Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

ΤΑ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΖΑΛΩΝΗ



ΚΕΛΑΙΝΩ ΚΟΠΗ ΤΗΣ ΠΙΤΑΣ



Στις 15 Φεβρουαρίου θα κόψουμε την πρωτοχρονιάτικη πίτα του Κελαινω. Στις 12 το μεσημεράκι 

στην ΕΕΛ Γεννάδιου 8 

απαγγελετε, όλοι από το ιστορικό βήμα.. 

Σας περιμένουμε... Ανυπερθέτως..

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΡΙΣΕΩΣ ΝΕΩΝ ΜΕΛΩΝ της ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ




ΜΕ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΩΝ ΓΛΑΡΩΝ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ.




«Τα τραγούδια των Γλάρων», Παναγιώτα Χριστοπούλου- Ζαλώνη,
εκδόσεις «Βεργίνα», Αθήνα 2019.
   Και να 'μαι η αφεντιά μου εδώ, ένα χθαμαλό χαμόμηλο, και να μιλώ για την πολυτάλαντη ποιήτρια, που αναπνέει καθημερινά την ποίηση στην κάθε έκφανσή της, ανιχνεύοντάς την ακόμη και στην πιο πεζή και τετριμμένη εκφορά της ζωής.
   Mε τα τραγούδια των γλάρων και την παλίρροια της ψυχής της, κρατώντας τον έρωτα από το χέρι και ακινητοποιώντας τον χρόνο, η ακάματη ποιήτρια Παναγιώτα Χριστοπούλου-Ζαλώνη γράφει και σκηνοθετεί την νέα ποιητική της ιστορία. Μια ιστορία που γεννιέται στα κορφοβούνια της ζωής της, συντροφιά με ένα σμάρι γλάρους.
   Η αεικίνητη και ζωογόνα πνευματική της διαδρομή, από της μνήμης την  Ευβοϊκή αιώρα ως τους σηματοδότες της μεγαλούπολης, με σρατηλάτη τον ήλιο της ποίησης, άλλοτε μοσχομυρίζει ασβέστη σε αλκυονίδες μέρες κι άλλοτε επωάζεται και κρώζει στην καταιγίδα της σιωπής, κάτω από τον ανεμοδαρμένο βράχο της. Μα πάντα, αρμολογεί και αρμαθιάζει η ποιήτρια τις λέξεις, αποζητώντας, σαν μικρό βυζασταρούδι στον κόρφο της μάνας της, της ποίησης τη θαλπωρή και τα ιαματικά της μαλάματα. Σαλπάρει πάντα μ΄ ανοιχτά πανιά στα πελάγη της ποίησης, με τις ριπές των στροβίλων της και μάχεται με τη γραφίδα της, σαν τον κυματόβρεχτο γλάρο, με τα κύματα και την αρμύρα στα κατάρτια της.
   «Η ποίηση είναι μεροκάματο στη σκαλωσιά του ήλιου», διάβασα σε κάποιο αναγνωστικό μου ταξίδι τελευταία. Το δικό της ποιητικό μεροκάματο στου ήλιου το ξαπόστι, το κερδίζει από καιρό η ποιήτρια, άλλοτε με τον ελεύθερο και αγέρωχο στίχο της κι άλλοτε με τον  πειθαρχημένο. Κι όπως γράφει η ίδια με «κλωστές ομοιοκατάληκτες/ μεταξωτές, πειθαρχημένες/ σε Τριολέτα, Οχτάβες, Βιλανέλες υφασμένες». Και την κατέχει ετούτη τη γνώση της ποίησης η Π.Ζ. και την μεταλαμπαδεύει με κάθε τρόπο.
   Τα ποιήματά της στεγάζονται κάτω από τον αισιόδοξο και συμβολικό τίτλο «Τα τραγούδια των Γλάρων». Η επιλογή του τίτλου θαρρώ, ότι δέν παραπέμπει απλά στα ποιήματα της συλλογής με αναφορές στα θαλασσοπούλια, αλλά αποτυπώνει, σκιαγραφεί και στηρίζει μία στάση ζωής, εκείνη του φτερωτού ταξιδιού και της πολυδύναμης και ανώτερης καθοδηγητικής πορείας των γλάρων. Την πορεία που επιλέγει η ίδια η Π.Ζ. δηλαδή. Ο γλάρος λειτουργεί σε μία πολυεδρική διάδραση με την ποιήτρια. Η ποίησή της είναι έντονα συμβολική και συνειρμική. Ο γλάρος στην ποίηση της, θα τολμήσω να πω, περιστρέφεται γύρω από το δίπολο  Έρωτας και Θάνατος.  Λειτουργεί ως ο φορέας ενός ουράνιου προσανατολισμού για την ποιήτρια με την πληγιασμένη αθωότητα. Ο θεματικός πυρήνας σε πολλά ποιήματα περιστρέφεται γύρω από τη θάλασσα, που συμβολίζει την ίδια τη ζωή, πιστεύω. Οι επιθυμίες, οι προσδοκίες, τα όνειρα, ο έρωτας και η επιδιωκόμενη ευτυχία αλλά και οι απώλειες με τις ευωδιές της θλίψης, απεικονίζονται μέσα από τον εμβληματικό γλάρο της. Όταν στριμώχνεται συναισθηματικά από τις τρικυμίες της ζωής, και οι αναμνήσεις σφίγγουν σαν μέγγενη την ύπαρξη, διεκδικώντας μερίδιο ζωής, αναρωτιέται: «Μα οι γλάροι;/τι θα απογίνουνε οι γλάροι/θα μείνουν μόνοι στον καμβά;». Ο χώρος της θάλασσας με τα γλαροπούλια, οικοδομείται ως μια τέλεια οπτική, κινητική και ακουστική εικόνα, που εμπεριέχει όλη την ιστορία της ανθρώπινης χαρμολύπης και γίνεται το σύμβολο για να υπενθυμίζει και να παραπέμπει σε τρόπους σκέψης και δράσης για αρτιότερη ζωή.
   Η ποίησή της, αφηγημένη σε α ή γ πρόσωπο, στα εκφραστικά της μέσα κατέχει μεταφορές και παρομοιώσεις και διαθέτει πολλά στοιχεία προφορικότητας όπως η συχνή χρήση ερωτήσεων, το προτρεπτικό ύφος, ο οικείος και φιλικός τόνος. Είναι ποίηση ειλικρινής, αυθόρμητη, ευθυτενής, αναγεννητική, με πολλές αλληγορίες που σφυρηλατούν τον απολογισμό. Δεν προσποιείται και δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη με πλουμιστά στολίδια. Αντλεί θάρρος από τη λυτρωτική δύναμη των λέξεων και μετατρέπει την πεζή και άχρωμη καθημερινότητα σε μια διαρκή αισθητική πρόταση δημιουργίας. Διαβάζουμε στη σελ. 102:«Τουφέκισαν το φεγγάρι/και τους φανοστάτες του δήμου./Χάθηκαν κι οι ποιητές/γιατί άρχισε να βρέχει..../Θ' αναγκαστώ να κλέψω λίγο φως./Το ποίημά μου θα το γράψω».
   Θεματολογικά συνομιλεί με την ταραγμένη βροχή, με τον καημό, με τη χλόη των ονείρων της, μετρά το μήκος της μοναξιάς, γεύεται το αντίδωρο της θλίψης, πίνει της Άρνης το πικρό νερό, πορεύεται προς τον νότο της διάψευσης, αλλά πάντα πριν στεγνώσει η ψυχή της, την επισκέπτεται και την ακομπανιάρει η μεγάλη κυρά, η Ποίηση, με τα θεραπευτικά της βοτάνια. Αναρωτιέται στη σελ. 87 η ποιήτρια: «Είπε άραγε κανείς/πως  γλύτωσε εδώ κάτω/από το βάρος του κορμιού/και τον βρασμό του αιμάτου;» Αλλού πάλι, με επίγνωση και αυτοεξομολογητική διάθεση, προσεύχεται ως άλλη μελωδός:«Κύριε των Δυνάμεων,/πρέσβευε υπέρ ημών/των αμαρτωλών.../Ράσα και πετραχήλια μωβ/στο φως των κεριών»
   Από τους πρώτους κιόλας στίχους της ποιητικής συλλογής, η ποιήτρια μάς υποψιάζει για τη στάση της απέναντι στη ζωή. Ο έρωτας με τα συνοδά του στοιχεία και ο χρόνος με τη φθοροποιό του δύναμη, που με ένα σθεναρό πείσμα αγκαλιάζει η Π.Ζ. και με αυτά αντιστέκεται απέναντι σε όσα αντικρίζει και την πληγώνουν καθημερινά, δονούν πρωτίστως την ψυχή της και τα μεταφέρει ατόφια στην ψυχή του αναγνώστη.
   Ο έρωτας στην ποίηση της Π.Ζ, άλλοτε λειτουργεί ως εφαλτήρια μνήμη, άλλοτε ως γνωστική ή καταλυτική απώλεια και άλλοτε ως απλό βιούμενο συναίσθημα. Ο έρωτας και η αγάπη σε όλες της τις μορφές είναι  από τους βασικούς θεματολογικούς πυλώνες του βιβλίου. Με τα αντιφατικά τους συναισθήματα όπως ευτυχία,  ευφορία, οδύνη, θλίψη, απώλεια, ματαίωση, απόλαυση, κατακλύζουν πολλά ποιήματα. Με την αυθόρμητη και εξομολογητική ηχώ των στίχων της, κρατά τη ζέση του έρωτα για τις χειμωνιάτικες μέρες της καρδιάς της. Πασχίζει να ανασύρει και να διαφυλάξει απ’ αυτόν τα βαθύτερα συστατικά του στοιχεία, απαλλαγμένη από κάθε εγωιστική διεκδίκηση. Πίσω από  την κατάθεση λοιπόν προσωπικών βιωμάτων, εμπειριών, συγκινήσεων, στοχασμών και απογοητεύσεων, θα αποκωδικοποιήσουμε στην ποίησή της και ένα όραμα καθολικό, για προσμονή, προσδοκία, για μια ελπίδα, πέρα από τα στενά και ασφυκτικά όρια της ατομικής διεκδίκησης και νοσταλγίας, πέρα από την προσωπική ευτυχία ή οδύνη. Τοποθετεί τον αναγνώστη όχι απλά στο στασίδι του θεατή αλλά τον κάνει σιωπηλό μέτοχο στη σκέψη της, στην συγκίνηση και τη δράση της κάθε στιγμής. Ο δικός της, ο εσώτερος,  ο πιο μύχιος κόσμος της, του έρωτα, του πόνου και της ενδοσκόπησης, κατορθώνει να μας γίνει όχι απλά γνώριμος αλλά εντυπωσιακά οικείος. Διαβάζουμε στη σελ. 83: «Τον  μισθό μου εισέπραξα/σε χαρτονομίσματα/ ύβρης και μαρτυρίου/στης ανταμοιβής το κυβερνείο/ταπεινός./Στη σειρά περιμέναμε/μέχρι π' άνοιξ' η πόρτα/και εκέκραξεν ο Θεός:/Ποιητή/στον βωμό της καθαρότητας/Θυσιαστή!»
   Ο χρόνος διττός και σκηνοθέτης σε τούτο το ποιητικό απόσταγμα. Ο χρόνος ως ρομαντική μνήμη δρα και σκηνοθετεί το αυτοαναφορικό παρόν και προσφέρει στοιχεία για υπαρξιακή αναζήτηση.  Άλλοτε παρελθοντικός, αισιόδοξος, ελπιδοφόρος και αγωνιστικός, που γίνεται βάλσαμο και λύτρωσης τροπάρι κι άλλοτε ρεαλιστής, παροντικός,  της ήττας, της διάψευσης και της φθοράς. Αναπολώντας από τις παρυφές του χρόνου στο έσω κάμα της, γνωρίζει τι σόδεψε, τι έχασε και τι τελικά  κέρδισε η ποιήτρια. Συχνά βιώνει τη μοναξιά και την απώλεια ως αναπόφευκτο στοιχείο του χρόνου, που το μετουσιώνει σε ζωή. Αναγκαίο και προαπαιτούμενο όμως στοιχείο και της ποίησης, γιατί στη λογοτεχνία δεν υπάρχει συλλογικότητα, την ώρα της δημιουργίας δρα μονάχα ο ποιητής και το χειρόγραφό του. Διαβάζουμε στη σελ.10 : «Στης μνήμης την αιώρα αναπαμένη/απολαμβάνω συμφωνίες αηδονιών/χαρούμενες φωνές μικρών παιδιών/που παίζουν στις χωμάτινες αυλές».
   Ο τόπος που την έθρεψε, ιερουργεί στη μνήμη της, την εμπνέει και καθίσταται η ζωοποιός και κινητήρια δύναμη, στην ποίηση της Π.Ζ. Δεν αντιμετωπίζεται απλά ως ένα γεωγραφικό τοπίο στη μνήμη ή ένα αισθητικό στοιχείο κάλλους. Ρέει στην ψυχή της, σαν μια διαρκής αναβρυστική πηγή ποίησης και ζωής, όπου μέσα σε αυτή την πηγή, αναβαπτίζει διαρκώς η ποιήτρια τον λυρικό της και φυσιολατρικό της οίστρο, επιστρατεύοντας το σύνολο των αισθήσεών της. Κι αυτό, βέβαια, με μια αξιοθαύμαστη εικονοπλαστική δεινότητα, με μια αμεσότητα, που την συγκροτούν τα απλά και καθημερινά όπως το σμαραγδί της θάλασσας, το λειψό φεγγάρι, το άρωμα της ρίγανης, της μέντας και των θαλασσόκρινων, η άδεια πόλη,το θρόισμα της λεύκας,  τα λευκά σεντόνια, η κανέλλα και το γαρύφαλλο. Οι εικόνες της, ποικίλες, άλλοτε γκρίζες που υποβάλλουν σε μια ζοφερή αναφορά του ανθρώπινου πόνου κι άλλοτε αστράφτουν, φωτίζοντας έναν καινούργιο κόσμο ιδανικό και διάφανο. Η ποιήτρια φαίνεται να γνωρίζει, τι θα κρατήσει από την εικόνα της κάθε στιγμής. Η γενέτειρα Εύβοια με το φυσικό της κάλλος μετουσιώνεται σε έμψυχο υλικό. Οι μύριες ομορφιές της, βιώνονται, εναλλάσσονται και γίνονται το όχημα της ποίησης. Με τις αστροφεγγιές, τους γλάρους και τον αυγουστιάτικο ουρανό να δημιουργούν ένα θεατρικό σκηνικό, η ποίηση υπακούει σε έναν φυσιοκεντρικό ερωτισμό. Συχνά η ποιήτρια μεταφέρει στον στίχο της εικόνες του δρόμου, του χωριού της και της καθημερινής ζωής. Επιστρέφει στις παιδικές της γειτονιές, αναπολεί και γράφει:«Και λίγο πιο πέρα στο χαγιάτι/του φτωχού τσαγκάρη το σφυρί/στο καλαπόδι φόντι να φορμάρει με μανία./Απολαμβάνω των γειτόνων ιστορίες/καθώς μπελονιάζουν τον καπνό/το μοιρολόγι της γιαγιάς, της Πηνελόπης/στη Σωτηρία που ΄χασε γιο φυματικό/το "ψάρια...ψάρια..." του πλανόδιου ψαρά/ και την ερωτική φωλιά του θείου Δημητράκη/να λαμπαδιάζει όλη μας τη γειτονιά».
   Στην ποιητική της κατάθεση με την απογραφή μιας εποχής, που έθρεψε απογοητεύσεις και αυταπάτες αλλά και με την ποιητική της αισιοδοξία για την βεβαιότητα της εκπλήρωσης των προσδοκιών της που έθρεψε με οράματα και στόχους, μας παραδίνει μαθήματα αγάπης, δύναμης και μαχητικότητας. Γράφει στη σελ. 13: «Μιας και πέθαναν οι γλάροι/μιας και τα πανιά σκιστήκαν/σάπισε και το κατάρτι/τα ταξίδια τελειώσαν./ Μιας και χάθηκε η Ιθάκη/θα κατέβω στην πλατεία/με τους άνεργους εργάτες/των ορυχείων της αγάπης/για να πιούμε καφεδάκι/σκέτο σκούρο και φαρμάκι/να περάσουνε οι ώρες...» Και στη σελ. 68 διαβάζουμε: «Ευτυχώς που κάρβουνο μπόλικο/στην κατοχή μου έχω/από εκείνη την τρανή φωτιά του παρελθόντος/και μουτζουρώνω κάθε μέρα τα χαρτιά/και επιβιώνω».
   Ο Άγγλος ποιητής Σέλλεϋ στο έργο του «Μια υπεράσπιση της ποίησης» γράφει: «Ο νους, την ώρα που δημιουργεί, είναι σαν ένα κάρβουνο, που πάει να σβήσει και που κάποια αόρατη επίδραση, σαν ασταμάτητος άνεμος, το ξαγρυπνά, χαρίζοντάς του μιαν ολιγόστιγμη λαμπρότητα». Θαρρώ, πως ετούτο το μισοσβησμένο κάρβουνο της ποίησης το ξαγρυπνά και το φλογίζει για χρόνια στην ποιητική της πυροστιά, η πολυγραφότατη ποιήτρια Π.Ζ.
    Θα κλείσω την αποψινή προσέγγισή μου στην ποιητική συλλογή με δυο στίχους της ποιήτριας. Γράφει: «Θέλω να χτίσω μια θάλασσα ακόμα/ κι έναν...έναν Ποσειδώνα». Σου το ευχόμαστε εκλεκτή μας ποιήτρια, και δυο και τρεις και μύριες ποιητικές θάλασσες ακόμα να χτίσεις... και όσο για τον Ποσειδώνα σου -το γνωρίζουμε- πως είναι πάντα δίπλα σου ακούραστος σύντροφος και καραβοκύρης στη θάλασσά σου.
Καλλιόπη Δημητροπούλου
29/1/2020  Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών