ΕΝΑΣ
ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΣ ΕΠΙΚΡΙΤΗΣ
ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ
γράφει ο
Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος
Έχουν τόσα γραφεί
γύρω από τον Κ. Παλαμά και το έργο του, που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να
ισχυριστεί ότι έχει να πει κάτι καινούργιο και πρωτότυπο γι’ αυτόν τον εθνικό
μας Ποιητή. Όμως ο Κωστής Παλαμάς δεν υπήρξε απλά ένας μεγάλος ποιητής. Υπήρξε
ταυτόχρονα πνευματικό οδηγητής και συνεπής αγωνιστής για την επικράτηση της
δημοτικής γλώσσας.
Αυτή του τη
στάση μέσα σ’ έναν αγώνα, που δόνησε την Ελληνική διανόηση στις αρχές του
(προηγούμενου) αιώνα μας κυρίως, εξέθεσε τον μεγάλο ποιητή σε φανατικές
επιθέσεις, που φυσικά αργότερα απογυμνώθηκαν και που σήμερα, όντας
καταγέλαστες, παραμένουν σαν φιλολογικές μαρτυρίες, σαν μνημεία άκριτου πάθους.
Οι επιθέσεις
αυτές δεν προήλθαν μονάχα από τον τύπο της πρωτεύουσας ή της επαρχίας.
Εκπορεύθηκαν και από χώρους, που κατά τεκμήριο, θεωρούνται σοβαρότεροι. Ο
Κωστής Παλαμάς δέχθηκε δηλητηριώδη βέλη και από το βήμα του Κοινοβουλίου.
Νομίζω πως είναι
χρήσιμη η συγκέντρωση και η παρουσίαση από τις στήλες αυτές των επικρίσεων που
ακούστηκαν στο χώρο αυτό, κυρίως επειδή αποτελούν απόδειξη της άγνοιας ή της
προχειρότητας, με την οποία πολλές φορές καταπιάνονται ν’ αντιμετωπίσουν
πνευματικά θέματα και προβλήματα, άνθρωποι που καταφέρνουν ν’ ανέλθουν σε
υπεύθυνα πόστα.
Οι επιθέσεις
αυτές κατά του Κ. Παλαμά έγιναν από τον βουλευτή Μ. Μπουφίδη κατά τη συνεδρίαση
της Βουλής στις 25 Φεβρουαρίου 1911. Ο Κ. Παλαμάς είχε ως γνωστό διοριστεί
Γενικός Γραμματέας στο Πανεπιστήμιο. Ο διορισμός του όμως στη θέση αυτή δεν τον
εμπόδισε να συνεχίσει τον αγώνα για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας. Την
αποκοτιά του αυτή δεν μπορούσαν να του τη συγχωρέσουν μερικοί φανατικοί
γλωσσαμύντορες. Έτσι, ο βουλευτής Θ. Μιχαλόπουλος πρότεινε να μπει στο Σύνταγμα
μια διάταξη που απαγόρευε «… πάσαν κατά
της επισήμου γλώσσης του Κράτους επέμβασιν τείνουσαν να δημιουργήση κοινό
σκάνδαλον» και τιμωρούσε κάθε δημόσιο υπάλληλο, που θ’ αποτολμούσε κάτι
τέτοιο, ο Μ. Μπουφίδης, αγορεύοντας σχετικά με την πρόταση αυτή, εζήτησε την
ψήφισή της από τη Βουλή για να μπορεί, όπως είπε, να ελέγξει τον υπουργό
Παιδείας επειδή διατηρούσε στη θέση του Γενικού Γραμματέα του Πανεπιστημίου τον
«μαλλιαρό» Παλαμά! «… διότι τότε και
μόνον θα έχω κι εγώ το δικαίωμα να ελέγξω τον κ. υπουργόν των Εκκλησιαστικών
και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως… όταν θα έχη γραμματέα του Πανεπιστημίου τον κ.
Παλαμάν, διότι σήμερον δεν έχω το δικαίωμα να τον ελέγξω. Θα έχω το δικαίωμα να
ελέγξε τον κ. υπουργόν των Εκκλησιαστικών, διότι εις την θέσιν του γραμματέως
του Πανεπιστημίου διατηρεί τον κ. Παλαμάν, κράτιστον με ελληνιστήν, εξ
επαγγέλματος δε και μεμελετημένης προαιρέσεως στρεβλωτήν και υβριστήν δύναμαι
να τον είπω, της ελληνικής γλώσσης».
Δεν είναι μόνον
η φράση που προξενεί ναυτία. Είναι και κάτι άλλο χειρότερο. Δίπλα στη φράση
αυτή τα Πρακτικά αναφέρουν μέσα σε παρένθεση «εύγε, εύγε και χειροκροτήματα».
Αφού ο απίθανος αυτός προστάτης της γλώσσας καταφέρθηκε πρώτα ενάντια στον
γνωστό παιδαγωγό Αλ. Δελμούζο, τελειώνει με τα ακόλουθα λόγια:
… Αφ’
ης παρετήρησα ότι υπάρχουν ιδρύματα, οίον το του Βόλου, αφ’ ης έμαθον ότι ο
Παλαμάς εξακολουθεί ων εις την θέσιν του και θύει εις τον βωμόν της απαισίας
πλέον εκείνης γλώσσης, διότι η γλώσσα του Παλαμά δεν είναι ούτε δημοτική ούτε
μαλλιαρή –εγώ τουλάχιστον δεν δύναμαι να εννοήσω ουδέν των έργων του Παλαμά –
νομίζω ότι πρέπει να ληφθή πρόνοια και μέριμνα σπουδαία υφ’ ημών, οι οποίοι
καυχώμεθα ότι αντιπροσωπεύομεν τας συντηρητικάς ελληνικάς ιδέας.
Το κείμενο
μιλάει μόνο του. Δε θέλω να προσθέσω τίποτε παραπάνω. Τέτοιου είδους ολισθήματα
–είναι ο ελαφρότερος χαρακτηρισμός- πρέπει πάντοτε να μας έρχονται στο νου,
ιδίως όταν ετοιμαζόμαστε ν’ ασκήσουμε κριτική σε κάτι καινούργιο που έρχεται.
Α. Π.
___________________________________________________________________________
ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΥ ΜΑΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ
ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ
Γ. ΡΟΖΟΥ
που μας κληροδότησε το φως της σοφίας του
και της ψυχής του.
Θα τον θυμόμαστε πάντα και θα προσευχόμαστε
για την αιώνια ανάπαυσή του.
ΚΕΛΑΙΝΩ
Ρεαλιστές και οραματιστές
γράφει ο Ευάγγελος Γ.
Ρόζος
Όλοι οι
δημιουργοί της τέχνης, και πολύ περισσότερο στην περιοχή της λογοτεχνίας και
της εικαστικής, μπορούν, σε πολύ γενικές γραμμές, να χωριστούν σε δύο μεγάλες
και διαμετρικά αντίθετες κατηγορίες: στους ρεαλιστές
και τους οραματιστές.
Στις ακραίες
τους περιπτώσεις και οι δύο ξεχωρίζουν εύκολα. Ρεαλιστές είναι εκείνοι που λίγο
ή πολύ περιορίζονται στο ν’ αντιγράφουν τη φύση και να μελετούν τα φαινόμενά
της. Άμεσος στόχος τους είναι η ίδια η ζωή και μια όσο γίνεται πιο πιστή
αναπαράσταση της πραγματικότητας και του γύρω τους υπαρκτού κόσμου. Οι
κορυφαίοι ρεαλιστές ποιητές και συγγραφείς μας έδωσαν, σ’ όλους τους καιρούς,
θαυμάσιες και απόλυτα αυθεντικές απεικονίσεις. Είδαν με οξυδέρκεια και ανέλυσαν
με ακρίβεια και σε βάθος το κάθε τι. Τίποτα δεν τους ξέφυγε. Το φυσικό
περίγυρο, οι άνθρωποι, οι κοινωνικές δομές, οι χαρακτήρες και οι συμπεριφορές
ανδρών και γυναικών, στις μεταξύ τους σχέσεις έγινε αντικείμενο βαθύτατης
μελέτης. Με τα συμπεράσματά τους, τις αναλύσεις τους, μας έκαναν να θαυμάσουμε
ή να τρομάξουμε, αλλά και να προβληματιστούμε, γύρω από τη ζωή, την ανθρώπινη
φύση, τα σκοτεινά και αποκρουστικά ένστικτα, τα κίνητρα και τα ελατήρια της
ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Ο ρεαλιστής
δημιουργός, συγγραφέας, ζωγράφος ή γλύπτης, είναι πρώτα-πρώτα ένας ταλαντούχος
ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής. Ευνόητο είναι πως του είδους αυτού ο δημιουργός
δεν έχει μεταφυσικές ανατάσεις. Δεν οραματίζεται άλλους καλύτερους κόσμους.
Περιορίζει συνήθως τα ενδιαφέροντά του και μένει ριζωμένος βαθιά στον υπαρκτό
κόσμο και σ’ ό,τι βλέπει και αγγίζει γύρω του. Είναι φυσιολάτρης και
φυσιογνώστης. Λατρεύει τον ήλιο και το φως, τη γη και τους καρπούς της. Η
φαντασία του είναι περιορισμένη και ελεγχόμενη. Στόχος του είναι να ζωγραφίσει,
να περιγράψει τη φύση και να εξηγήσει την ομορφιά, τον άνθρωπο, τη ζωή σ’ όλες
της τις διαδοχικές της μορφές, την απειρότητα των εικόνων και των σχημάτων της.
Του δημιουργού της κατηγορίας αυτής, γενικά, του αρκεί η ορατή και γήινη
πραγματικότητα. Δεν του αρέσει να πλάθει κόσμους άλλους, να πετά στα σύννεφα,
να μαγεύεται και να εμπνέεται από καταστάσεις ονειρικές και φευγαλέες.
Αποφεύγει το ασαφές και το αβέβαιο και η αλήθεια και η πιστότητα, η καθαρότητα
της μορφής, είναι γι’ αυτόν τα ύψιστα ιδανικά.
Στους πιο
μεγαλοφυείς εκπροσώπους της τάσης αυτής που, στα νεώτερα χρόνια, γνώρισε νέα
ακμή, συγκαταλέγονται αναντίρρητα οι μεγάλοι λυρικοί και επικοί ποιητές της
Αρχαιότητας. Ο Όμηρος και ο Αρχίλοχος, ο Αλκαίος και ο Θεόγνις, όπως και οι
περισσότεροι γλύπτες και ζωγράφοι της ίδιας εποχής. Ταλαντούχοι στην πιστότητα
και την ακρίβεια των έργων τους ήσαν τόσο ο Φειδίας, ο Σκόπας, ο Πραξιτέλης όσο
και ο Πολύγνωτος και ο Απελλής. Αλλά και όλοι σχεδόν οι καλλιτέχνες της
ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής, που ύψωσαν σε ιδανικό τους την αλήθεια
και την πιστότητα της αναπαράστασης.
Ρεαλιστές ήσαν
ακόμα και πολλοί από τους πιο μεγάλους συγγραφείς των νεώτερων χρόνων, με
κορυφαίους εκπροσώπους τους τον Τολστόι και τον Μπαλζάκ, τον Γκόργκι και τον
Εμιλ Ζολά, που οδήγησαν τη ρεαλιστική τέχνη στο απόγειό της αλλά και στο
αδιέξοδο. Όσο για τους ζωγράφους ρεαλιστές από την Αναγέννηση, έχουμε τον
Ντονατέλλο και τον Μιχαήλ Άγγελο και ακόμα τον Μπρέγκελ ή τον Καραβάζιο, τον
Ρέμπραντ, τον Τισιανό, τον Μουρίλο, τον Κουρμπέ κλπ.
Παράλληλα όμως
και σχεδόν ταυτόχρονα με τη Σχολή των ρεαλιστών, εμφανίστηκε και μία άλλη. Τους
εκπρόσωπούς της, πολύ συνοπτικά τους
είπαμε οραματιστές. Είναι κι αυτοί πολλοί και εκφράζονται σε πολλές και
ποικίλες παραλλαγές. Εκείνο, όμως, που περισσότερο τους κάνει να ξεχωρίζουν από
τους πρώτους είναι η αδιαφορία τους στο συγκεκριμένο, το πραγματικό, το σχήμα,
τη μορφή. Αυτοί είναι ανήσυχοι, όλο εξάρσεις και οπτασιασμούς. Σ’ αυτούς
πλεονάζει η φαντασία, η τόλμη, η μεταφυσική αναζήτηση, η διάθεση του
αυτοσχεδιασμού. Γι’ αυτούς ο στόχος δεν είναι μόνο η επιφάνεια των πραγμάτων, το
εξωτερικό τους περίβλημα, αλλά η γνώση τους σε βάθος. Άλλωστε οι ίδιοι,
πιστεύουν πως η αλήθεια είναι κάτι το σύνθετο και το απρόσιτο, ενώ η
πραγματικότητα φτωχή και ρηχή για να περιοριστούν μόνο σ’ αυτήν. Στις
αναζητήσεις τους ξεπερνούν τα όρια του εφικτού ή του λογικού του υπαρκτού ή του
υλικού για να φτάσουν σε χώρους εξωπραγματικούς και ονειρικούς. Γι’ αυτούς ο
οραματισμός και η αναζήτηση του τέλειου
και του άγνωστου, ενώ έλκονται από το παράδοξο και το υπερβολικό.
Φυσικά, αυτοί
δεν νοιάζονται για τη δουλική απομίμηση της πραγματικότητας, την πιστότητα, την
αλήθεια. Δεν αντιγράφουν απλά τη φύση ή τη ζωή αλλά την προεκτείνουν και την
κομματιάζουν, την αναπλάθουν και την ανασυνθέτουν προσθέτοντας δικά τους νέα
στοιχεία ονειρικά και φανταστικά στα υπάρχοντα. Άλλες φορές πάλι, παίζουν
τολμηρά με τα χρώματα και στις σκιές, τις λέξεις και τα νοήματα, το λογικό και
το παράλογο, σπάζοντας και παραμορφώνοντας μορφές και σχήματα και βάζοντας στη
θέση τους άλλα δικά τους.
Κοντολογίς τα
γεννήματα της τέχνης τους δεν μοιάζουν με οτιδήποτε το υπαρκτό στο γύρω τους
κόσμο. Είναι αποκυήματα της δικής τους φαντασίας, αντανακλάσεις του μέσα τους
κόσμου, του συχνά θρυμματισμένου και διχασμένου, του γεμάτου φόβους και
ανησυχίες, ελπίδες και πάθος, που αναδύθηκαν ύστερα από μακρόχρονη κατεργασία
μέσα από την έκσταση και το παράλογο, την υπέρβαση και το όνειρο που κέντρισαν
δημιουργικά τη θέλησή τους. Ακόμα και τα καλύτερα δημιουργήματα αυτού του
είδους των δημιουργών όσο κι αν λειτουργούν αυτόνομα και καταξιώθηκαν αισθητικά
στη συνείδηση των κριτικών τους, θυμίζουν έντονα τους χώρους της προέλευσής
τους: το υποσυνείδητο και το άλογο, το μυστηριακό και το εναγώνιο της
ανθρώπινης φύσης, τη σύγχυση και την ασύλληπτη ιδανικότητα του υπερφυσικού.
Αλλά και στα έργα εκείνα που έμειναν απλές και ημιτελείς προτάσεις ή πειράματα,
χωρίς την επικύρωση του χρόνου και την αισθητική καταξίωση του μέσου ανθρώπου,
είναι ολοφάνερη η αγωνία της αναζήτησης του δημιουργού τους, η έμμονη ροπή του
να δώσει μια νέα διάσταση της πραγματικότητας, που αντανακλά ταυτόχρονα τις
ανησυχίες της ψυχής του.
Ύστερα απ’ αυτά,
μπορούμε να ρωτήσουμε απορημένοι μαζί με τον αναγνώστη: Μα ποιοι είναι του
είδους αυτού οι εκπρόσωποι; Είναι πρώτα-πρώτα όλοι σχεδόν οι πρωτόγονοι
ζωγράφοι και γλύπτες όλων σχεδόν των πανάρχαιων πολιτισμών. Είναι οι
περισσότεροι θρησκόληπτοι ή θρησκευόμενοι καλλιτέχνες της Ανατολής της Αφρικής
και της παλαιάς Αμερικής. Οι κατασκευαστές των πανάρχαιων ειδωλίων του αιγαικού
χώρου, των φανταστικών θεϊκών μορφών της Βαβυλώνας και της Ασσυρίας, των
τοτεμικών μορφών της κεντρικής Αφρικής, των παράξενων γλυπτών αναπαραστάσεων
των Ίνκας και των Μάγιας…
Αλλά δεν είναι
μόνο αυτοί… Όλη η νεότερη τέχνη χαρακτηρίζεται από μια συνειδητή επιστροφή στις
υπαρξιακές της ρίζες, στο μαγικό και το υποσυνείδητο. Η τάση αυτή αλλού είναι
ολοκληρωτική και έκδηλη, ενώ αλλού συμβαδίζει και εξισορροπείται με το εικονικό
και το σεβασμό στο σχήμα και τη συμβατικότητα της μορφής. Την πρωτοπορία στον
αντιρεαλισμό και το σπάσιμο της φόρμας την έχουν οι εικαστικοί: ζωγράφοι.
γλύπτες, χαράκτες, διακοσμητές… Στα κάθε λογής έργα τους η φαντασία οργιάζει:
το εξωπραγματικό, το παράλογο, η υπερβολή είναι ο κανόνας. Ας θυμηθούμε τους
πρωτοπόρους σ’ αυτού του είδους την τέχνη, τον Γκρέκο, πρώτα-πρώτα με τις
μακρουλές φιγούρες και τους βυζαντινούς ζωγράφους με τ’ ασκητικά, εξωγήινα
πρόσωπα, τις υπερκόσμιες συνθέσεις…
Από κοντά
ακολουθούν μ’ ολοένα πιο τολμηρά βήματα ο Γκωγκέν με τις χοντροφτιαγμένες
γυναίκες του και τα πολύχρωμα άλογά του και όλοι οι εμπρεσιονιστές, εξπρεσιονιστές,
κυβιστές, σύγχρονοι και μεταγενέστεροί του. Κορυφαίες απολήξεις ο Πικάσο και ο
Ματίς, ο Σαγκάλ, ο Νταλί, ο Μπουζιάνης και ο Εγγονόπουλος από τους δικούς μας
και ο Ντε Κίρικο αλλά και ο Χένρυ Μουρ και ο Μπρανκούζι από τους γλύπτες…
Αλλά και στο χώρο
του λόγου παρουσιάστηκαν μεγάλοι και καταξιωμένοι ποιητές και συγγραφείς που
μπορούμε να τους κατατάξουμε στους οραματιστές. Κορυφαίος όλων ο Σαίξπηρ, που
τόσο έντεχνα και τολμηρά ανέμιξε το ονειρικό, το υπερφυσικό και το
εξωπραγματικό στα έργα του. Κοντά του ένα αναρίθμητο πλήθος γνωστών
ποιητών>: ο Σέλλεϋ και Μπάιρον, ο Ρεμπώ και ο Μπωντλέρ, ο Πόε και ο Ουίτμαν,
ο Έρζα Πάουντ, ο Ρίλκε, ο Έλιοτ, ο Ελύτης. Αλλά στην ίδια Σχολή ανήκουν και
πολλοί πεζογράφοι παλαιότεροι και νέοι, όπως ο Θερβάντες, ο Ζιρουντού και ο
Κλωντέλ στο θέατρο, ο Έρμαν Έσσε, ο Άλντους Χάλξλεϋ, ο Ανατόλ Φρανς, που
έγραψαν τόσα φανταστικά και ουτοπιστικά μυθιστορήματα και φυσικά κορυφαίος και
πιο αντιπροσωπευτικός απ’ όλους ο Ντοστογιέφσκι. Είναι ο συγγραφέας που
προχώρησε σε βάθος μέσα στα άδυτα της ύπαρξης και δημιούργησε δικούς του
ανθρώπινους τύπους όπου, σ’ αυτούς, συμπυκνώνεται όλο το έρεβος, το πάθος και
το ανεξιχνίαστο της ανθρώπινης φύσης. Στον ίδιο χώρο εντάσσεται όχι μόνο η
φανταστική λογοτεχνία αλλά και το παραμύθι, η λαϊκή παράδοση, ο μύθος. Ποιος
δεν γνωρίζει τα ιδιότυπα δημιουργήματα του Λουκιανού ή του Αισώπου; Πολύ
περισσότερο, ποιος δεν γοητεύθηκε από τα έργα επιστημονικής φαντασίας και τις
μελλοντολογικές και αστρικές φαντασιώσεις του Ασίμωφ ή του Άρθρουρ Κλαρκ, τις λαϊκές
και γοητευτικές ιστορίες, που στον απέραντο κύκλο των παραμυθιών της Ανατολής,
ξεχωρίζουν «οι χίλιες και μία νύχτες», που είναι και η αποκορύφωση της
ανεξάντλητης φαντασίας του λαϊκού ανθρώπου;
Ύστερα απ’ αυτά,
νομίζουμε πως δώσαμε, σε πολύ αδρές γραμμές, τα κύρια χαρακτηριστικά των δύο
αυτών μεγάλων τάσεων της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Και οι δύο
εκφράζουν αυθεντικά την ανθρώπινη ψυχή. Ρεαλισμός και φαντασία συνθέτουν τον
απέραντο πολυποίκιλο και ανεξάντλητο χώρο όπου σ’ αυτόν κινείται ο δημιουργός
της Τέχνης. Μέσα από την πραγματικότητα, την πολλαπλότητα των εντυπώσεων, των
προκλήσεων και των ερεθισμάτων όλοι έδωσαν δικές τους απεικονίσεις του έξω και
του μέσα τους κόσμου μ’ ένα τρόπο μοναδικό και ανεπανάληπτο. Όλοι τους έδωσαν,
τέλος, μιαν ελεύθερη και προσωπική ερμηνεία στα φαινόμενα και τις καταστάσεις.
Όλοι, θα ’λεγα, ακόμα άφησαν εκδοχές και «μαρτυρίες» της ίδιας της ζωής, το
ίδιο μεγαλοφυείς και πειστικές για τα όσα είδαν, σκέφθηκαν ή έπαθαν στη
διάρκεια της πρόσκαιρης παραμονής τους στον αδιάκοπα εξελισσόμενο κόσμο, τον
τόσο παράλογο και αντιφατικό αλλά και τον τόσο πλούσιο σε ομορφιές και τέρψεις… Ε. Ρ.