γράφει η Κατερίνα Κουτσούνα
Οι νοικοκυρές αχάραγα ,συχνά με τη
συντροφιά των παιδιών που το βρίσκαν μεγάλη διασκέδαση και μπρου ακόμα βαρέσει
η πρώτη καμπάνα που με τον ήχο της ο παπά Γιώρης καλούσε τους πιστούς στη
λειτουργία της γιορτής, ξεχύνονταν στα πέριξ, όπου γνώριζαν ότι υπήρχαν
ριγανότοποι και δεν ήσαν λίγοι ετούτοι , απ´ όξω από την πόρτα τους μέχρι
απάνου τα βουνά και τα χωράφια , στους Καλούς, στον Κόλυμπο, στο Μεγαβούνι,
στον Ταξιάρχη ! Η Μοφκίτσα μοσκοβολάει ρίγανη από γεννησιμιού της ! Η σπιρτάδα
της ακόμα βαράει τη μύτη μου κι ας έχουν περάσει τόσοι χρόνοι που έχω να τρέξω
τέτοια μέρα στα βουνά, γιατί εκείνη είναι η πιο καθάρια κι η πιο σπιρτόζα, η πιο
θανατερή σε γεύση και γιατράδα .....
Πότε με τη νόνα, πότε με τη μάνα, πότε
κι ούλες αντάμα, ετούτο το γιουρούσι δεν ξεχνιέται από τα παιδιά, πηγαίναμε,
όχι δα, εξορμούσαμε για τη συλλογή της ρίγανης, γιατί έτσι το ήθελε το έθιμο,
αφού τώρα η ρίγανη είναι στις δόξες του ανθίσματός της, στις δόξες των
πολύτιμων συστατικών της. Να πιάσουμε ρίγανη, να νιώσουμε ζωή!
Δεν ξέρω αν ήταν η απληστία για το
ποιος θα μάζευε την περσότερη και γιατί τούτο ποτέ μου δεν κατάλαβα, αφού όποια
ώρα τη χρειάζονταν, έτσι έκαμναν δυο βήματα πιο έξω από το σπίτι τους και την
είχαν, φρέσκια ή ξερή, ξέρω όμως πως η χαρά ετούτης της απληστίας είναι ακόμα
χαραγμένη μέσα μου ,βαθιά μου ,με χαρακιές ανεξίτηλες, με δυο ρουθούνια τόσα δα
να ρουθουνίζουν τη μυρουδιά της σαν άλογα που φρουμάζουν όταν βρίσκονται σε
οίστρο, με μια αγκαλιά γιομάτη θησαύρισμα μεθυστικό ,στ´ αλήθεια μεθυστικό,
γιατί αν σ´εύρισκε ο ήλιος να μαζεύεις η σπιρτάδα της θα σ´έριχνε στα σίγουρα
χάμω, με ένα κέφι που δε θύμιζε στιγμή τις αντίξοες συνθήκες διαβίωσης του
χωριού, με μια λαχτάρα από ´κείνες που μοναχά τα μικρά παιδιά έχουν όταν κόβουν
λουλούδια, με μια ιστορία που καταγράφεται μόνιμα στην ψυχή σου, σαν ένα δώρο
θεϊκό και είναι τ´ ορκίζομαι και είναι το νιώθω!
Τα ψιλολουλουδάκια της ,που μερικά
βιάστηκαν κι έδεσαν σποράκια κιόλανε, αέρινα και προκλητικά αδημονούσανε
θαρρείς πότε θα πέφτανε στην αγκαλιά των κοριτσιών για να σμίξουν με της
παρθενίας τους την αθωότητα, για να νοστιμεύουν τα ψητά και βραστά τους, για να
γίνουν ρόφημα γιατρευτικό, για ν´ ακουμπήσουν απάνου στο πονεμένο δόντι να
διώξουν ή να καταλαγιάσουν τον πονόδοντο, για να διώξουν το κακό από το σπίτι,
για να χαρίσουν ενίοτε ομορφάδα ακόμα και στα βάζα.
-Τι τα θέλουτε ζάβαλε τα βοτάνια στα
βάζα ; Όξω δεν τα χαιρόσαστε πιότερο , έλεγε συχνά η νόνα . Μπας κι είχε άδικο;
Οι βουλές του ανθρώπου όμως πάνε κατά τα γούστα του.
-Ν´ αφήνουτε και καμπόση για σπόρο,
ορμήνευε η μάνα .Να ´χουμε και για του χρόνου. Δεν τα ,,ξεμπουντουλώνουμε,, τα
βοτάνια . Ούτε τα ξεριζώνουμε!
Και το κάναμε έτσι ,όπως μας ορμήνευε
ή όπως μας διάταζε αν δεν υπακούαμε με την πρώτη. Η πρόνοιά της και η πρόνοια
της φύσης ,που εφοδίασε το φυτό με παχύ ριζικό σύστημα ήταν ικανό να χορτάσει
και την απληστία μας στη συλλογή και να πετάξει φρέσκια ρίγανη του χρόνου.
Ήρθαν καιροί που η εμπορικότητα της ρίγανης εκτοξεύτηκε στα ύψη ,εκεί
γύρω στο 1960-´70 , που οι ειδικοί της εμπορικής βιομηχανίας ξεγελούσαν με
φτωχό αντίτιμο τους κατοίκους και τους υποχρέωναν να μαζεύουν ρίγανη εμπορεύσιμη.
Τότε ξεχύνονταν κι από άλλα μέρη συλλέκτες που δε σέβονταν τους κανόνες και
ξερίζωσαν το φυτό με αποτέλεσμα να μην υπάρχει όση ρίγανη παρήγαγε ο τόπος.
Ήρθαν και οι πυρκαγιές και για μεγάλο χρονικό διάστημα η μοσκοβολιά ετούτης της
σπιρταδένιας ριγανοσυλλογής είχε εκλείψει .
Ήτανε σα θάνατος ετούτο! Ήτανε σα θλίψη, όχι σα θλίψη,
ήτανε θλίψη ! Έβγαινες και δε συνάνταγες εύκολα ριγανόξυλο ούτε ξερό ,όχι
ανθισμένο ! Και τώρα που είπα ριγανόξυλο....
Με δαύτο τρουπάγανε το ψωμί μπρου
πέσει στο φούρνο, με δαύτο σκαλίζανε το πονεμένο δόντι, με δαύτο ορίσανε για
πρώτη βολά την οδοντογλυφίδα.
Δεν ξεχνώ τότε που τα σπίτια γίνανε
αποθήκες ρίγανης . Ούτε τη μάνα μου ξεχνώ που τα κουβάλαγε στον ώμο της τίγκα
στο γιόμο, ούτε τη λιγοψυχιά της από τη σπιρτάδα ξεχνώ . Ήτανε τιμωρία ετούτη
του φυτού για την απληστία της υπέρμετρης συλλογής; Η άμυνα ήταν του φυτού, η
άμυνα ! Η μάνα μου όμως έπεφτε λιπόθυμη καθώς την έπιανε η ζέστη στην επιστροφή
της από τα χωράφια κι από τα βουνά κι ακούμπαγε πεταχτά τα τσουβάλια στο πάτωμα
και τ´ άνοιγε αμέσως , να μην ανάψουν,, . Ένα θυμάμαι ακόμα. Κανείς μας δεν
αρρώστησε εκείνους τους χειμώνες! Η ευεργετική σπιρτάδα σήκωσε τη σημαία της
υγείας ψηλά κι έγραψε στον αστερισμό ,,του καθενού, μας πολύχρονη ευκή.
Ήτανε κι ο Άγιος που τη βλόγαγε τη
ρίγανη να πληθαίνει, ήτανε ο ίδιος που βλόγαγε και τους κατοίκους να ’ναι καλά
και να μαζεύουνε κάθε χρόνο στη γιορτή του ρίγανη.
Βάνανε που λέτε τα πρόβατα, στο στάλο, μιας κι οι ζέστες του καλοκαιριού
έσφιγγαν καθώς τράβαγε στο τέλος του ο Γιούνης και όταν η ρίγανη ξεραινότανε
στον ίσκιο για να κρατεί το χρώμα της, τη μαυρισμένη δεν την έπαιρναν οι
εμπόροι και πήγαινε στράφι ο κόπος τους ,στράφι κι η ρίγανη, αρχίναγε το
κοπάνισμα, ο αγώνας. Συχνά φρουουουου, ένα-ένα κλωνάρι το τράβαγαν και με μια
κίνηση έπεφτε ούλος ο θησαυρός του στο απλωμένο σεντόνι, που γινότανε άχρηστο
και το φυλάγανε μοναχά για τέτοιο σκοπό έκτοτε . Κι απλωνότανε ολόγυρα εκείνη η
αψάδα της η θεραπευτική κι εκείνο το αλησμόνητο άρωμά της. Ύστερα έτριβαν
ανάμεσα στις δυο τους παλάμες να θρυμματιστούν και τα φύλλα, κοσκίνιζαν με το
,,καλμπούρι,, να πέσει
κατακάθαρη χάμω και να μείνουν απάνω τυχόν ,,σούραφλα,,. Κι ούλα ετούτα για ένα
φράγκο το κιλό (την οκά μάλλον τότε ) καθαρή! Έρμη φτώχεια τι τράβαγες και τι
τραβάς για τα συμφέροντα των δυνατών! Ατέλειωτες ώρες προετοιμασίας για μια
,,δραμή,, , όπως έλεγε και η νόνα!
Η αψάδα κόλλαγε στο σπίτι, το άρωμα
δεν έφευγε με τίποτα. Θύμιζε τον αγώνα ούλο το καλοκαίρι κι έστρωνε τα όνειρα
με το διάφανο πέπλο της ελπίδας για καλυτέρεψη της ζωής μέσα στις ανάγκες της.
-Πιάστε ρίγανη παιδιά! Πιάστε ρίγανη
χωριανοί! Είναι τ´ Αϊ-Γιαννού του Ριγανά! Όποιος δεν πιάσει ρίγανη και δεν τη
μυρίσει σήμερα, δε θα ιδεί άσπρη μέρα…!
Έθιμα αγαπημένα που νοστιμίζατε τη ζωή των ανθρώπων, που αρμέγατε τον ψυχισμό
τους πεντακάθαρο κι αγνό κι αρμενίζατε τους πόθους τους στα πέλαγα της ευτυχίας
με της ανάγκης τους την πεθυμιά να γίνεται ευλογία, με της λαχτάρας τους τη
ζέση να γίνεται όνειρο, με της φτώχειας τους την ανοχή να γίνεται πλούτος!
Με το κοίταγμα στο πηγάδι με τη φεγγαροβραδιά
να βρίσκουν οι κοπελιές τον άντρα, που θα τις έπαιρνε, θα τις παντρευόταν
δηλαδή ......
Χρόνια πολλά Κλήδονα! Χρόνια πολλά
χωριανοί! Χρόνια πολλά Μοφκιτσάνοι!
Τι που σήμερα παραμένουν στη θύμησή μας τα δρώμενα ετούτα! Τι που λιγόστεψαν οι
άνθρωποι της Μοφκίτσας; Τι που δε βλέπεις πια παιδιά να πηλαλάνε και νοικοκυρές
να σηκώνονται πρωί για να πιάσουν πρώτοι ρίγανη! Η ρίγανη πιότερο ριζώνει στα
ήσυχα ριγανοτόπια της, πιότερο θεριεύει κι ομορφαίνει τον τόπο. Δρόμοι,
πεζούλες, κακοτοπιές.. εκείνη είναι δυνατή, φυτρώνει παντού. Οι λίγοι που
απομείναμε, στο πέτρινο χωριό, που λέει κι ο Σπύρος ο πατριώτης μου, σκορπάμε
τους σπόρους της παράδοσης στους νιότερους για να μη σβήσει, για να ’ρθει πίσω
ο καιρός που τ´ όμορφο χωριό μας θα γιομίσει κόσμο και θα λικνίσει τη νέα γενιά
που θα κατοικήσει τα σπίτια του, θα δουλέψει τα χωράφια του, θα τηρήσει τις
παραδόσεις του. Όλα ανακυκλώνονται, όλα υπόσχονται, όλα ζουν...
Ρίγανη κι αν εμύρισα ξενιτεμένος νιώθω
Να γίνει ετούτο το χωριό Παρίσι, έχω μεγάλο πόθο!
Από τα παιδικάτα μου ετούτο ονειρευόμουν,
επάσκιζα, ονειρευόμουν κι άστοχα αντρειευόμουν
π´ έβλεπα με το βάσανο τη μάνα μου στον ώμο...,
π´ αγνάντευα κι εμάζευα λουλούδια από το φλώμο....
Π´ επήγαινα του Ριγανά ρίγανη να μαζέψω ,
π´ εχάραζα το όνειρο στο νου μου μέσα κι έξω ......
Βλόγα το Αϊ-Γιάννη Ριγανά ετούτο τ´ όνειρό μου.
Βλόγα το κι άστο ολάκερο να μένει στο πλευρό μου....
Κι ως θα σφαλούν τα μάτια μου στου χρόνου την κεραία,
να νιώθω τη Μοφκίτσα μου χορτάτη, πανωραία....
Να πηλαλούνε τα παιδιά σαν το νερό στη βρύση .
Να παίζουνε χαμόγελα στην όμορφή σου φύση!
Κοιτάζοντας τον ουρανό συχνά να μαρτυράνε
πως κάποτε εδώ έζησαν άνθρωποι που φοράνε
ακόμα τον αέρα σου, μυρίζουν τ´ άρωμά σου...
Κι αν γίναν άστρα τ´ ουρανού, παιδιά ήσαν δικά σου!
Κι όλοι μαζί στον τόπο μου, νεκροί κι αναστημένοι
ή ζωντανοί, ολοζώντανοι θα ´ναι αγαπημένοι!
Κατερίνα Κουτσούνα