Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2021

ΣΤΗΣ ΚΑΝΕΛΟΡΙΖΑΣ ΤΑ ΧΝΑΡΙΑ (ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ)

 

 

Φωτεινής Αζαμοπούλου, «Μια στιγμή αρκεί», εκδόσεις «ΕΞΗ», Αθήνα 2018.

Γράφει η Καλλιόπη Δημητροπούλου

  Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να ακονίσω την πένα μου και της ψυχής μου τα κιτάπια και να ανταμώσω με την αφηγηματική δράση, ανάδραση και απόδραση των ηρώων της Φωτεινής Αζαμοπούλου, σε τόπους και χώρους εύξεινους αλλά και δύσβατους. Το οφείλω στην αγάπη και τον θαυμασμό, που τρέφω για την ποιότητα και τη σεμνότητα του χαρακτήρα αλλά και το άκαμπτο λογοτεχνικό ήθος της συγγραφέως. Το οφείλω και στην κοινή Ηλειακή αφετηρία μας. Η κριτική μου, βέβαια, προσέγγιση σε τούτο το πόνημα θα λειτουργήσει με αίσθημα ευθύνης και με αντικειμενικά κριτήρια.

   Μελετώντας, λοιπόν, τo μυθιστόρημα της Φ. Αζαμοπούλου που στεγάζεται κάτω από τον τίτλο «Μια στιγμή αρκεί», αφουγκράζομαι μια ατόφια, αυθεντική καταγραφή μυθιστορίας, που την ξεσκόνισε και την ανέβασε στο φως η συγγραφέας από το χρονοντούλαπο της ίδιας της ζωής.    

   Από την έντονη βιωματική εμπειρία των χρόνων της παιδικής και αμόλευτης αθωότητας του παρελθόντος. Κρατώ στα χέρια μου ένα μυθιστόρημα άξιας και εμπνευσμένης λογοτεχνικής πνοής και αναγνωστικής απόλαυσης. Μια ιστορία που μοσχομυρίζει έντονο συναίσθημα δομημένο πάνω στους ήλιους και στα φεγγάρια της ζωής. Μια μυθιστορία που άλλοτε ανασαίνει με τον ακαταπόνητο έρωτα κι άλλοτε κομπιάζει στη ματαίωση του ονείρου. Η ελπίδα όμως ποτέ δεν λιγοστεύει στην πένα της συγγραφέως. Οργώνει τα δομικά στοιχεία της ιστορίας του βιβλίου και καρδιώνει τους ήρωες του έργου. Στριμώχνεται, παραδίνεται, αποζητά και αντιπαλεύει.

   Η Φ. Αζαμοπούλου αναπλάθει παραστατικά τη μικροαστική κοινωνία της ελληνικής επαρχίας του 1970. Καταγράφει το έντονο συγκρουσιακό στοιχείο της απαγορευμένης αγάπης δύο νέων διαφορετικών κοινωνικών τάξεων. Ο έρωτας του πλούσιου γιού μιας παρεμβατικής μάνας, του Αχιλλέα, για το φτωχό κορίτσι του ψαρά, την Κανέλα, φαίνεται καταδικασμένος σύμφωνα με τα κοινωνικά και ταξικά στερεότυπα της εποχής. Η δύναμη του έρωτα αντιστέκεται στα υψωμένα τείχη της ζωής τους. Ο εύπορος νέος παραιτείται από την μητρική οικονομική καταπίεση. Έχει ζωτική ανάγκη, να βιώσει τον έρωτα, που εισβάλλει ξαφνικά στη ζωή του και με τη δύναμή του εξελίσσεται σε αυτοδημιούργητο και επιτυχημένο επιχειρηματία. Η φτωχή αλλά αυθεντική και περήφανη Κανέλα αναπτύσσει μια θαυμαστή ικανότητα να εμπνέει και να στηρίζει όλα τα κοντινά της πρόσωπα, που συμβάλλουν στην ανίχνευση του κοινωνικού τοπίου του Ναυπλίου. Οι συμπρωταγωνιστές σε ρόλο καλού-κακού βοηθούν στην εξέλιξη της ιστορίας και στην πλοκή του έργου. Στο μυθιστόρημα αντιπαρατίθενται και συγκρούονται δύο ηθικές στάσεις. Από τη μια η ηθική στάση της αγάπης, της καλοσύνης και της συγχώρεσης και από την άλλη η ηθική στάση της δύναμης, του πλούτου, της αδικίας, και της τιμωρητικής νουθεσίας. Με πολλές ανατροπές και συγκρούσεις η ζωή και το ηθικό στοιχείο κρατούν τελικά το τρόπαιο της νίκης.

   Το μυθιστόρημα διατηρεί όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός κλασικού έργου. Ο πεζός αφηγηματικός του λόγος είναι εκτεταμένος. Ο μύθος του, επίσης, εκτείνεται σε πολλά επεισόδια και η πλοκή του κινείται σε διάφορα χρονικά και τοπικά επίπεδα. Στο έργο υπάρχει η κεντρική ηρωίδα. Γύρω της κινούνται αρκετά πρόσωπα με ποικίλους χαρακτήρες και οι μεταξύ τους σχέσεις λειτουργούν πολύπλοκα και συγκρουσιακά. Ο αφηγητής, ως παντογνώστης αυτόπτης μάρτυρας, αφηγείται την ιστορία σε τριτοπρόσωπη αφήγηση με μηδενική εστίαση. Γνωρίζει δηλαδή τα πάντα και διεισδύει ακόμα και στις μύχιες σκέψεις των ηρώων του. Η ιστορία του βιβλίου αντλείται από βιωματικά στοιχεία και εμπειρίες αλλά στηρίζεται και σε πολλά στοιχεία της φαντασίας και της κοινωνικής πραγματικότητας. Τα διαλογικά μέρη που χρησιμοποιεί η συγγραφέας, αποδεικνύουν στοιχείο θεατρικής τεχνικής και προσδίδουν ζωντάνια, παραστατικότητα, αμεσότητα και εκφραστική δύναμη στο μυθιστόρημα. Με δεινή περιγραφική δεινότητα, επίσης, γίνεται η αναπαράσταση προσώπων, τόπων, χώρων και αντικειμένων. Αρκετές περιγραφές παρεμβάλλονται μέσα στην αφήγηση. Με αυτόν τον τρόπο η συγγραφέας καταγράφει και προβάλλει σκηνοθετικά την αισθητική αναπαράσταση του χώρου και αιτιολογείται έτσι η δράση των ηρώων. Συχνά επιστρατεύεται και ο εσωτερικός μονόλογος. Σκέψεις, διαθέσεις, αναμνήσεις και συνειρμοί των ηρώων της, εξωτερικεύονται και προσδίδουν ένα στοχαστικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο στο έργο. Αν και ακολουθεί πιστά η συγγραφέας την κλασική φόρμα του μυθιστορήματος, που διακρίνεται στην πλοκή, την κορύφωση και τη λύση, συχνά μηχανεύεται μέσα και τρόπους που προσδίδουν έντονο ενδιαφέρον στη ροή της αφήγησης. Η διείσδυση στην ψυχολογία και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των ηρώων, είναι βασικό στοιχείο, που υπογραμμίζει τις αντιθέσεις και συγκρούσεις μεταξύ των χαρακτήρων. Να υπογραμμίσω, πως, εκεί όπου τα τεκταινόμενα οδηγούνται στην κορύφωση και επιστρατεύεται ως ισορροπία η λύση, η Φ. Αζαμοπούλου μάς εντυπωσιάζει με την ευρηματικότητά της. Στοιχεία ανατροπής, που κινούνται στο πλαίσιο του απρόσμενου, επινοούνται σκηνοθετικά και έτσι η συγγραφέας αναδεικνύει τη δεξιότητα, που κατέχει, να διαχειρίζεται και να επιβλέπει την, χωρίς προσκόμματα, ροή της αφήγησης.

   Δεν χαρακτηρίζεται, κατά τη γνώμη μου, ως άκρως ερωτικό μυθιστόρημα. Είναι ένα ηθογραφικό και ψυχογραφικό αφήγημα με έκδηλο σημαινόμενο την προσωπική και ερωτική ευτυχία και ολοκλήρωση, χωρίς να καταγράφονται σκηνές και εικόνες με άκρατο αισθησιασμό ή πρότυπα αρρενωπότητας, υποταγής ή εξάρτησης ανάμεσα στα ερώμενα πρόσωπα. Ο έρωτας βρίσκεται στην υπεροχή του, κυρίαρχος και πρωταγωνιστικός στο ειδυλλιακό του περιβάλλον.  

   Κατέχει το κέντρο του σκηνικού πάντα, συνδαιτυμόνας με το ιερό πεδίο, κερδίζει και καθαγιάζεται. Οι σχέσεις φαντάζουν ιδανικές μέσα από την αναζήτηση της άπειρης, γνήσιας και αθώας ερωτικής έλξης που μεταπλάθεται σε κεραυνοβόλο έρωτα και στιβαρή αγάπη. Η συγγραφέας, ως «ανατόμος» της ψυχής, με μαεστρία καταφέρνει να εισχωρήσει στα κίνητρα των προσώπων και να σκιαγραφήσει παραστατικά τα ήθη τους. Την ενδιαφέρουν τα συναισθήματα, οι αξίες, οι πράξεις των ηρώων της, οι ενέργειες και οι εμπειρίες τους, που κοινοποιούμενες στον αναγνώστη, τον βοηθούν στην κατανόηση της αφηγηματικής πλοκής και δράσης.

   Με την αφόρμηση και έμμεση καταγραφή των εμπειρικών και βιωματικών στοιχείων, που καλά κατέχει η συγγραφέας, σκηνοθετεί τη δυναμική διάδραση των εσωτερικών αντιθέσεων των ηρώων της και στοιχειοθετεί την ιστορία της, χρησιμοποιώντας στον κεντρικό πυρήνα της αφήγησης τα στοιχεία αυτά και μάλιστα ως σημαντική θεώρηση της ζωής. Παράλληλα αφουγκράζεται τις κρούσεις και συγκρούσεις της συνείδησης και της βούλησης των ηρώων της και αναδεικνύει τον έρωτα ως βασικό μέσο κατάφασης ή άρνησης της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα πρόσωπα δομούνται μέσα στην αλήθεια τους και στην πλάνη τους. Σκιαγραφούνται με ρεαλισμό και αληθοφάνεια. Δεν απουσιάζει όμως και το τραγικό στοιχείο, αφού συχνά θύμα και θύτης αγνοούν την αλήθεια αλλά και το δίχτυ της μοίρας τούς παγιδεύει σε μικρούς ή μεγάλους θανάτους. Μόνο η ελπίδα δεν πεθαίνει στην ηρωίδα της. Πάντα επιπλέει και κινητοποιεί.

   Η θεματολογία του μυθιστορήματος όχι ασυνήθιστη. Άλλωστε, ο τίτλος του βιβλίου υποδηλώνει ακριβώς την ακαριαία και κεραυνοβόλα δυναμική του έρωτα. Η καταγραφή της θεματικής του όμως, διεκπεραιώνεται από τη συγγραφέα με δεινή ψυχογραφική μαεστρία και με επιδέξια διεισδυτική ικανότητα στις εσώτερες πτυχές του χαρακτήρα των ηρώων της. Η ένταση των συναισθημάτων, συχνά, πάλλεται από το εύστοχο θυμικό χρώμα που ρέει άφθονο επάνω στο λογοτεχνικό της τελάρο. Τα πρώτα σκιρτήματα των νέων, ένα δυνατό ειδύλλιο γεμάτο εμπόδια, οι αδιέξοδες σχέσεις, οι γονεϊκές φιγούρες με τις δύσπεπτες και ιδιόρρυθμες συμπεριφορές και αγκυλώσεις, η ζηλόφθονη στάση της πεθεράς απέναντι στη νύφη, ο παθιασμένος έρωτας που μάχεται για τη δικαίωση, η αλώβητη και αυθεντική αγάπη, είναι κάποια από τα βασικά θεματικά μοτίβα του μυθιστορήματος, με τα οποία καταπιάνεται η Φ. Αζαμοπούλου. Σε δευτερεύοντα πλάνα ενυπάρχουν στοιχεία όπως: ο αυταρχισμός, η πατριαρχία, η μητριαρχία, οι συγκρούσεις των γονιών, η εφηβική ζωή, η απόρριψη, η δύναμη της συγχώρεσης, ο ιερός θεσμός και ο ρόλος της οικογένειας, η μετανάστευση για αναζήτηση καλύτερης ζωής, οι εσωτερικές ανεπάρκειες και συγκρούσεις. Ακόμα συναντά ο αναγνώστης τα αρνητικά συναισθήματα του θυμού, της ζήλιας, του εγωισμού. Ο θεσμός της προίκας, οι δυσκολίες των φτωχών κοριτσιών για σύναψη γάμου και η κληρονομιά, μπαίνουν ακροθιγώς στο θεματολογικό πλάνο της συγγραφέως. Στερεότυπα, νόρμες, ταμπού, αναχρονιστικά –για τα σημερινά δεδομένα- έθιμα, αλλά και οι ρόλοι των δύο φύλων, η περιχαρακωμένη θεώρηση για τη θέση της γυναίκας εκείνης της εποχής, επανέρχονται στο φως από την πένα της συγγραφέως.

   Ο τόπος στο μυθιστόρημα «κινείται». Ο τοπογραφικός ορίζοντας της δράσης των ηρώων δεν είναι στατικός. Από το μικρό ψαροχώρι της ηρωίδας του βιβλίου, της Κανέλας, αφοπλίζει και παίρνει φόρα η αφήγηση. Διανύει δρόμους και ταξιδεύει σε μια επαρχιακή ελληνική πόλη. Κι από εκεί διαπερνά τα γεωγραφικά ελληνικά σύνορα και μας οδηγεί στις Γαλλικές ασφάλτους για να επιστρέψει ξανά στα όμορφα σοκάκια του ιστορικού Ναυπλίου.

   Ο χρόνος των γεγονότων του βιβλίου είναι παρελθοντικός. Η αφηγηματική ιστορία όμως, διαδραματίζεται ταυτόχρονα με τα γεγονότα. Ο χρονικός ορίζοντας είναι προγενέστερος του αναγνώστη, μας στρέφει στα αθώα και δύσκολα χρόνια της ελληνικής κοινωνίας του 1970. Σε μια εποχή που η συγγραφέας καταφέρνει να μας βάλει στο κλίμα της, καταγράφοντας όλα τα βασικά κοινωνικά στοιχεία, που την χαρακτηρίζουν.

   Η γλώσσα απλή, ποιητική δημοτική, με λυρική χροιά, με δυναμισμό και σθένος που κρατούν τον αναγνώστη σε εγρήγορση. Ρέει σαν γάργαρο ποτάμι. Ισορροπεί ανάμεσα στην αισθητική αποδοχή και στην κυριολεκτική απόδοση. Οι λέξεις της Φ. Αζαμοπούλου τρέχουν, μαζί με την αφήγηση. Η ηρωίδα της, η Κανέλα και ο αγαπημένος της Αχιλλέας, μέσα από τη λεκτική δεινότητα και απλότητα της αφήγησης, μοιάζουν με αρκετά συναπαντήματα του εαυτού μας. Οι δυο τους παρουσιάζονται ερωτικοί, μελαγχολικοί, δυναμικοί, εύθυμοι, ανθρακωρύχοι στην άβυσσο της αναζήτησης της αγάπης. Μιας αγάπης που καταλύει τα όρια του ατομισμού, στρέφεται αλτρουιστικά στον απέναντι, γεγονός που μας ξενίζει, γιατί σπανίζει. Το ύφος διακρίνεται για την αφηγηματική του αμεσότητα, καθώς και για τη λιτότητα των εκφραστικών του τρόπων. Μεταφορές, παρομοιώσεις, υπερβολή, προσωποποιήσεις και παραστατικές εικόνες τροφοδοτούν συνεχώς την αναγνωστική απόλαυση.

   Η Φ. Αζαμοπούλου δούλεψε αρκετά με τους ήρωές της. Δούλεψε πολύ και με την ατμόσφαιρα του βιβλίου. Καταγράφει και αποδίδει τα πάθη, τα σφάλματα και το πεπρωμένο των ηρώων της. Δεν τους αφήνει όμως στην τύχη τους. Στο τέλος τους ανυψώνει και τους οδηγεί στην κάθαρση και στην ταπείνωση. Αποδίδει τον έρωτα και την αγάπη μέσα από την υπερβατική ηρωίδα της, παρουσιάζοντάς την, ως απόστολο του καλού. Μας αποκρυπτογραφεί την πολυσημία της ανθρώπινης εμπειρίας, και δη της ερωτικής εμπειρίας. Ο έρωτας ο τροφοδότης, είναι ζωή και ποιος δεν τον γεύεται, όταν τον ανταμώσει; Και ποιος μπορεί να αντισταθεί, στη δίνη του να μην παρασυρθεί;

   Στην κατακλείδα του βιβλίου της, η συγγραφέας κλείνει με σκέψεις. Κατασταλαγμένη μιλάει μέσα από τη φωνή της ηρωίδας της: «Ο έρωτας είναι ιός λυτρωτικός. Τον κουβαλάς στο αίμα σου και καιροφυλακτεί, ώσπου να έρθει η ώρα του να ξαναφουντώσει και να νοσήσεις πάλι». Κι αν το θέμα του μυθιστορήματος είναι κοινότυπο, η συγγραφέας μάς επιτρέπει να το προσεγγίσουμε μέσα από το δικό της ιδιαίτερο συναισθηματικό, ψυχολογικό, κοινωνικό και διανοητικό υπόβαθρο. Είναι οι στιγμές που η αφηγήτρια ταυτίζεται με την ηρωίδα της κι εμείς μαζί της με την ίδια τη ζωή. Κι όταν απολαύσουμε το έργο, γυρίσουμε και την τελευταία σελίδα του και πλέον η ηρωίδα μάς αφήνει και αποσύρεται στη σιωπή της, η Φωτεινή Αζαμοπούλου καταφέρνει να αποσύρεται κυρίαρχη στην καρδιά μας. Όμορφα, ποιητικά, υμνώντας τη γοητεία του παντοκράτορα έρωτα.

Καλλιόπη Δημητροπούλου

 

 

====

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου