ορθόκορφα «Κυπαρίσσα»,
γιατί ανυπόταχτα ήταν –τάχα-
κι ατίθασα…
Τα παιδιά τα θεία πλάσματα
που γόνιμες κυοφορούν ελπίδες
μεθυσμένα απ’ της ζωής τ’ αρώματα,
πάντα θα βρίσκουν τρόπους μυστικούς
τις τρίβους της ζωής τους να φεγγίζουν…
-Αναφώνηση:
Διώχτε το σκοτάδι.
Αφήστε τον ήλιο και τους φωστήρες
να καταυγάζουν με δόξα και φως,
τα ουράνια και χθόνια υψώματα!
            Τίτος Βεργίτης
_______________________________
Πολεμικό ανακοινωθέν
Έκτακτο παράρτημα:
Από ώρα έκτη
προ μεσημβρίας σήμερα
ποίημα εισβάλλει
στην άοπλη παραμεθόριο
της ψυχικής μου επικράτειας
αρματωμένο με την τελευταία
τεχνολογία των λέξεων
έτοιμο να υποτάξει
κάτω απ’ την μπότα των στίχων του
τις καθεύδουσες ώρες μου.
Στίχοι παρελαύνουν
μ’ εμβατήρια ποιητικά
στα χωρικά μου ρήματα
κι αδίστακτα κηρύσσουν
ποιητικό νόμο.
«Κανένας να μην κυκλοφορεί
μετά τις οχτώ το βράδυ
εκτός κι αν είναι στίχος
υπήκοος ποιήματος.
Απαγορεύονται οι συγκεντρώσεις
τυχαίων λέξεων
κι ατάκτως εριμμένων.
Επιτρέπονται μόνο
οι συναθροίσεις λέξεων
που ποίημα ιχνηλατούν
κι οι αυτομολήσεις ιδεών
στο στρατόπεδο της φαντασίας».
Κι η νύχτα σύρεται
σ’ άνευ όρων συνθηκολόγηση
με τον εισβολέα που ανελέητα
με ποίηση τη βομβαρδίζει.
            Βασίλης Μ. Κομπορόζος
    __________________________
            Μέρα γλυκεία
    (Απ’ το απάνθισμα της πρώτης του
        ποιητικής τοξοβολίας!)
Λαμπροφωτούσα
όμορφη μέρα
γλυκοφιλούσα
στα πλάγια πέρα
λαφροκουνίσου.
Μη παιχνιδίζεις
ουδέ στο κύμα
πάρ’ να δροσίζεις
τ’ άωρο κρίμα
και το φιλί σου.
Μέρα γλυκεία
την ακριβή σου
δώσ’ μου θωπεία
στο λευκανθί σου
να σ’ αντικρίσω.
Την απαλάδα
μιας ηλιαχτίδας
μέσ’ στη δροσάδα
κάποιας ελπίδας
να σφιχτοκλείσω.
            Κώστας Καρούσος
_____________________________
Χειμωνιάτικες ώρες
Ένιωθα μια ανεμελιά
μέσα στο κρύο
κι ήρθε μια ανάμνηση παλιά
να πει αντίο.
κοιτώ τη γέρικη μηλιά
με τ’ άδεια κλώνια,
κοιτώ τα λίγα μου μαλλιά
γεμάτα χιόνια.
και μόνο μια μικρή ελιά
με χαιρετάει
καθώς μου στέλνει δυο φιλιά
και μου γελάει…
            Στάθη Γρίβα
___________________________
Τα χέρια σου όλο έκφραση
θυμού και τρυφεράδας.
Τα μάτια σου
μια θάλασσα πιθυμιές
ωκεανοί στοιβαγμένων μυστικών
φωτογραφίζουν
τις λεπτομέρειες των ωρών μας.
Αγαπώ τα μάτια σου.
Αγαπώ τα χέρια σου
που μπορούν να λειώνουν
την άρνησή μου
μέσα από τα «Θέλω» σου
που γίνονται δικά μου.
            Κική Σεγδίτσα
_______________________________
«Τις αγορεύειν βούλεται;»
Καχεκτικός φιλάσθενος,
φωνή ισχνή που τραύλιζε,
άτολμος μπρος στο πλήθος.
Η φυσική υστέρηση δεν σ’ έκαμψε,
δεν σε πτοεί η δυσμένεια της τύχης.
Εαυτόν φρουρό άγρυπνο έταξες
να φυλάττει Θερμοπύλες
με τη γραφίδα παρά πόδας.
Ούτε η Ελλάς, ούτε η βάρβαρος
την πλεονεξία χωρούν του ανθρώπου.
Οι «Φιλιππικοί» αντίδωρο
και ο «περί Στεφάνου».
Γαίαν έχοις ελαφράν, Δημόσθενες!
            Χαράλαμπος Βασιλάκης
______________________________
Σαν δυο λίμνες
Σαν δυο λίμνες γειτονικές
όμοιες μοιάζουν τα μάτια σου
να ανταμώσουν κάποτε η ευχή τους
ροσόλι και γλυκό να κεραστούν
από τα κρίνα χέρια σου.
Ωκεανός να γίνουν κι εσένα
σε «πλάβια» μέσα
να σε ταξιδέψουν στο … επέκεινα.
Σαν δυο λίμνες γειτονικές
σαν ξεχωριστές σταγόνες βροχής
να κατρακυλήσουν, στη Γη να φτάσουν
για πάντα να ενωθούνε.
            Ζιζή Γερονυμάκη
____________________________   
Καημένο κορίτσι
σε ζήτησα παντού,
όπου μπόρεσα.
Σε ζήτησα
στις στροφές του ανέμου,
κι ήσουν πλάι μου
όλη την ώρα.
Καημένο κορίτσι
σε ζήτησα παντού
όπου μπόρεσα.
Σε ζήτησα εξαντλητικά
και επίμονα
μα σε βρήκα μονάχα
όταν είχες πια
φύγει οριστικά.
Παύλος Ναθαναήλ
Πρόεδρος της Ε.Ε.Λ.
(Απ΄ τα ποιήματα της νιότης του)
___________________________________  
Προσωπεία
Η διαφθορά
σαν άβγαλτη μικρή παρθένα
φοράει το πρόσχημα
υποδύεται την προσφορά
παραπλανά τον αφελή
εισπράττει ανενδοίαστα
τον μόχθο του έντιμου
και ποδοπατάει
χωρίς ντροπή
την αξιοπρέπεια
του ανυπεράσπιστου.
            Λένια Χριστοφόρου
_________________________________
Υπέροχη νύχτα
Υπέροχη νύχτα με γεμάτο φεγγάρι.
Εγώ να διαβάζω τα νέα ποιήματα
του Χαλανδραίου Μιχάλη Δελησάββα
κι εσύ να κοιτάζεις τον Όλυμπο,
τέμνοντας με το μαχαίρι το φόβο,
την ένοχη σιωπή και τη φρόνηση
περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή
να σκάσει ο κεραυνός του Δία,
τιμωρός μιας νέας θεϊκής απιστίας.
Ασφαλώς για την ηδονή και την οδύνη
έφταιξε και το γεμάτο φεγγάρι.
            Κώστας Χελμός
_________________________________ 
 Όνειρο
Στο δάκρυ του ερωδιού
κούρνιασες όνειρό μου.
Τη χλωμή του ανάσα καταπίνεις
και προσεύχεσαι μ’ άδηλες λέξεις,
σε άγνωστους θεούς,
τις νύχτες που όλα σωπαίνουν.
Πού χάθηκαν τα στολίδια σου
από φίλντισι,
που φώτιζαν της ερημιάς μου τα σκοτάδια;
Πού χάθηκαν τα κόκκινα σου ρόδια,
που ξεσπόριζες, τις χαρές μου μετρώντας;
Καίω θυμιάματα τώρα,
στριφογυρίζοντας με την ανέμη του χρόνου,
να λειώσει το κακό,
να ελευθερωθείς όνειρό μου,
να στραφταλίζεις στον γαλάζιο Ουρανό μου.
            Παναγιώτα Ζαλώνη