Σάββατο 11 Απριλίου 2020

ΠΕΡΥΣΙ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ



Ο θρήνος της Παναγιάς από το ΚΕΛΑΙΝΩ-"'ΞΑΣΤΕΡΟΝ"


ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ



 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ CLUB ΚΕΛΑΙΝΩ

Έλειπε ο Θεός 

Μια χούφτα άνθρωποι ήμασταν
που ξαίναμε τα όνειρα
να υφάνουμε ένα περίτεχνο ποδόγυρο
για της ζωής μας το φουστάνι
μα τα νήματα σαθρά.
Μια χούφτα νότες ήμασταν
που ερωτευόμασταν απάνω στο πεντάγραμμο
να φτιάξουμε της άνοιξης τραγούδι
μ’ αλάργεψε το αηδόνι.
Μια χούφτα όνειρα ήμασταν
που μάταια παλεύαμε να σιάξουμε έναν άνθρωπο
το ωραίο να μιλά
μα έλειπε ο Θεός.

====

Μένουμε Σπίτι

Το παρελθόν είναι όνειρο
και το παρόν μαστίζει καταιγίδα
Δεν περνούν οι ώρες,
Ξεσκονίσαμε βιβλία
Ασκούμεθα σε ένα άρρωστο κήπο
Νέοι τρόποι ύπαρξης
Διαλογιζόμαστε και το βλέμμα χάνεται
Περπατάμε στα δωμάτια
Ακούμε μουσική
Κυνηγάμε την σκια μας
Ο αέρας είναι τώρα λιγος και στεγνός
Τα πάντα άλλαξαν
Φόβος κι Τρόμος
Ο ιός είναι εδώ
στην ομίχλη ενός νέου Γολγοθά.
Αλλάζει τάξη ο κόσμος
και αγκαλιάζεται σφικτά.
…..
Θα ‘ρθει η στιγμή
που ο ιός θα φύγει,
είναι η ελπίδα ένα πουλί
που στην καρδιά έχω κλείσει,
οι άνθρωποι θα γίνουνε καλά
ο πόνος θα πάψει
κι ο κόσμος θα ισιώσει.
ο κήπος μου θα ανθήσει
θα βρούμε τη ζωή μας.
Με νοσταλγία απ’ τα παλιά
το μέλλον θα στεριώσω.

====

Της εξοχής

Την Άνοιξη ο αχόρταγος χειμώνας λοιδωρεί.
Ετίναξε τη μυγδαλιά !
Τώρα η γκορτζιά τα άσπρα της φορεί.
Χωρίς μιλιά !
Το ταπεινό αγριολούλουδο δειλά
στόμ´άχραντο σφραγίζει και γελά.
Ακούραστη της λησμονιάς προπέλα
δέρνει της Άνοιξης το έλα.
Στη φτήνια βάζει ,βγάζει στο σφυρί ,
λουλούδια, χόρτα παχυλό μηρί.
Αναστενάζει ! Πούν´ το ποδοβολητό
π´αφήναν τα παιδιά; Το ρουλητό ;
Τώρα χορτάτη ! Άγια μοναξιά !
Μα δε μπορεί δίχως τα μενεξιά.
Στου ανθού σου μαργαρίτα το φιλί
πασχίζω νάβρω την Ανατολή !
Να παγιδέψω στης αράχνης τον ιστό
καμπόσα ορνίθια από της πόλης το βλαστό .
Έχω δεμένη κόκκινη κλωνά ,
μα πώς να δραπετεύσω απ´ τα δεινά;
Κατερίνα Κουτσούνα.

====

Είδα τα μάτια σου 

Είδα τα μάτια σου κι αυτά με τρόμαξαν
μαύρο κατράμι, σαν άλλη κοίταξαν
που ΄ναι η γλύκα κι η επιμονή
που μου ΄δειχναν άνοιξη και προσμονή;

Είδα τα μάτια σου, τα διεισδυτικά
άγνωστα φάνηκαν, μα με παράπονο κι ανεμελιά
που ΄ναι η χάρη τους, τ΄ αυθεντικά
έρωτα σκιρτήματα ή μια ποιητική πινελιά;

Είδα τα μάτια σου, σιωπή μετά
πίκρα στα χείλη και στην καρδιά,
που είν΄ η λαχτάρα τους η παιδική
που με ανέβαζε στην κορυφή;

Είδα τα μάτια σου ανάμεσα σε πολλά
θα μετανιώσουν και θα πονούν,
πολλά τα γέλια και τα ψεύτικα φιλιά
θα σε πληγώσουν, κι ας τώρα εθελοτυφλούν.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ
Κατερίνα Ραμανδάνη

====

Αόρατες ριπές
Ελεύθεροι μεταλλαγμένοι σκοπευτές
στο εργαστήρι γεννημένοι του θανάτου,
πήραν τον δρόμο της σιγής του ασυρμάτου,
με εντολή ζωής να γίνουν πορθητές.
Υιοί του ολέθρου, της κορώνας ,του λυγμού,
γυρνούν διάσπαρτοι για πόνο διψασμένοι,
αναζητώντας μια ανάσα γερασμένη,
βόλι να στείλουνε του καταστροφισμού.
Εξοπλισμένοι με αόρατες ριπές
σκοπεύουν στήθια και σημάδια δεν αφήνουν,
μες στην ανάσα πολεμίστρες μόνο στήνουν,
σφυροκοπώντας ανελέητα πνοές.
Στων επιθέσεων το κύμα οι ψυχές
ριγούν, μονιάζουνε σαν μέλισσες το βράδυ
ορφανεμένες από το φιλί, το χάδι,
κρατούν στα χέρια τους για όπλα προσευχές.
Μικρές κυψέλες τώρα μένουν αδρανείς,
ούτε φτερούγισμα ο ήλιος δεν φωτίζει,
κάθε κυψέλη και από ένα μετερίζι,
από τον όλεθρο μη λαβωθεί κανείς.
Δεν είναι η πρώτη όμως τούτη η φορά
που δολοφόνοι τη ζωή την απειλούνε,
γι’ αυτό έχουν μάθει οι ψυχές να επιζούνε,
σαν ενωμένοι στέκουν μπρος στη συμφορά.
Κι απ’ της ελπίδας μια σταγόνα μάς αρκεί,
να μεταλάβουμε τη δύναμη βαθιά μας,
είναι ένα δώρο του Θεού η ανασαιμιά μας
και πάντοτε κι ένας εχθρός θα την πολιορκεί.
            Αθανάσιος Τρίψας

====
Λίγο ακόμη

Λίγο ακόμη και θα δούμε τι υπάρχει
στα τεφτέρια
Λίγο ακόμη και θα δούμε ποιους θα δείχνουνε
τα χέρια
Λίγο ακόμη και θα δούμε τι μας έχουνε
Χρεώσει
Λίγο ακόμη και θα δούμε ποιος θα έχει
να πληρώσει
Λίγο ακόμη και θα δούμε ποιοι θα είναι
ευνοημένοι
Λίγο ακόμη και θα δούμε ποιοί θα είναι
αλυσοδεμένοι
Λίγο ακόμη να στερέψουν και οι βρύσες
των ψεμάτων
Λίγο ακόμη να κοπάσει και το κλάμα
των θανάτων
Λίγο ακόμη και θα έρθουν οι παλιές καλές
στιγμές
Λίγο ακόμη να βρεθούμε στις ζεστές μας
αγκαλιές.
            Δημήτρης Μωρογιάννης

====

Πατρίδα

Χώρα ονειρεμένη, γεμάτη ακρογιάλια,
λαός ξεχασμένος στου ήλιου τις άκρες.
Ο τόπος ξερόβραχος, πουλιών η λατρεία,
μαγνήτης περίσσιος, καθρέφτισμα θρύλων.
Ιδρώνουν τα σύννεφα να φέρουν ειρήνη,
τα σύνορα άβατα, λευκά, σιωπηλά.
Ψυχώνονται τ’ άψυχα με χρώμα του ήλιου,
ελπίδα και όραμα στα βράχια κυλά.
Ο μόχθος του κύματος αγιάζει τ’ αγέρι,
η αντάρα κοιμήθηκε, ροδίζει η αυγή.
Αιώνες διαβήκανε τα χώματα τ’ άγια,
αγάπη φυτέψανε σε στήθη αγνά.
Παράδεισος κι όνειρο αγκαλιά με την πλάση,
ο άνεμος σύρριζα στους λόφους φυσά.
Γλυκά τα περάσματα, αναίτια ωραία,
ο τόπος, μυριόχρονος, ζωή μαρτυρά.
Πνοή, που αγκάλιασες τη γη την αγία
κι ανάστησες έρωτα, θυσίες γεμάτο!
Ορίστηκαν σύνορα με αίμα κι αγώνα,
νικήθηκαν σύγκορμα θεριά φοβερά!
Διαβαίνουν τ’ αδέρφια μας τη μνήμη πονώντας,
υπέροχα κι άσπιλα κορμιά των νεκρών!
Ψυχές που εγίνανε αεράκι των βράχων,
η ανάσα τους μέσα μας, η γη μας, αυτοί.
Πατρίδα του θάνατου, αθάνατη μένεις,
οι πέτρες οι ασήμαντες πονούν περισσά.
Ματιές μαυρομάντηλες, καημούς ραντισμένες,
κουρνιάζουνε γύρω μας σαν δάκρυα μεγάλα.
Τη λήθη ξορκίζουνε, οι όρκοι πληθαίνουν,
το αίμα στις φλέβες μας, προγόνων ματιά...
Οι ρίζες μας, άνυδρες, εδρεύουν στο χώμα,
λατρεύουν απέραντα τη γη την τρανή.
Λατρεία που εσπίλωσαν οι ορδές των α-λόγων,
που Λόγο δε γνώρισαν και πόνο πατρίδας.
Και γίνανε μέδουσες στις πρύμνες του ανέμου,
φριχτές κι ασυντρόφευτες που μόλεψαν αίμα.
Το αίμα τ’ αμόλυντο που αγιάζει τον τόπο,
τη χώρα την όμορφη κι αγνή σαν μια μέρα,
το λίκνο της θάλασσας, τον θρόνο του ήλιου,
τ’ αστέρι τ’ ανέσπερο, την πούλια στο σύμπαν.
Που πόνος τα σπλάχνα της, θυσία τα παιδιά της.
Η μνήμη, ανελέητη, δεν ξέγραψε χρόνους,
το χρέος δεν πληρώθηκε, οι τάφοι βοούν.
Γυμνοί κι ασυγκίνητοι¸ ερήμωσαν μόνοι,
ο αγέρας τους άφθορος, το φως τους ακέριο.
Τον τόπο ομόρφυναν και λάτρεψαν τόσο,
τη γη την εψύχωσαν, αγάπη ζητούν.
Κι ελύγισαν γρήγορα πολέμους και τρόμους,
ετάφησαν εύκολα στη σιωπή του καιρού.
Κουρνιάζουνε ήσυχοι οι πόθοι στα νέφη,
ελάχιστα όνειρα, ειρήνη γεμάτα.
Λιμνάζουνε ήρεμα τα δάκρυα στα μάτια,
τη χώρα προστάτεψαν, το χθες δεν εχάθη.
Εδίδαξαν δύναμη, θεμέλιωσαν πίστη,
υπόσχονται όραμα, σαν ρίγη κυλούν.
Καημοί ανεξάντλητοι σε στήθη πανώρια!
Ερίζωσε ο πόνος σας κι οι ρίζες πονούν.
Οι ρίζες, οι ανέσπερες ελπίδες του ανέμου,
το χρώμα του γέλιου μας, η ηχώ της χαράς.
Αγγίζουνε ήρεμες το μέλλον στα μάτια
κι υπόσχονται ήσυχες αγγέλους μυρτιάς.
Αρχίζουν οι θάλασσες μ’ ειρήνη και ήλιο,
λαξεύουνε τ’ άδυτα του κόσμου αυτού.
Χαράζουν ολόλευκα τραγούδια του θρύλου,
κι ορίζουν ορίζοντες, λαούς οδηγούν.
Ιωάννα Αθανασιάδου,

====

Σε γυρεύω  (Ανάπαιστος)

Σε γυρεύω στου κόσμου τ’ ανεξίτηλο χρώμα
σ’ ανοξείδωτα λόγια που η σκουριά τ’ απωθεί
μου ‘χες πει πως αιώνια, (όπως είναι το χώμα,
το λουλούδι του κάμπου και του βράχου η υφή),
μ’ αγαπάς, δυνατά με ψυχή και με σώμα,
που ριγά με την σκέψη κι η καρδιά μου ποθεί.

Μα σωπαίνεις με φόβο μην ταράξει η γαλήνη
χαραγμένη που βλέπεις σε προσώπου ρωγμή
με μαγεύει η μορφή σου με σκλαβώνει η σαγήνη
των ματιών, (αν δεν πνίγουν της ψυχής οι λυγμοί)
σαν σμαράγδια που σμίγουν σε μια εξαίσια δύνη
χορευτή, μπαλαρίνας, σε θεάτρου σκηνή.

Σε γυρεύω τα βράδια που ο ήλιος διπλώνει
κι η σκυτάλη, στα χέρια της νυχτιάς που ακλουθεί,
στο φεγγάρι που λειψό σαν ατίθασο πόνι
σταθερό στην γραμμή του δίχως κάποια στροφή,
να βρεθούμε για λίγο αγάπη μου μόνοι,
να σε νοιώσω, ν’ ακούσω, της ψυχής μου τροφή.

Τόσο χρόνο που ξόδεψες για μια αγάπη, που αλήθεια
δεν την έζησα ως έπρεπε κι η καρδιά μου απαιτεί
ναυτικός σε γκαζάδικα μου ‘χει γίνει συνήθεια
που η ελπίδα ριζωμένη στον αφρό με κρατεί
ν’ αγναντεύω ορίζοντες κι η λαχτάρα ως τα βύθια
 να μου γνέφει και βρίζοντας να με λέει κιοτή.
            Χρήστος Κουκουσιούρης

====

 ΚΟΡΟΝΟΪΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Στρίβω το κέρμα του ιού παιχνίδι του θανάτου
θε να γλιτώσω η χαθώ η τύχη μου μιλά
και του ιού η όρεξη να έρθει στα καλά του
να πάψει να κολλά

κέρμα εσύ διπρόσωπο που στρίβεις στον αέρα
μέχρι να πέσεις εις τη γη λαχτάρα η ζωή
μη γράψεις φίλε μου κοντέ κακό μέσα στη μέρα
ας το να ξεχαστεί

η ομορφιά δεν παίζεται σε τούτο το παιχνίδι
το ρίσκο είναι θάνατος κι ο έρωτας ζωή
μακάβρια παράσταση μη παίζεις στο σανίδι
ο θίασος κραυγή

γι’ αυτό κι εγώ το σταματώ το κέρμα το χαλάω
δίνω αξία κάλπικη πληθωρική τιμή
και συνεχίζω το ποτό και μάλιστα κερνάω
εβίβα ρε ζωή
Μ. Γεωργόπουλος

====
Σαν θα ’ρθει τ’ αύριο μην πεις: Δεν ήξερα

Κοίτα τη φωτιά
Κοίτα τη φωτιά
Στα μάτια να την κοιτάς
Έρχεται.
Τον πόνο άκου
Τον πόνο
Την πείνα κοίτα και τη φωτιά
Έρχονται. Είναι παντού
Εσύ τα φέρνεις στην αγκαλιά
Στα μάτια να τα κοιτάς
Εσύ τα φέρνεις
Τον πόνο, την πείνα τη φωτιά. Τη φωτιά
Την απελπισία, την απόγνωση και τη φωτιά
Σαν λες: δεν ξέρω
Σαν λες: δεν το ήξερα
Σαν λες: εγώ τη δουλειά μου κοίταζα
Τον τρόμο στα μάτια των παιδιών. Και το δάκρυ
Της σφαίρας τον ήχο τη σάρκα σαν σκίζει
Τα σκελετωμένα κορμιά
Και τον πόνο
Στα μάτια να κοιτάς
Το πρόσωπό σου μην αποστρέφεις
Υποκριτή
Υποκριτή
Τα ξέρεις όλα
Τα ματωμένα φιλιά και τη λάσπη
Στα μάτια να κοιτάς
Μη κάνεις πως δεν ξέρεις
Δικά σου παιδιά.
Υποκριτή
Υποκριτή
Ο πόνος, η πείνα, η φωτιά
Μη λες δεν ήξερα
Άβουλος και δειλός
του τομαριού σου δούλος αισχρός
Έτσι δειλός
απλά καρτερείς τη δική σου
σειρά
            Γιώργος Τριανταφυλλόπουλος

====

Αμνήμων

Μερονυχτίς
που ματώνει ο φόβος
με μια πόλη μιλώ
αφημένη στην ησυχία της.
Μιλάνο Γουχάν Βαρκελώνη
Αθήνα...
Τικ τακ οι νεκροί μας.
Τικ τακ στριφογυρίζουν
στις κατακόμβες τους.
Στερημένη πληγή ο ύπνος τους
χωρίς επικήδειους και κρίνα
μονάχα τις ανάσες τούς κούρδιζαν
γαλατερές στολές
πάνω στο μπρούτζο κλινάρι.
Τικ τακ, τικ τακ οι νεκροί μας
πηλός σε πηλό επιστρέφει.
Καλλιόπη  Δημητροπούλου

====

Δελτίο αισιοδοξίας

Σ’ αναμονή προορισμού τ’ αβάφτιστα πλοία.
Γεμάτα μ’ ελπίδες τ’ αμπάρια,
παίρνουν δελτίο καιρού κι αναχωρούν.
Για τους λαούς που δοκιμάζονται νοιάζονται.
Τις ωδίνες, που κατακαίνε το χάρτη της γης.
Με τόλμη κι αποφασιστικότητα,
αυξάνουν τους κόμβους.
Σύντομο να’ ναι το ταξίδι και ιάσιμος ο πυρετός.
Στο πέρα της σιωπής, ένα δελτίο αισιοδοξίας
παίζει τα ρέστα του...
Προσευχήσου, άνθρωπε!!!!!
            Φωτεινή Γεωργαντάκη-Ψυχογυιού

====

Ο Κορωνοϊός Ι΄

Ηρωικέ μου Έλληνα, απείθαρχε, μπαμπέση,
μέσα στο σπίτι θα κλειστείς σ’ αρέσει, δεν σ’ αρέσει!
Κυκλοφορεί ένας ιός, που, άμα σε κάνει θύμα,
και έχεις κάποια πάθηση, σε έστειλε στο μνήμα.
Εύκολα μεταδίδεται, γι’ αυτό θα πρέπει όλοι
μέσα στο σπίτι να κλειστούν στην ύπαιθρο, στην πόλη.
Στους νόμους υπακούοντας χωρίς να αντιδρούμε,
μένουμε στο καβούκι μας, τουτέστιν οικουρούμε
κι’ όποιος απ’ αγανάκτηση στο δρόμο θα σαλτάρει,
χωρίς να το αιτιολογεί,… εκατονπενηντάρι!
Οι μόνοι που ανεξέλεγκτα πλέον κυκλοφορούνε
οι διάφοροι αλλοδαποί, που νόμους δεν τηρούνε.
Που δεν φοβούνται πρόστιμα - τι τάχα να τους πάρουν;-
που κάνουνε, αφεντικά, εδώ ότι γουστάρουν!
Που τους κοιτούμε ανήμποροι και μ’ ανοιχτά τα χέρια
αυτοφασκελωνόμαστε με περισσή ευχέρεια…
Λευτέρης Μουφτόγλου

====

Αν ίσως

Κυοφορώ την Άνοιξη κατ’ οίκον.
Ελεεινός καιρός έξω φέτος.
Αλλά ίσως το Πάσχα να ξαναγεννηθώ,
αν θελήσει η Άνοιξη
να ξεπεταχτεί απ’ τα σπλάχνα μου,
αν μπορέσουν οι μέλισσες
να επικονιάσουν την Ανάστασή μου.
Αν ίσως φιλήσω και πάλι το φως
και τ' άνθη σου, αγάπη.
            Γεώργιος Π. Κασιμάτης

====

Κλείσε τις πόρτες, διπλομαντάλωσε,
μη λάχει και διαβούνε το κατώφλι σου.
Κλείδωσε κι όλους τους δικούς σου μέσα
μην τύχει και αγγίξουν πουθενά.
Μια ώρα έχεις στη διάθεσή σου
να τα τελειώσεις όλα
κι ας περιμένεις δύο στην ουρά
μα πρώτα να ρωτήσεις αν σ' αφήνουν.
Άνοιξε την οθόνη και στείλε τις ευχές σου
από μακριά.
Κρύψου πίσω απ' τη μάσκα σου και να 'ναι οι ανάσες σου μισές.
Βάλε μαγιά στ' αλεύρι να δεις πώς θα φουσκώσει το ψωμί
Βράσε καλά τα μήλα να φτιάξουμε γλυκό του κουταλιού
Κι αμάζευτα αν μείνουν τα μαλλιά σου
ποιος θα τα 'δει;
Γίναμε όλες νοικοκυρές...
Δείχνουμε με καμάρι τα ψωμιά και τα γλυκά,
τις καθαρές κουρτίνες
Γίναμε όλοι οικογένεια...
Αγκαλιαζόμαστε και αγαπιόμαστε
και παίζουμε ευτυχισμένοι μεταξύ μας
και Θεέ μου πόσα διαβάσαμε βιβλία
και πόσα πράγματα αλλάξαμε στο σπίτι,
Θεέ μου πόση ευλογία
που κλειδωμένοι μέσα κοιτάμε να μας προσπερνά η ζωή
και να διαβαίνει η άνοιξη χωρίς εμάς.
Κι όσοι πεθαίνουν φεύγουν μόνοι
Και όσοι έξω περπατούν κοιτούν τους άλλους
σαν εχθρούς μήπως και έχουν το Κακό
και τους το μεταδώσουν...
.
.
Σσσσ λένε κοιμάται η Γη
Σσσσ λένε γιατρεύεται ο τόπος
Σσσσ λένε είσαστε ήρωες, είμαστε πατριώτες
Σσσσ λένε μέσα και ήσυχα και ραντεβού όλοι στις έξι
Σσσσ λένε και πλησιάζει η ώρα της άρσης του εγκλεισμού
Σσσσ λένε και καμαρώνουν το λαμπερό μετάλλιο του καλού πολίτη
που μας κρεμάσαν στο λαιμό οι ξένοι
Σσσσ λένε...
κι εγώ μεθαύριο Μεγάλη Παρασκευή ένα κεράκι
δεν θα μπορέσω να σου ανάψω
μήτε να σου ξεπλύνω το μάρμαρο με δροσερό νερό
και ο καιρός ζεσταίνει και ξέρω πως διψάς.
Μένω μέσα όπως μένεις εσύ εκεί ψηλά
και βλέπω τη ζωή απλά να προσπερνά...
Οι μόνες διαφορές μας πως εγώ ακόμα ανασαίνω
και πως εσύ είσαι λεύτερος.

====

Παρασκευή 10/4/2020

Τις μέρες της αποκάλυψης, οι ανεύθυνες φωνές
ταράζουν την ευπρέπεια των δρόμων.
Αγανακτούν τα μέλη μου απ’ την ανευθυνότητα του κόσμου.
Ακόμα και οι καιροί ευαισθητοποιούνται.
Δυσκολεύονται να διαχειριστούν την απώλεια.
Μα, είναι και κάτι αχαρακτήριστοι, που θέλουν να παίξουν στα ζάρια
τη ζωή των συνανθρώπων.... Εν ανάγκη, μαντρώστε τους.
Πολύ θα το χαρώ!
            Φωτεινή Γεωργαντάκη-Ψυχογυιού

====

--ΝΑΥΤΙΚΗ ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ ΠΟΙΗΣΗ—

Ιστορίες της Ανατολής

Για ποιο ταξίδι να σου πω, για ποιου πελάγους βάθη,
για ιστορίες του Σεβάχ, για το τρανό Μισίρι,*
τις νύχτες των παραμυθιών και μιας μικρής τα πάθη,
της Σεχραζάτ της όμορφης, της κόρης του Βεζίρη.

Μα πριν αρχίσω, άκουσε μιαν ιστορία άλλη,
πολλές φορές η θάλασσα με κάνει και ξεχνώ
όνειρα ανερμήνευτα που φέρνει η παραζάλη.
Πριν σβήσει απ' τη θύμηση θέλω να σου την πω:

Σμαράγδι βαθυπράσινο και πορφυρό κοχύλι,
σε όνειρο σού φόρεσα τ’ Απρίλη μιαν αυγή,
από νησί ερημικό που κάποιοι λέγαν θρύλοι,
πως μια φορά το πάτησαν κουρσάροι ναυαγοί.

Γυμνή στου ήλιου σ' άφησαν την κάψα, Βεδουίνοι,
στην όψη είχες τη θωριά του διψασμένου κρίνου,
στις χούφτες σού 'δωσα νερό απ' αργυρό λαγήνι,
σκούπισα απ' τα μάτια σου την άμμο της ερήμου...
........................................................................

Δεν συνεχίζω, μ' άφησε το δάκρυ που κυλά,
της λύπης σου ή της χαράς με φτάνει και το "αχ",
άκου το κύμα που 'ρχεται, σαν κάτι να μιλά...
Πες μου, αν είσαι έτοιμη, ν' αρχίσω του Σεβάχ…

Μισίρι: Η Αίγυπτος
Μανώλης Λυκάκης Πρώην Ασυρματιστής Ε.Ν.

====

Στους νεκρούς από κορονοϊό

Περισσά σκοτείνιασε ο ήλιος,
κόκκινη σταγόνα ο ωκεανός.
Άνεμος κρύος γυμνώνει τον θάνατο,
πλήθος τα νεκρά χελιδόνια.
Χωρίς πρόσωπο οι μέρες οι άδειες,
τ’ αδέλφια μας γενναία μάχονται στα μαρμαρένια αλώνια.
Κορμιά λαβωμένα από βέλη αόρατα,
οιμωγή και θρήνος ματώνουν τις σκιές.
Καθισμένα σ’ άδειες καρέκλες τα φορέματα των νεκρών,
άγγελοι θλιμμένοι αυτοί στοιχειώνουν τις νύχτες.
Ν' αγκαλιάσουν τα σώματα τ' άψυχά τους ποθούν
κι αλαργεύουν οι μέρες τους σαν πουλιά πονεμένα.
Ιωάννα Αθανασιάδου

====