Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ του ΚΕΛΑΙΝΩ (τεύχος Νο 50)




            Οι κραυγές των κυμάτων

 

Η αύρα των αισθήσεων και της καρδιάς οι κτύποι,

μέσα στα φύκια θα χυθούν, στην άμμο θα πάρουν νάμα,

από αφρό θα στεφανωθούν, στο αλάτι θα σεργιανίσουν,

και μια γοργόνα του γιαλού για ταίρι τους θα κάνουν.

Για να ’ρθει να διηγηθεί, έπος για να θυμίσει,

τα όνειρα και τους καημούς που κύματα έχουν γράψει.

Έχουν καρδιά τα κύματα, έχουν φωνές ανθρώπων,

όταν τη μέρα τραγουδούν γι’ αγάπες που ’χουν ζήσει.

Έχουν για κλάμα τον αφρό που σβήνει μέσ’ τη λήθη,

τότε που έκλαψαν πικρά για τους χαμούς που ζήσαν.

Σηκώνουν και τη ράχη τους ψηλά για ν’ αγναντέψουν,

τη γη να χαιρετήσουνε και τ’ άστρα να φιλήσουν,

για να χαρούν για να τους πουν, το σήμα τους να δώσουν,

πως είν’ των μύθων τα παιδιά και της αθανασίας εγγόνια.

Ψαρογοργόνες αδελφές και νύμφες των κυμάτων,

ελάτε και σεις χορέψετε, τις άρπες σας κουρδίστε

κι ένα δελφίνι λυγερό, γραφής το τάσι ας φέρει

μαζί με δισκοπότηρο που τη θάλασσα κοινωνάει,

και το τραγούδι γράψετε απ’ τις άκρες των κυμάτων.

Πείτε το και σε μένα τη θνητή ύμνο για να το κάνω,

να μαθευτεί, να δοξαστεί, σ’ όλη την οικουμένη,

το αίνιγμα της θάλασσας για πάντα να το λύσει…

            Βλάζια Φαϊδά
   
===

Το ταξίδι μου

 

Κάνε με να περνώ από τη γειτονιά σου.
Να βάλω το φεγγάρι στόχο.

Ν’ ανοίξω το παράθυρο στις ευωδιές,
το χρόνο αντίστροφα, μετρώντας.
Να λάβω τα δώρα της Αφροδίτης,
ανατριχίλες την Πανσέληνο, πυροδοτώντας.
Να συμμαχήσω με ψαγμένες διαδρομές,
που φτάνουν σε τόπους
από παραμύθια δανεισμένους.
Κάνε με το ριψοκίνδυνο του κόσμου ταξίδι,
να παρακάμψω,
αρωματισμένα μονοπάτια αποκαλύπτοντας.
Το όριο των ορίων να ξεπεράσω,
τα βήματά σου να συναντήσω,
μεταγγίζοντας φως.
Κάνε με να σ’ αγαπήσω,
το  πιο μακρύ ταξίδι μου, να γίνεις Εσύ!....

            Καίτη Καγκαράκη

 

---

Στις στάχτες των καιρών

 

Κύμα παλιό που έκλαψε στις στάχτες,

του ανέμου πικρός καημός

στερνός αχός των ταξιδιών

στα δόλια έργα των ανθρώπων,

του πάθους η αστέριωτη ελπίδα.

Μέσα στη λάβρα των ματιών

τα θανατερά ερείπια

μιας χώρας μουδιασμένης

με του ήλιου το επώδυνο στολίδι.

Πικρή σοδειά των άγουρων καρπών,

πώς να ξεγελαστούν τα νιάτα

που σκύβουν το κεφάλι μοιρολατρικά;

Τους πρόδωσαν το θαύμα των αρχαίων

κάποιοι στενόμυαλοι παλιάτσοι της πολιτικής

και ντρέπονται να φωνάξουν

τώρα δυνατά «Ελλάδα!».

Το μαχαίρι καρφωμένο βαθιά στα στήθη,

η πληγή να αιμορραγεί,

να ζητιανεύουν όνειρα

μες τις ανοιχτές παλάμες τους,

μα μόνο ξεφτισμένα κέρματα να ρίχνουν

οι άσπλαχνοι πωλητές ιδανικών,

τα απαθή αγάλματα με τις ξεχειλωμένες κοιλιές

στις καρέκλες της μακάβριας ύπνωσής τους.

Έγιναν πια τ’ απόπαιδα της μητριάς «Ευρώπης».

Λάσκαρης Π. Ζαράρης

 

---

 

 

            Αιχμαλωσία

 

Είχ’ αντικρίσει τα δεσμά,

μα πίστευα αληθινά

πως ήταν ένα παιχνίδι

κάποιου περαστικού ονείρου

μέχρι εκείνη τη στιγμή

που μου έφραξαν τους δρόμους

να μη διαβώ αντίκρυ.

Κι έγινα εγώ δραπέτης,

κι ας με λιθοβολούσαν όπως τον αμαρτωλό

μ’ οδηγούσαν της ψυχής μου οι τηλεβόες

στης φυγής τον μεγάλο δρόμο.

            Λευτέρης Γερόσταθος

 

---

Αλληλουχία

 

Νιώθω σαν ψάρι

που κολυμπά αντίθετα στο ρεύμα.

Άλλοι μου πετούν αγκίστρια

άλλοι απόχες

και άλλοι το φθόνο τους…

Νιώθω σαν πουλί

φυλακισμένο σε λάθος εποχή.

Παρόλο που ήρθανε τα χιόνια

δεν κατάφερα ν’ αποδημήσω.

Με μέθυσαν οι ψεύτικες ανέσεις

και τώρα παγώνω…

Αχ  αυτοί οι τρανοί!

Σαν κυνηγοί κεφαλών περιφέρονται

μολύνοντας τα υγιή κύτταρα

της ατμόσφαιρας, αντισταθμίζοντας έτσι

τον τρικλισμένο

οικογενειακό τους «παράδεισο».

Όμως το ψάρι συνεχίζει να κολυμπά

αψηφώντας τα ανούσια επιφωνήματα

και παλεύοντας με τα άγρια νερά.

Ποιος ξέρει;

Ίσως κάποια μέρα να γίνει καρχαρίας!!!...

            Αλέξανδρος Ακριτίδης

 ===

ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΚΙΤΡΟΥ

 

Λύνομαι
παίρνω τους δρόμους
αγκίδες με χρήζουν
αρετή και έρεβος
λυτά μεσημέρια με χάνουν
πριν αποσχιστώ από τα
τελευταία κουφέτα
του αφορισμού μου.
Άσε με
να γίνω πυρά αγράμματου κρότου
ν' αντέξω την πολιτεία σου,
καρτέρι ξάγρυπνου μαχαιριού
να σταλάξω όστρακα και όρη
στους νοσταλγούς
της συμβασιλείας μας.

            Έλλη Κόλλια

 

---

 


 

Στις γιαγιάδες μου

 

Στις ρυτίδες σου γιαγιά συνάντησα

της φαντασίας το χάδι

μια και τ φωτογραφία σου αγνάντευα.

Στο βλέμμα σου, π’ ακίνητο με κοίταζε

την αγάπη σου  ένιωσα ξανά

που στ’ όνομά μου πρόφερες

θαλπωρική την Αγάπη

κάθε που με θαυμασμό με φώναζες.

Στο ανύπαρκτο χαμόγελό σου

τη συμβουλή σου ήκουσα ξανά,

που με στοργή, μου έδινες

σαν φάβη με είδες

να τολμώ στ’ αχνάρια των ακρογιαλιών

τας Ιωνίας και της Αμμόχωστος.

Ν’ αντιστέκομαι υπερήφανη

στης μέρας την απογοήτευση.

            Μαρία Περατικού-Κοκαράκη

 

---

 

Μνήμη

 

Της μνήμης

τα αδυσώπητα κενά

ποτέ αναίτια

να μην γεμίσεις,

μόνο ουσίας

του χρόνου σου στιγμές

προσπάθησε να ψηλαφίσεις.

Την μνήμη σου προκάλεσε

με θύμησες αιώνων,

τα νερά της τάραξε

σε χώρες ειδυλλιακές

πνευματοκρατόρων.

Σκαλοπάτια ανέβα

στο ουράνιο φως,

αυτός ο μόνος λυτρωμός.

Τ’ αδηφάγο σκοτάδι

καραδοκεί,

πρόσεχε μην αφήσεις

μέσα σου να μπει,

για να μην γίνει αφορμή

της Απούσας Μνήμης

στων λογισμών σου την πνοή.

            Ανθή Αυγέρη

 

---

            Ο Γεροθαλασσινός

 

Η ματιά του είναι δρεπάνι,

που θερίζει συνεχώς,

κόβει αναπνοές τριγύρω,

μα μαγεύει σαν το φως.

Και η δυνατή φωνή του,

κεραυνός είν’ που βροντά

και τρομάζει τον ντουνιά…

Όσα έζησε και είδε

όνειρο ήταν μαγικό,

σαν ταξίδεψε στον κόσμο,

ο Γεροθαλασσινός.

Όμως τώρα στα στερνά,

μ’ ένα πλοίο φορτωμένο

στο λιμάνι του γυρνά,

δώρα φέρνει στον καθένα

και τους πόνους του ξεχνά…

Εταξίδευε για χρόνια

πλάνης στους ωκεανούς,

πάλευε με καταιγίδες

και με άγριους καιρούς…

Έζησε πολέμους, μπόρες,

άγχη, αγώνες συνεχείς,

δεν του λείψανε ακόμα,

αγάπες, έρωτες, χαρές..

Σαβ ήταν παιδί θυμάται,

είχε αδέρφια και γονείς,

στο λιμάνι του όμως τώρα,

απ’ αυτούς, δεν ζει .κανείς

            Κωνσταντίνος Ρηγόπουλος

 
===

            Άνοιξη

 

Γλυκιά η απαντοχή

κι εγώ,

απάνω στα φτερά του ανέμου.

Εκεί σε είδα,

με του Μαϊού τ’ ανάσασμα

το μυροβόλο κύκλωνες

της Άνοιξης στεφάνι,

με όλα του κόσμου τ’ άνθια

και της καρδιάς τα φύλλα.

Γιατί δεν την προσπέρασες,

αυτή σου χαμογέλασε

και χελιδόνια σου ’στειλε.

            Σταύρος Σταύρου

 

===

            De Profuntis

 
Έγειρε τ’ άμοιρο κορμί

με τραύματα γεμάτο,

στης κλίνης του την αφορμή

χαράματα Σαββάτο.

 

Έγειρε να ξεκουραστεί

στο νοτερό σεντόνι

στης αρνησιάς την κουπαστή

στης μοίρας το τιμόνι.

 

Χαράματα Σαββάτο

στης κλίνης του την αφορμή

με τραύματα γεμάτο

έγειρε τ’ άμοιρο κορμί…

            Νίκη Μιχαήλ Κατσικάδη

 
---

            Ο άγγελος

     στον Δημήτρη Μποσινάκη

 

Ο άγγελος που κάθεται δίπλα μου

ντυμένος με κάτι κουρέλια

και εποπτεύει την κάθε μου κίνηση

και κρυφακούει την κάθε μου σκέψη

να ξέρετε, για πολύ λίγο

θα τον αντέξω ακόμη.

Κάποιος από μακριά με φωνάζει

χωρίς να λέει τ’ όνομά μου.

Ούτε και το δικό του. Και μονάχα,

από τον μακρινό Κήπο των κέδρων

μας έρχεται μαστιγωμένο

από τη χλεύη του όχλου, εκείνο το

«παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο».

            Κώστας Χελμός

 

---

 

            Τελεβιζιόνε

 

Ραφείο καλλιτεχνών

κάθε είδους,

αλλά και ύψους!

Ένα σπουδαίο,

ένα απίστευτο ρετάλι τέχνης,

για παχύσαρκες ορέξεις

ή

και ανορεξικές καταστάσεις!

Το δε μαραφέτι αλλαγής,

της οκνηρίας μας επενδυτής –

σώμα και πνεύμα αραχτά…

Διασκέδαση πρωτόγνωρη!

Τι άλλο θα δουν τα μάτια μας

ρουφώντας το αφέψημα

του 20ου  αιώνα…

            Μαρία Λ. Κονταλή

 

---

 

Της πέτρας ανεμώνα

 

Χρυσάνθεμα η ψυχή μου είναι γεμάτη

και στη χαρίζω ένα δεμάτι.

Χρυσάνθεμα που ανθίζουν τον χειμώνα

κι η πίκρα μου, στην πέτρα ανεμώνα.

 

Είναι η ψυχή μου από σένανε γεμάτη

κι οι πίκρες της δεμένες σε δεμάτι.

Κι είν΄ η ψυχή μου ετούτο το χειμώνα,

μες στο βοριά, της πέτρας ανεμώνα.

 

Χρυσάνθεμα στην αγκαλιά σου φέρνω

και φεύγω «ευχαριστώ» χωρίς να παίρνω.

Η μοίρα μου, να μένω ανεμώνα

στην πέτρα του βοριά και του χειμώνα.

            Ντίνος Κουμπάτης

 

---

            Νεανικοί καημοί

 

Να χαρείς μη με κουράζεις

Ίνδαλμά μου άλλο πια

Κάνε λίγο πως αλλάζεις

Ήλθες να χαθείς ξανά;

 

Κάποτε σ’ είχα γνωρίσει

Αλλά σ’ έχασα νωρίς

Τώρα  σ’ ηύρα, θα ’ρθει κρίση

Στην καρδιά μου, αν αρνηθείς.

 

Ίσως φαίνομαι αστείος

Κάτι τέτοιο ν’ ανασαίνω

Αλλά θα ’μουνα γελοίος

Δίχως λόγο να σωπαίνω.

Ήλθες φως μου μη μου φεύγεις…

            Θανάσης Η. Μπαλταγιάννης

 
===

Πλειάδες

 

Χάθηκαν

οι Πλειάδες χθες μεσάνυχτα

στ’ αργό του χρόνου το περπάτημα

αρχέγονες υπάρξεις γερασμένες.

Της αθανασίας το τίμημα

φορτίο ασήκωτο

σε κάθε γυναικός τα κάλλη.

Κρύφτηκε η πούλια

στη βαθιά νυχτιά

στου σύμπαντος χαμένη το σκοτάδι.

Κι η Κελαινώ

κι η Μαία

κι η Μερόπη

κι η Αλκυόνη

και οι άλλες αδερφές,

άστρα μ’ ονόματα  απ’ τη γη

απ’ όνειρα ανθρώπων βαφτισμένες

σκόνη αστρική κατέληξαν

στου άπειρου την άπληστη χοάνη.

Νόμος της φύσης

ή των θεών

εσύ κατά το νου σου ερμηνεύεις:

«`Ο,τι γεννιέται θα χαθεί».

Κριτής γι’ αυτό,

δημιουργός μα χάροντας,

μοναδικός ο αθάνατος

ο πανδαμάτωρ χρόνος.

            Γιώργος Τζιας

 

----

 

            Μικρά θαύματα

 

Εγώ κι αλλήλους τους αγάπησα

μα το φιλί στο πόδι σου

το πρώτο ήταν δικό μου.

 

Και χάρισα τα ρούχα μου

μα ήτανε το σώμα μου

το πρώτο που έντυνες

κοιτώντας.

 

Το σπίτι μου το άνοιξα

μα βρήκες στην αγκάλη μου

την πρώτη σου κρυψώνα.

 

Τα θαύματα που σου ’κανα

μου τα ’πες ξεψυχώντας.

Κι η γη στα πόδια μου

ένα βήμα

κοφτό και οργισμένο.

            Ελένη Αλεξίου

 

---

            Carte de visite

 

Όχι μνημόσυνα.

Όχι οδύνη εθιμοτυπικά.

Όχι μουσκεμένα μαντήλια με μαύρο σιρίτι.

Ο τελευταίος ασπασμός

σφραγίζει τον φάκελο

που ανάλαφρος ταξιδεύει

με την ένδειξη «Συστημένο».

Περιεχόμενο;

Ένα όνομα τυπωμένο

στο κέντρο λευκού επισκεπτηρίου

και από κάτω γραμμένο με το χέρι

«δεν θα σε ξαναδώ» και ημερομηνία.

Ένα ολόιδιο carte de visite

χωρίς χειρόγραφο αποχαιρετισμό

και καταληκτική ημερομηνία

θα μείνει πίσω μου, καθώς κι εγώ

θα ταξιδεύω σαν λευκό φτερό

με την ίδια ένδειξη

«Συστημένο»

            Δήμητρα Καραφύλλη

 

---

 

            Χωρισμός

 

Και κάποια στιγμή,

τίποτα δικό μου δε θα μείνει

θα τ’ αφαιρέσει ο χρόνος με αργό ρυθμό

και με τ’ ανίκητα χέρια του

θα ριζώσει στη θέση των στιγμών μου

όμορφα δέντρα και χαμόγελα

καινούργιες αναμνήσεις

με ευτυχία και δυστυχία μπερδεμένες

μα όχι δικές μου

τώρα αλλονών και ξένων χέρια και πειράγματα

αστεία λόγια και ανθρώπων δράματα

θ’ αρχίσουν να χαράζονται

και στα γραμμένα πάνω

άλλες γραφές θ’ αφήνουν

κι εμείς θα σβήνουμε αγάπη μου

θα μας νικάνε απαλά οι εποχές κι οι μήνες.

            Κώστας Ζαχαράκης
 

---

            Αποδόμηση

 

Βάναυσα βράδια,

αβάσταχτα, παγερά αδιάφορα –

μόνος –

μεταφορά του τίποτα στο τίποτα,

ενδύεται σκότος το φως,

ενδύεται σκότος το σκότος.

            Σερενές

 
===

            Ελλάς, Ελλάδος όρθρος

 

Ορθοί οι Θεοί

Ορθοί οι Θνητοί,

Ορθοί οι Λαοί,

Ω Μήτερ, «Εν Αθήναις», εντεύθεν,

ανθούσα της γης, η γονιμότητα,

αιωνίου συμβόλου έλευση

κι διαμαντόπετρα σου βάθρο…

Ορθοί οι Θεοί

Ορθοί οι Θνητοί,

Ορθοί οι Λαοί,

Ω Μήτερ, «Ελλάς-Ελλάδος», ενήνοθε,

θάλλουσα της γη η τελειότητα,

τελείου φωτός τέλεση

της διαμαντόπετράς σου όρθρος…

Έρως Θεών,

Έρως Εθνών,

Έρως Λαών,

«Έρως Αθηνών

των πάλαι θρυλουμένων»,

Έρως Αθηνών

και νυν της γης

των απανταχού πεφωτισμένων…

            Βενετία Σιώντα

 

---

 

            Η χαραμάδα

 

Πίσω από παράθυρο

σκοτεινό και κρύο

σιωπηλή φιγούρα η μοναξιά.

Η ζωή αδιάφορη.

Οι αισθήσεις ασάλευτες.

Η πίκρα αόρατη.

Δολοφονεί την ύπαρξη.

Ξαφνικός επισκέπτης

μια ζεστή ηλιαχτίδα.

Γλίστρησε από μια χαραμάδα.

Την ακούμπησε στον ώμο.

Της άγγιξε την ψυχή.

Σε λίγο η μοναξιά ψιθύρισε.

Πόσο ζέστανε η μέρα.

Πόσο λαμπερό φως

έδιωξε το σκοτάδι.

            Φιλίτσα Λέρτα-Αθανασέλλου

 

---

            Σιγουριά

 

Εφάλμυρη και δροσερή

θυμάμαι

την γεύση φιλιού

τα χείλη μας μόλις ξέσμιξαν

και τα καρδιόφυλλα έτρεμαν

στα καυτά βότσαλα της θάλασσας

καθώς πατούσα.

Χορτάτη από γλυκιά ερημιά

δίπλα σε μια βάρκα απόμαχη,.

έγειρα,

έχοντας το γόνατό σου προσκεφάλι.

Καθώς τα θαλασσοπούλια

αγνάντευα,

την λιγοστή εκείνη ώρα,

πύργους έκτιζα,

πύργοι γκρεμιζόταν.

Ως που το χέρι σου,

τα μαλλιά μου

με αέρινο χάδι τα άγγιξε.

κι εκείνη η απογείωση της σιγουριάς

αξέχαστη θα μου είναι ως τώρα.

            Ζωή Τατάκη-Ιωσηφίδου

 

---

 

            Ανατολικό

 

Φως της ανατολής

Ακούμπησε τούτη τη θάλασσα

Να ξαποστάσει το κύμα

Να δώσει την ανάσα του

ο γλάρος στον αφρό

Με το λευκό φτερούγισμα της

να προβάλλει.

 

Φέξε τις σκοτεινές σπηλιές

Τις ρίζες του πελάγους

Να ανάψουν οι ευχές των κοχυλιών

Με ανοιχτό το πέταλό της

να προβάλλει

 

Άπλωσε τους ιριδισμούς

Τους άρρητους χρησμούς των κυττάρων σου

Ν’ αρχίσουν οι χοροί των δελφινιών

Με τα λυτά μαλλιά της

να προβάλλει.

«Η ευστέφανος Γνώσις».

            Βασιλική Εργαζάκη

 

---


Ζήτουλας

Ζω. Πώς ζω;

Ζω;

Ζητώ σημάδια, τα σημάδια σου

            ΖΩΗ

Ζείδωρα παιχνιδίσματα

Ζαλίσματα αγάπης

            Παναγιώτα Ζαλώνη

=== 

            Ο τελευταίος χορός

 

Πώς θα θελα σ’ ένα χορό

να μ’ είχες παρασύρει

λευκό μαντήλι να κρατάς

σαν για στερνά να με κοιτάς

κι όλο εμπρός μου της ζωής

να βλέπω το μυστήρι.

 

Να φέρνω βόλτες και στροφές

μ’ αέρινη σβελτάδα

ν’ αφήνομαι στη σιγουριά

του μαντηλιού σου αντοχιά

πούπουλο ανεμόσουρτο

μ’ ακόρμιαστη ελαφράδα.

 

Κι εκεί στη γύρα του χορού

και στης καρδιάς την παύση

ρομφαία αθέατη πληγή

να ’κοβε τ’ άσπρο το πανί

κι αφόβιστα να μ’ έφερνε

σε άλλο χοροστάσι.

            Κατερίνα Μακρή

 

---

 

            Κιμμέρια

 

Σε δρυ πολύκλωνη το γύρισμα τ’ ανέμου

φωτίζει την ψυχή, ο λόγος μαντικός

κι ο ήλιος ποθητός σαν έρωτας

μαγεύει τις πλαγιές με τραγούδια.

Βάλαν τα ξίφη στα τριφύλλια

τ’ ακροδάχτυλα των εχθρών,

πήραν στα χέρια μια κιθάρα

έγειρε στην αδελφοσύνη ο καιρός

κι ο ύμνος Δημιουργού το θαύμα.

            Άννα Μπουρατζή-Θώδα

 

---

 

Η Αγάπη μας

 

Όσα το αίμα δεν χωράει,

μελάνι χύνονται.

Κόκκινο πριν, μα μαύρο στάζει.

Γιατί επέστρεψες;

Φύγε προστάζει!

Πάνω που άρχισα να συνηθίζω.

Πάνω που άρχισα να μη μυρίζω.

Σαν πεινασμένο αγρίμι,

Την αγάπη μας.

Όρμάω πάνω σου να γεννηθώ,

να σε γεννήσω,

Γδύνομαι μέσα σου άϋλη σαρκός,

εν τω μέσω της νυκτός,

Τα μέλη σου μέλη μου,

Η απόληξή μου εσύ, σε κάθε νεύρο,

Απ’ το πλευρό σου φτιάχτηκα, το ξεύρω.

Ύστερα έγινε το φως.

Χτυπούν τα σώματα , αλλοιώνονται,

τόσο, που πια δεν ξεχωρίζουν.

Μιλάω μέσα σου

και με ακούω στη φωνή σου.

Σεργιάνισα στα σπλάχνα σου,

τόσο, που τέλος, φώλιασε

στα χέρια μου η ψυχή σου .

Δέσποινα Ντάση

 

---

Αφιέρωμα 

 

Σ’ εσένα…

όχι σ’ εσένα…

σ’ εκείνο το σημείο των χεριών σου

που ’χει την ικανότητα

να με μεταμορφώνει

σε καλοκουρδισμένη μαριονέτα

για να με στροβιλίσει υπνωτισμένη

κάτω από τους ήχους που εξαπολύουν

οι κεραυνοί της ηδονής σου,

σ’ εκείνο το σημείο των χεριών σου

θα φυγαδέψω μια σταγόνα ελπίδας

και πάνω απ’ τ’ αποτύπωμα

μιας ξέφρενης ανάσας

θα ζωγραφίσω

μοναχά τούτη τη λέξη:

φοβάμαι…

            Τζένη Φουντέα-Σκλαβούνου

 

===

            Μνήμη Πολυτεχνείου

 

Τότε

τα όνειρα ζούσαν στη φυλακή

η νύχτα στο νου

τα δάκρυα στα μάτια

στα χείλη η σιωπή

όταν ξάφνου

- σε καιρό θανάτου –

σηκώθηκε το τραγούδι

από φωνές και σφαίρες

κι άρχισε ο αγώνας

μπρος από την Πύλη

που άρπα έγινε

για τη μουσική της Ελευθερίας

τον χειμωνιάτικο Νοέμβρη εκείνο.

- στις 17.

            Κωνσταντίνα Σούλα-Τσαφαρά

 
===
 
Ω-ΡΙ-ΛΑ

Κοίταξα σε λεξικά

Μπαμπινιώτη κι αλλονών
τέτοια λέξη μπας και βρω,
πλην δεν ήμουν τυχερός

να πετύχω “Ωριλά”.

Δεν την βρήκα πουθενά
αν και έψαξα καλά.
Δεν σταμάτησα αλλά
ρώτησα ζερβά - δεξά.
Γέλια έλαβα πολλά
που δε μου ’δωσαν χαρά!

Συνομήλικους ρωτώ
και μικρότερους αλλά
δεν μου λεν’ κειο που ζητώ
κι έτσι μένω αμήχανος
μ’ ερωτήματα τρελά.

Όταν όμως τα “λαιμά”
με πονέσαν ξαφνικά
και εζήτησα να βρω
τον κατάλληλο γιατρό
με κοιτάξανε καλά
και μου λένε... Ωριλά.

Εγώ δεν τους εννοώ
και περίεργος ρωτώ
τι σημαίνει Ωριλά,
τέτοια λέξη δεν μπορώ
να τη βρω στο λεξικό.

Τότε μου 'ξηγούν αυτοί
πως δεν είναι λέξη αυτή
αλλά σύνθεση αρχικών
θεραπόντων ιατρών.

Για τα ώτα είναι “Ω”...
κι άρχισα με “πω, πω, πω”!
Για τις ρίνες είναι “ΡΙ”,
τρέλα λέω θα με βρει.
Για λαρύγγια είναι “ΛΑ”,
κι έφτασα στο... “τρα-λα-λά”!

 Α. Γ. Σειρηνάκης

---

 

            Την Ρωμιοσύνη μην την κλαις

 

Εσύ Μονάχος σου θα σώσεις, την Πατρίδα, όλη τη Γης.

Είναι μέσα σου γραμμένη, η Αιώνια Εντολή.

Μην πεθαίνεις για να ζήσουν όλοι οι Λαοί μαζί.

Δεν ετέλεψες το έργο, Ούτε άλλος το μπορεί.

 

Λούζεσαι με φως δικό Μου. Ζεις σε Γη παραδεισένια,

Άγγελοι σε τραγουδάνε, νύμφες, νύχτες Ερωτικές.

Μύρια αστέρια σε φωτίζουν, οι αισθήσεις πυρπολούν,

και στο Άνθος της ψυχής σου, δίνουν χρώμα και ρυθμούς.

 

Μέσα σου είναι ριζωμένοι, ζουν νεκροί και ζωντανοί.

Είσαι το δικό Μου Σκεύος. Εκτελείς χρέος βαρύ.

Γίνε συμπολεμιστής Μου. Το δικό Μου Προσωπείο.

Είσαι Εσύ και Εγώ Μονάχοι, να σκοτώνεις το θηρίο.

            Θεόδωρος Δάλμαρης

 

---

 

            Τι μ’ αρέσει

 

Μ’ αρέσει η ηρεμία της λίμνης

η μαγεία του έναστρου Ουρανού

οι εκκολαπτόμενες ελπίδες

το φως της γαλήνης.

 

Μ’ αρέσει η Δύση του Ηλίου

το αχνό φως του Φεγγαριού

τα πουλιά που κελαηδούν στα δέντρα

τα σύννεφα που ταξιδεύουν.

 

Μ’ αρέσει ο πελαγίσιος αέρας

της θάλασσας το απέραντο μπλε

ο αφρός των κυμάτων

και πιο πολύ  το γνώριμο

αραξοβόλι της αγκαλιάς σου!

            Ζιζή Γερονυμάκη

 

---

 

            Χρονο-τρένο

 

Αργοσβήνει ο απόμαχος,

στείρα χρόνια – ανυπόφορα.

Τη σκέψη του στραγγίζει

γι’ εκείνα που δεν τόλμησε

και τα άστοχα

αβοήθητα απ’ τη μοίρα.

Διψάει η ψυχή

ξανά να φτερουγίσει,

το γέρμα του τροχοπέδη.

Έχασε το τρένο,

επιβάτης ο αδηφάγος χρόνος.

            Ιωάννης Ν. Καλιντζόγλου

 
===

            Έστειλα ένα γράμμα

                        στον Θεό

Έστειλα ένα γράμμα

στον αγαπημένο μου.

Το φυλάκισε στο συρτάρι.

Έστειλα ένα γράμμα

στον πολιτικό μου,

το έσκισε μονομιάς.

Έστειλα ένα γράμμα

στον εργοδότη μου,

το αγνόησε.

Έστειλα ένα γράμμα

στην πολιτεία μου,

το παράβλεψε.

Έστειλα ένα γράμμα

στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας,

ποτέ δεν του δόθηκε.

Έστειλα ένα γράμμα στη μάνα μου,

το πότισε με δάκρυ.

Έστειλα ένα γράμμα στον Θεό,

το πήρε! Μου ’κανε τη χάρη.

Το έχω καμάρι.

   Κατερίνα Ραμανδάνη-Σαντραβέλα

 

---

 

Η πιο απόλυτη μοναξιά

είναι το εγώ-εγώ…

 

Γιατί μου λες εγώ – κι εγώ

που ’μαι κι εγώ μαζί σου

και κλείδωσε την, την καρδιά

και πέτα το κλειδί της.

 

Με το εγώ ’σαι μοναχός

με το εμάς παρέα

με το εμείς, εσείς, αυτοί

περνάμε πιο ωραία.

 

Ας την καρδιά σου ανοιχτή

να μπει ο κόσμος όλος

να μπω εγώ, να μπουν κι αυτοί

να μπει κι ουράνιος θόλος.

            Βέρα Η. Κλαρέβα

 

===

 

            Μη λησμονάς

 

Εκεί που στην ψυχή σου

τρεμοπαίζει η φλόγα

αειθαλές τραγούδι

από τα χείλη ξεπετάγεται.

Με γιασεμιά του έρωτα συχνά

γλυκαίνει το στόμα.

 

Μια τέτοια ανεκλάλητη ώρα

εαρινή ιαχή θαρρείς

δεν σώνεται

δεν απολησμονιέται.

 

Δεν σήπεται στου χινοπώρου

το νοτισμένο χώμα

μόν’ ωριμάζει στης ψυχής

τους απάγκιους κόρφους

και ξαναγεννιέται απ’ την αρχή

     Υβόννη Αρνοκούρου-Κερεστετζή

 

===

 

Χθες

νικήθηκε η αγάπη μου για σένα,

ένας Σιμούν

την παρέσυρε μακριά απ’ την ιαχή

της προσταγής σου,

μακριά απ’ την οδύνη σου.

 

Χθες

η άρνηση κόπασε τον καλπασμό

του έρωτα

κι ο αστερισμός του Δία

τη μοίρα χάραξε του Προμηθέα.

 

Χθες

σήμερα, αύριο και μεθαύριο

μια άρνηση αδιάκοπη

στην ιστορία μας θα ζει.

Μη λυπηθείς.

Με τον καιρό θα το μπορέσεις.

            Κική Σεγδίτσα

 

===

 

            Βάσανος

 

Τα πάντα ήτανε κάλπικα.

Μέχρι και τα νύχια σου.

Κοιτάξανε να φάνε

Τα πετσιά τους.

Και εσύ γελάς, λέει,

Γελάς πολύ γιατί δεν είχες

Ούτε δάχτυλα,

 -γαμώτο…-

Και πώς φύτρωσαν

Τόσα νύχια εδώ χάμω;

Κι αυτά τα τόσα απομεινάρια

Επιδερμικής στοιβάδας

Πώς βρεθήκανε ξαφνικά και γυρεύουνε

Τη σήψη;

            Μαρία Γ. Τζανάκου

 
====
 

            Σε σένα…

 

Κόκκινο το χρώμα της αγάπης

και το ταξίδι γλυκασμός,

ποτάμι που ακινητεί μα κυλάει,

ρίγος που διατρέχει το κορμί,

κήπος που καλείται μυστικός

κι ύστερα ίσκιοι αεικίνητοι

κι απωλεσμένες μνήμες,

μνήμες των λόγων, μνήμες της αφής

και το άπειρο των χειλιών σου

ν’ ανθίζει, όπως ο λευκός κρίνος

κι η θάλασσα των αισθημάτων σου

μια γλύκα αχόρταγη…

            Δημήτρης Λούκας

 

---

 

            Ανάσα ζωής

 

Ανάσα ζωής είναι η φωνή σου

κι έτσι ζω, αναπνέω, χαμογελώ.

 

Χρυσή ηλιαχτίδα το βλέμμα σου

με τυλίγει, με ζεσταίνει

κι έτσι σε αγκαλιά είμαι θαλπωρής.

 

Δεν αγρυπνώ τις νύχτες

γιατί είσαι δρόμος μυστικός

αγαπημένα φέρνεις τραγούδια

κι έτσι σε μελωδικό πλαγιάζω στρώμα.

            Σταυρούλα Καμαρινοπούλου-Σακαβέλη

 

--

 

Ο έρωτας

δε δημιουργεί μάταια.

Συντηρεί τον εαυτό του.

Μεσολαβεί,

παίζοντας απρόβλεπτα.

Τ’ ανεπίδοτα αισθήματα

ωθούν τον εαυτό τους

και καθρεπτιζόμενα στο σύννεφο

το μεταμορφώνουν

σε σχήμα τόξου

που ιριδίζει

σε μωρό που γεννιέται

ένα καλοκαίρι.

  Μαρία-Νεφέλη Μαρκοπουλιώτου

 

---

 

Ω, Αγάπη εσύ, μυριόμορφη

κι αφράτη, της ψυχής

το ασίγαστο πάθος.

Η τελειότατη εκδήλωση

του πανανθρώπινου όντος…

Εαρινή συμφωνία

της ωδής των τζιτζικιών…

 

Η συμφιλίωση των λευκών

περιστεριών της γλυκόηχης

ειρήνης, η απαστράπτουσα

μορφή του έρωτα που εμπνέει

ασίγαστη ροπή στο φιλοδώρημα

ριψοκίνδυνων ελπίδων…

            Εύη Παπαδήμα

 

---

 

            Στο φως των ματιών σου

 

Βυθισμένος στο πράσινο φως

των ματιών σου, καλή μου

δεν φοβάμαι αγέρι τρελό

ως χορεύεις μαζί μου.

 

Άγγελο, ηλιαχτίδα χρυσή

σε κράζω στην πλάση

το φιλί σου, γλυκό σαν κρασί

με μεθά, έχω αγιάσει.

 

Τα μαλλιά σου στολίζω, μ’ ανθούς

ζωγραφιά και χαρά μου

συ μου χαρίζεις πόθους κρυφούς

της καρδιάς ομορφιά μου 

Νίκος Κότσικας

---

            Μονάδα μέτρησης

 

Μαρτυρική η αναμονή

για τα μαρτυριάρικα τα μάτια.

Μακρύς του μαρτυρίου ο ανήφορος!

Και το μέτρο της μοναξιάς;

Ο χρόνος στην νιοστή,

τα δευτερόλεπτα μετρούν αιώνες.


Και τα καυτά τα δάκρυα;

Φωνήεντα, λέξεις, γράμματα

….στην γλώσσα της ψυχής.

            Χρυσάνθη Μουζακίτου

---

Φρικτή διαπίστωση

Φθηνό το κρασί

Φρούδες οι Ελπίδες

Φεύγω για ’κει που μου αξίζει

            Παναγιώτα Ζαλώνη

 

---

 

Ψέμα ήταν;

Ψάρι που μοου γλίστρησε;

Ψάχνω. Δεν…

Ψηλαφίζω το άδειο

 

Ψυχή μου εξατμίζεσαι.

            Παναγιώτα Ζαλώνη

 
===
 

            Πόθοι

 

 -  Πόθοι

Οι κραδασμοί σας απροσμέτρητα

εκρηκτικοί.

Το είναι μας φλογίζεται,

χείμαρρος η ορμή σας

κι ερωτικός ο τόνος σας.

 

Πόθοι ακαταμάχητοι,

ηδονικοί κι ατίθασοι.

Στου οίστρου σας τη μέθη.

Στην απολλώνια σαγήνη σας,

περιφανείς κι ασήμαντοι

στους ίδιους πέλονται σφυγμούς,

στους ίδιους αγαλήνευτους

κι αρχέγονους λυγμούς βογκάνε!

            Τίτος Βεργίτης

 

---

 

            Σ’ είδα πάλι

 

 Σ’ είδα πάλι, αγάπη παλιά μου,

- αχ, τρελά παιδικά μου παιχνίδια

-,ασημί γίναν, πια, τα μαλλιά μου,

μα, για σένα, η καρδιά μου είν’ ίδια.

 

Πάλι πέρασες, πάλι θα φύγεις,

σαν και τότε, καιροί όλο λύπη…

Οι βραδιές της χαράς μας της λίγης,

χωρισμού το βουβό καρδιοχτύπι.

 

Πάλι σ’ είδα! Και, όμως, λυπάμαι.

Η ματιά σου μου ήρθε σαν βέλος.

Εαυτέ μου φτωχέ, έλα πάμε,

είν’ της μοίρας η αρχή να ’χει τέλος

            Λευτέρης Μουφτόγλου

---

 

            Ανεκπλήρωτα 

Χιλιάδες θραύσματα

πετούν στη σκέψη μου,

θα πλημμυρίζουνε

τα νευροκύτταρα

και θα με ρίχνουνε

σ’ άγρια θάλασσα

με ερωτήματα.

 

Ποια να ’ναι άραγε

τ’ άσπρα φαντάσματα

π’ όρθια στέκονται

μπρος στο κατώφλι μου,

κι όταν μ’ αγγίζουνε

τρέμω και καίγομαι

μέσα στην άβυσσο;

 

Είναι χαλάσματα

παλιά της μνήμης μου,

χαμένα όνειρα

και κάποιες ξέθωρες

ελπίδες που ’φτιαχνα.

Π’ όμως δεν πέθαναν

και με ματώνουνε.

            Γιώργος Μαρινάκης

 

---

            Φωνές που θύμισες ξυπνούν

 

Φωνές γλυκές, φωνές γαλήνιες αντηχούν.

Πώς αντηχούν μελωδικά μέσα στη νύχτα,

μιας συντροφιάς που στη γωνία ξενυχτά.

Κάποιας αγάπης μακρινής θύμισες ξυπνούν.

 

Αν και μακρύ το παρελθόν, οι στίχοι ακόμη αχούν,

μιας τριφωνίας από καντάδα κάποιας νύχτας.

Μα τι τα θες καρδούλα μου, στο άπειρο όλα ρίχτα,

αγάπες άπιστες στη ζωή γρήγορα μας ξεχνούν.

 

Παράφορα όταν ανθούν στις τρυφερές καρδούλες,

είναι σα νυχτολούλουδα που κλείνουν τις αυγούλες.

Μα σα ξυπνούνε τα παλιά ο λογισμός ευφραίνει.

 

Σαν τι κι αν κύλησαν και πέρασαν τα χρόνια

και τα μαλλιά μας γέμισαν νιφάδες από χιόνια,

μια θύμηση, ένα όνειρο ξανά μας ανασταίνει.

            Αθηνά Γκινάκη-Australia

---

 

            Τάνγκα

 

Παπαρούνα μου

η καρδιά σου ντροπαλή,

γιατί μου τρέμεις;

 

Τα κάλλη σου αστράφτουν.

Σκοτάδια φωτίζονται

   Ζωή Παπαδημητρίου-Τζιράκη

 

---

 

            Τάνγκα

 

Εποχούμενος

σ’ αετόπουλου φτερά,

σύναξε θάρρος

 

Θεού Ηφαίστου δώρα

Λευκέ μου κρίνε, δέξου

   Ζωή Παπαδημητρίου-Τζιράκη

 
===
 

            Με τα μάτια της ψυχής

 

Σ’ άγγιξα με τα μάτια της ψυχής μου

μα εσύ έφευγες πολύ μακριά

Σε είδα ν’ αγγίζεις τον ήλιο

κι ένα φως άστραψε

μες στην απεραντοσύνη.

Μ’ άφησες με τόσες απορίες.

 

Πώς να περάσω τα σύνορα του κόσμου

Τα αγκάθια με πληρώνουν

Όλα αιμορραγούν στη δίνη

των στεναγμών

 

Αφουγκράζομαι μήπως

και πλεύσει τ’ ανέμου πνοή.

Θλίβομαι με τα ορατά

και τα αόρατα

 

Ο δρόμος απροσπέλαστος

Θέλει δύναμη

Θέλει ψυχή, θάρρος

Με την ελπίδα πάντα εμπρός.

            Καίτη Σαμαρά-Παύλου-Αυστραλία

 

---

            Σύγκρουση

 

Είμαστε τότε όλοι εκεί

και που αλλού μπορούσαμε

να πάμε;

Όλοι από δω για κει κινάμε.

Είμαστε τότε όλοι εκεί θυμάσαι;

Ξύπνα σου λέω μην κοιμάσαι!

Σύγκρουση έγινε μεγάλη,

συνάντηση την είπαν άλλοι,

Εμείς συναντηθήκαμε

και γνωριστήκαμε κι αγαπηθήκαμε

κι αγαπήσαμε τον κόσμο

και χωρίσαμε…

Συγκρουστήκαμε

θα ’ταν το πιο σωστό

και θρύψαλα γινήκαμε

και σκορπίσαμε στον κόσμο

και γίνηκε ο κόσμος.

Κι έγινε ο κόσμος

από μια σύγκρουση.

Κι είμαστε τότε όλοι εκεί

και συγκρουστήκαμε

αγάπη μου!

            Ιωάννα Λιακάκου

 

---

            Ο έρωτας

 

Σφοδρός ο αέρας

ανατροπέας η επική επέλαση του πάθους

πόθος σφοδρός ο έρωτας,

η πόλη παραδίδεται στον κατακτητή παθητικά

και τη λεηλατεί ο ιερόσυλος,

αφήνεται στου πάθους τα πάθη και παθήματα

και ανασαίνει απ’ την ανάσα του

υποταγμένη,

μα αν έρθει η προδοσία

τότε

το πάθος γίνεται δίψα

γίνεται πόθος ανομολόγητος

γίνεται η πληγωμένη ψυχή της Μήδειας

που τολμάει να λερωθεί στον πιο ανόσιο φόνο,

γίνεται η πληγωμένη κραυγή του Οθέλλου,

οργή, ζήλεια και έρωτας μαζί.

            Άγγελος Λάππας

 

---

            Ο έρωτας του ρήματος με το ρήμα

 

Πώς να παρατήσω τη ζωή;

Να υπαινιχθώ δραστήριες επιδόσεις.

Να υποσχεθώ πύργους, στέγες αγάπης.

Να ζωγραφίσω απογειωμένα όνειρα.

 

Θα ’ναι μελένια τα ρήματα.

Οι ρήσεις γλυκές, εξορκισμός στη μιζέρια.

Ο λόγος ηδύς, ηδονικές οι στιγμές του.

Στην άκρη της γλώσσας, ερωτικές οι δηλώσεις,

ύμνος στον έρωτα, να καρπίσει ζωή.

 

Θα λαλώ αγαπητικά την αγάπη,

όχι με πλάνης ουτοπία.

Ελπιδοφόροι αχοί, να μαζέψουν

της ζήσης τα στείρα ρήματα.

Γλυκόλογα, αναστημένης χαράς βάθρα.

            Νανά Ρουμπελάκη

 

---

            Χαϊκού

 

Καντάδα κάνει

ακατάπαυστη, το νερό

στα πλατάνια.

---

Ακκομπανιάρει

τα πουλιά που κελαηδούν

το γάργαρο νερό.

            Βασίλης Κομπορόζος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου