Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

ΛΙΓΑ ΑΚΟΜΑ ΑΠΟ ΤΑ ΒΡΑΒΕΥΘΕΝΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ




ΜΕΡΙΚΑ ΑΚΟΜΑ ΑΠΟ ΤΑ ΔΙΑΚΡΙΘΕΝΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

στον 14ο Διεθνή Διαγωνισμό Ποίησης

του Λογοτεχνικού Περιοδικού Λόγου, Τέχνης και Πολιτισμού ΚΕΛΑΙΝΩ

τα οποία απονεμήθηκαν την 9η  Νοεμβρίου 2014 στο Πολιτιστικό Κέντρο

ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ του Δήμου ΙΛΙΟΥ

 

            Ορίζοντας Γεγονότων

 

Ο Αποσπερίτης σε παραπλάνησε και τούτο το πρωινό.

Χαράσσεις ρότα σε παλιές φωτογραφίες –μη ρωτάς.

 

Ο παππούς δούλευε στα ναυπηγεία και μύριζε γλυκάνισο -η γιαγιά του φώναζε.

Έκοψε τα μαλλιά της που έπλεκε κοτσίδα. Έχει αφήσει την τιμονιέρα πάνω απ’ το τζάκι.

Ξηλώνει το λευκό γιακά απ’ το φόρεμά της.

Μια αράχνη υφαίνει δεκάξι χρόνια τώρα ιστούς και ξάρτια.

 

Θυμάσαι, το τζάμι εκείνο που έβλεπε στην παραλία;

Όταν χτύπησε ο θείος άφησε το αποτύπωμα από χιλιάδες γυάλινα κατάρτια -γέλαγε.

Έπαιζε χαρτιά με καρχαρίες, τα σημειωμένα χ στους χάρτες του σημαίνουν χαμένος

θησαυρός. Τα χέρια του τρέμουν, όταν προσπαθεί να ανάψει το πούρο του.

 

Η μαμά τσιμινιέρα πάνω από το χλιαρό καφέ της.

«Με παίδεψε ο πατέρας σου, ώσπου να το πει τελικά.

Ήταν τόσο αναποφάσιστος, που οι πυξίδες δίπλα του έδειχναν το Νοτιά.

Τις νύχτες κάθε του κύτταρο το έτρωγε αργά-αργά ένα μικρό καβούρι».

 

Τα παιδιά που παίζουν στον όρμο δίπλα στο λιμάνι δεν έχουν ιδέα ότι παίζουν πάνω

σε έναν μικρό τάφο. Θα μάθουν. Δεν είσαι παιδί πια. Κοιμάσαι με το Θεό.

 

Ο Θεός σου κοιμάται με γοργόνες. Θηλάζει αλάτι από το στήθος τους.

 «Σαν θάλασσα μυρίζεις», λέει.

Οι ραγάδες πάνω στο δέρμα σου, μια γυμνή ανωμαλία, λες εσύ

-είναι σαν το φως πάνω στα κύματα, λέει Αυτός. Μυρίζει γάλα και σκουριά.

 

Τα φιλιά πριν από Εκείνον λανθασμένες άλγες. Τα φεγγάρια είναι πρασινωπά εδώ.

Λέει: «Δεν είμαι ερωτευμένος μαζί σου».

Κυλάνε μαργαριτάρια στις φλέβες σου. Ένα κανόνι εκρήγνυται στο στήθος σου.

Όλα τα ανεμολόγια λένε ψέματα.

 

Σε κερνά παγωτό, διαβάζει Λάβκραφτ όσο κοιμάσαι, φυλάς μια πεταλίδα στο πορτοφόλι

σου αρέσει να φαντάζεσαι ότι τα κέρματα είναι από όλες τις χώρες που δεν πήγες,

μιλά για εκείνο το ακρόπρωρο, πεισματική Σειρήνα.

Το ξέρεις, χτίζεις κάστρα σε έναν μοναδικό κόκκο άμμου.

 

Δε βγαίνεις φωτογραφίες, γιατί ξέρεις -από το ταξίδι θα μείνουν μόνο αυτές.

Σου δόθηκε ένα πέλαγο με όρια και είσαι σε ένα σημείο χωρίς επιστροφή.

            Ναταλία Κόκκορη

Β΄ Διαγωνισμός

Α΄ Βραβείο (Κάτω των 20 ετών)

 

===========================

 

Χρώμα μπλε βαθύ   

 

Βερονίκες, βέρβενες, βελούδινοι ελαίαγνοι 
Χρυσοκίτρινα Φορσύθια στην κίτρινη όχθη 
της θάλασσας ανθοί
σαν χέρια που απλώνονται
με τις φλέβες στο νερό 
στο δρόμο της μοίρας

 

Στον ρυθμό του φλοίσβου

και με τα  φτερουγίσματα των πουλιών

άνοιξα  τα πανιά μου στις  θάλασσες του κόσμου

για  όμορφα ταξίδια, για  το μοίρασμα

στην περιπλάνηση μου

Το νερό χαρίζεται στην ύπαρξη

χρώμα μπλε βαθύ ………..

θα ανταμωθούμε ξανά Ω!! αγαπημένη, όταν

η νιότη θα αποκοιμηθεί

 

Στις  άγριες φουρτούνες του Χειμώνα

κόντρα στον άνεμο και  την αλμύρα

με σπασμένα κουπιά

με σκαρί ακυβέρνητο

αγκάλιασα την ελπίδα

 

Μέρες και νύχτες  εκεί

που σμίγει ο Ουρανός με την θάλασσα

εκεί  που οι σειρήνες σε καλούν ηδονικά

στα  φωτεινά των ήχων  θραύσματα

λησμονήθηκα

σε ένα γαλάζιο βάραθρο και

στων κυμάτων τον ακατέργαστο έρωτα

 

Μα στου  καλοκαιριού το φως  και στο γλυκό φιλί

στα ξεχασμένα κοράλλια της ζωής

στις νοσταλγικές υποσχέσεις

και στα ασχημάτιστα κοχύλια

με  την σοφία την ηθική   και  την γνώση

μια μέρα

πίσω, νικητής γύρισα

            Δρ. Ευτυχία Καπαρδέλη

 

Γ΄ Βραβείο

 

 

 

===========================

 

 

Ζωή αστερόεσσα

 

Βότσαλα γεμάτα πνοή,

αστέρια που καθρεφτίζονται στα σωθικά της,

φύκια καταπράσινα γεμάτα ζωή,

ήλιος που λαμπυρίζει στις θαλασσιές της ανταύγειες,

κοράλλια που βάφτηκαν κόκκινα απ’ το αίμα,

φεγγάρι που τρεμοπαίζει στους κυματισμούς της,

μαργαριτάρια που πάντα κρύβουν κάποιο μυστικό,

άνεμος που τάραξε τα νερά της,

ιππόκαμποι που την ταξίδεψαν,

θαλασσοπούλια που τρέχουν απ’ τον ουρανό πάλι σ’ εκείνη.

Μα που πήγε η φουρτούνα;

Εξαφανίστηκε!

Έτσι είναι και η φουρτούνα της ζωής!

Οι μελανιασμένοι της ρόζοι δίνουν τη θέση τους

στα χορταριασμένα της όνειρα.

Τα καραβοτσακισμένα της σκαριά βρίσκουν απάνεμο

σε λιμάνια κοραλλένια απ’ το ρίγος της ευτυχίας.

Οι μεταξωτές της κορδέλες χάνονται στο λουλακί χρώμα

της καθαγιασμένης ζωής.

Το γκρίζο υψώνει τα χέρια του απελπισμένο

μην έχοντας πλέον λόγο ύπαρξης.

Τα αστέρια λάμπουν στο βυθό της ψυχής της!

Το χρυσαφί μπερδεύεται με το γαλάζιο

 μες στο σεντούκι της ζωής…

            Παναγιώτα Κατσουλάρη

Α΄ Διαγωνισμός

ΕΠΑΙΝΟΣ

 

 

 

===========================

Ο αγέρας και η θάλασσα

 

Και μάλωσε τ’ αγέρι  με τη θάλασσα

σφυρίζοντας μ’ ορμή σπρώχνοντας άγγιξε

κι εκείνη αγριεύοντας καμπούριασε.

Ραπίζοντας τα βράχια,

έφτυσε κι άφρισε.

Λυσσομανούνε και οι δυο

κι η μάχη άγρια.

Ορθώνει αυτή μέτρα τ’ ανάστημα,

συμπαρασέρνοντας μαζί έμψυχα κι άψυχα.

Κι αυτός πυκνώνει σύννεφα κι ένταση,

κρατώντας τα σκαριά στην άκρη δέσμια

και κατακεραυνώνει, βροντώντας κι αστράφτοντας.

 

Διαμεσολαβητές τότε πέφτουνε δάκρυα….

 

Και ησυχάζει αυτή και λάδι απλώνεται.

Κι όμορφο τραγούδι πια ακούγεται

κι απ’ τους δυο μαζί!

Στ’ ακροθαλάσσι ψιθυρίζεται….

Τι όμορφη όταν απαλά απ’ αυτόν αγγίζεται…

Τι γαλήνια όταν γαλήνια απ’ αυτόν  αφήνεται….

Χρυσάνθη Μουζακίτου

 

Α΄ Διαγωνισμός

Γ΄ ΒΡΑΒΕΙΟ

 

 

 

===========================

Ιόνιοι πειρασμοί

 

Πολλά χρόνια εβάσταξε του Οδυσσέα το ταξίδι

Για της Ιθάκης τα νερά.

Και άλλα πολλά των άμοιρων ανθρώπων τα ταξίδια.

Μα και του Κρητικού δεν ήταν άλλη η τύχη.

Έτσι τα έφερε η ζωή στα πέλαα να παλεύουν

για έναν Παράδεισο στεριά να αφήσουν τα όνειρά τους.

 

Μα κι αν κοιτάξεις πιο βαθιά, συ θάλασσα πλανεύτρα,

πολλούς θα δεις πως έθαψες στα άπατα της αβύσσου.

Έθαψες πρώτα τους νεκρούς, κάτου στη χρυσή άμμο,

παρέα με τα απομείναντα του καραβιού συντρίμμια.

Κι άλλους που τα βαλαν μαζί με σένα την πανούργα

και πάνω τους ξεδίπλωσες όλη την τέχνη που χεις.

Μα κι άλλους έθαψες πολλούς κι ας μην αποδημήσαν.

Μόνο τους ελησμόνησαν, όπως το κύμα ο βράχος,

που σμίγουν στις κακοκαιριές, την άνοιξη ξεχνιούνται.

 Φιλίες, έρωτες, γονιούς, τους πήρε όλους το κύμα

και ίσως καμιά ανάμνηση να μην τους φέρει  πίσω.

Μα κι αν τους φέρει θα ναι απλά για έναν μικρό χειμώνα.

 

Κι όμως όλοι το ξέρουμε πως κάπου στα νερά σου

κρύβεται ο Παράδεισος ο τόσο ζητημένος.

Όσοι προσπάθησαν με μιας να τονε προσεγγίσουν,

βότσαλα τους τραυμάτισαν και καρχαρίες τους φάγαν.

 

Μόνο λίγοι τον γεύτηκαν με καρτερία σπουδαία.

Και γίναν τα βότσαλα αμμουδιά και οι καρχαρίες κοχύλια

κι οι βράχοι γίναν αγκαλιές που κλείναν την αρμύρα

και τα μικρά χρυσόψαρα γίναν κι αυτά γοργόνες

και χόρευαν κάτω απ του καλοκαιριού τον ήλιο

και γλυκοτραγουδούσανε  «μια θάλασσα η ζωή μας»  

Αυγούστα Παυλάτου

 

Α΄ΒΡΑΒΕΙΟ κατηγορία ΜΑΘΗΤΩΝ

 

 

 

===========================

 

 

Στη θάλασσα του λιβυκού.

 

Γαληνεύει η φύση στου ήλιου το γέρμα
στη θάλασσα του λιβυκού την πορφυρένια.
Και σαν φανεί του φεγγαριού το φεγγοβόλημα
στα απάνεμα νερά
και ακουστεί ο παφλασμός κι ο ήχος ο βυσάλινος
στο πισωγύρισμα των κυμάτων,
ένας χαϊνης γρύλος στερουσιανός,
αρχίζει το τραγούδι που με ταξιδεύει στο θόλο.
Τότε χάνομαι στο στερέωμα

σαν ενα άτομο των μορίων του σύμπαντος,
συμμετέχοντας κι εγώ στο δοξαστικό για τον Ένα.

Βασίλης Κυπριωτάκης


Β' ΒΡΑΒΕΙΟ

 

 

 

===========================

 

                                                                                                                      

             Ζωή όπως η θάλασσα

       

Μια τεθλασμένη ευθεία μ' ατελείωτα σπασμένα, ζιγκ- ζαγκ, 

στη ράχη της ουράνιας γήινης σφαίρας!

Κι από κει ξεκινάει το υγρό μπλε του κορμιού της

χωρισμένο σε μικρά ή μεγάλα γυαλιά  σαν από κρύσταλλο.

Δέσανε με τα χρώματά της, το γαλάζιο τ' ουρανού

και τα γήινα χρώματα της γης σ' έναν ατέλειωτο χορό

και γίναν ένα.

  

Γη- ζωή, θάλασσα- ζωή, γη -θάνατος, θάλασσα- θάνατος!

Ζευγάρια ακατάλυτα, αρχέγονα, ανεξήγητα!

Πώς προκαλείτε τις αισθήσεις μου σ' ένα ατέλειωτο τραγούδι,

μπλεγμένο με τα πάθια τ' Οδυσσέα ή το ταξίδι των Αργοναυτών,

της Αφροδίτης το φτάσιμο σε μια ξεχασμένη αμμουδιά

της θεσπέσιας Κύπρου.

Πόσα κορμιά δεμένα σε κατάρτια καραβιών

γίνηκαν αδερφοποιητές ψυχές του Νηρέα ή του Πλούτωνα

και πλάγιασαν το θάνατο, αγκαλιασμένες με τ' άνθη του βυθού σου.

  

Κι εγώ όρθιος στην πλώρη τ' αφροστεφάνωτου πλεούμενου,

παλεύω με σειρήνες και θαλάσσιες γοργόνες

να περάσω τις Συμπληγάδες.

Φεύγω το άγριο κλείσιμο των σαγονιών τους

ξεκινώντας για νέες πατρίδες και χαράζοντας τ' όνειρο.

Τα χρώματά του είναι τα δικά σου, το βαθύ μπλε,

τ' απαλό γαλάζιο ή το θυμωμένο γκρι όπως βγαίνει

απ' το γιγάντιο κύμα που σου αυλακώνει το μέτωπο,

ενώ εσύ παραμένεις εκεί μια τεράστια υγρή αγκαλιά

που τυλίγει σα μάνα με τα ζεστά της χέρια το απαλό μου δέρμα

όπως ένα μικρό κόκκινο κοράλλι στο βυθό σου.

            Πολυξένη Βακιρλή-Γιαννακοπούλου

 

Β΄ ΒΡΑΒΕΙΟ

 

 

 

===========================

 

Ταξίδι

 

Είχα μια φλόγα στην καρδιά, να καίει στα στήθια μέσα
και με τη νιότη σύμμαχο, βαρκάρη έγια λέσα.
Πρίμος αγέρας φύσηξε στο ολόλευκο πανί μου
κι ένα ταξίδι ήρεμο θαρρούσα τη ζωή μου.

 

Καταμεσής στο πέλαγος, ξάφνου, βοριάς και αντάρα,
σύννεφα μαύρα γέμισε του κόσμου η καμάρα.
Όσα ποθούσα στέρεψαν και μια επιθυμία
έμεινε μόνο ˙ να σωθεί ετούτη η τρικυμία.

 

Όταν το κύμα έπαψε να τυραννά την πλάση
κι είχε ο βοριάς, την πείνα του, στην πλώρη μου χορτάσει,
έμεινα εκεί να νοσταλγώ τη φλόγα που είχε σβήσει.
Άνοιξε πέρα ο ουρανός και ο ήλιος θε να δύσει.

            Βασίλειος Ζήνας

 

ΕΠΑΙΝΟΣ

 

 

 

===========================

 

 

            Καράβια

 

Καράβια φορτωμένα με ζωές

που πάνε κι έρχονται τα χρόνια

άλλες σ’ αμπάρια στοιβαγμένες φτωχικές

κι άλλες σε κόκκινα βελούδινα σαλόνια.

 

Καράβια φορτωμένα με ψυχές

που πάνε κι έρχονται οι μέρες,

άλλες σ’ αγάπης δέσαν αμμουδιές

κι άλλες ναυάγια στα βαθιά λησμονημέντες.

 

Καράβια φορτωμένα με στιγμές,

νοσταλγικές χιλιάδες αναμνήσεις

λιμάνια που προσπέρασες, στεριές

και δειλινά που δεν θα ξαναζήσεις.

 

Κι είν’ η ζωή μια θάλασσα πλατιά

δίχως ορίζοντα, με κύματα αφρισμένα

στην αγκαλιά της γης και τ’ ουρανού

αιώνια μυστικά κρυμμένα.

 

Το θαλασσοδαρμένο της ζήσης μου σκαρί

μ’ αθέατους κουρσάρους κι αν παλεύει

μόνη κι αν έχει συντροφιά

τον άνεμο και τα πουλιά

με της ελπίδας τα πανιά, ταξιδεύει

            Αλίκη Θεοδωρίδου

 

Β΄ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

Γ΄ΒΡΑΒΕΙΟ

 

 

===========================

 

            Θάλασσα είναι η ζωή

 

Θάλασσα είναι η ζωή νεράιδα κανακίστρα,

μα είναι και χιλιόγνωμη, απρόβλεπτη, κακίστρα.

 

Το άρωμά της ποθητό, μεθυστικό λουλούδι

μα και Σειρήνων μισητό ερωτικό τραγούδι.

 

Σε κάποιους με απλοχεριά ατα πλούτη της χαρίζει

και άλλους μες τα κάτεργα σκληρά τους βασανίζει.

 

Όποιον θελήσει άγρια συντρίβει μ’ ευκολία

και δεν αντιπαλεύεται έχει υπεροπλία.

 

Εκεί που σου χαμογελά, ναζιάρικα σου γνέφει

σκύλα την άλλη τη στιγμή με μιας σε καταστρέφει.

 

Κόλαση θάλασσας βοή κι αν χάσεις την πυξίδα

σκληρή, δε θα σε λυπηθεί σαν πέσεις σε παγίδα.

 

Ποτέ μη δείχνεις σιγουριά καλύψου με ασπίδες

πάνω στων βράχων μη σχιστείς τις κοφτερές λεπίδες.

 

Κράτα τιμόνι συνετά και μη λιγοψυχήσεις

τα έπαθλα των δυνατών έτσι θα κατακτήσεις

            Γεώργιος Π. Γιακουμινάκης

 

Γ΄ ΒΡΑΒΕΙΟ

 

 

===========================

 

   «Φως, σε παρακαλώ, τις προσευχές μου δέξου»

 

Ζωές ανταμώθηκαν σε σχολικό προαύλιο, Άνοιξη.

Σκεπασμένη η γη μαργαρίτες και χαμομήλια.

Την εκδρομή μήνες σχεδίαζαν στ’ όνειρό τους

πλοίο με φώτα που λαμποκοπούσαν, με τραγούδια…

 

Έκαμε το καράβι νερά, τέλεψε το παιχνίδι

γράψε ευχές, αν θες να τους μετρήσεις

γιατί η ζωή πάντα κυλάει σαν κύμα

κατηφορώντας, ανηφορώντας, βαθαίνοντας

μες το γαλάζιο, αντίλαλος που σβήνει.

 

Γράφω για κείνους με βρεγμένες λέξεις και όλες

φως, παρακαλώ τις προσευχές μου δέξου

τώρα στη στράτα σου που μπαίνουν

κινώντας ολοκαίνουργιες φτερούγες, άξιοι

ν’ ανέβουν σε νέα άστρα,

άξιοι για λιμάνια ουρανού.

 

Τόσο πολύ μάκρυνε το σχολείο

τα σύννεφα ολόκληρους τους πήραν

νερού σταγόνες στο χαρτί απ’ τα φτερά τους

πάνω στον ουρανό πώς καθρεφτίζονται έτσι;

 

Φως, αν σηκώσουν το κεφάλι θα σε δουν

να τους δείχνεις το δρόμο που σύντομα να φτάσουν.

Νέα ζωή κυλάει, σαν κύμα, ανηφορώντας

λαμποκοπώντας, ανάμεσα σ’ αστέρια

ζητώντας νέες αμμουδιές, σχολείο, πατρίδα.

 

Κι όλες φως παρακαλώ τις προσευχές μου δέξου

έφηβοι-άγγελοι μες το χρυσάφι κι ευχές πολλές

ουρανού και θάλασσας, δρόμοι εκδρομής

σκεπασμένοι μαργαρίτες, «μη με λησμόνει»

φύκια, κοράλλια, άνθη του νερού

και ανθισμένοι ωκεανοί που ξεμακραίνουν

Είναι ο ουρανός μια θάλασσα…

Μια νέα ζωή.

            Νεφάλη-Μαρία Μαρκοπουλιώτου

 

Α΄ ΒΡΑΒΕΙΟ κατηγορία ΜΑΘΗΤΩΝ

 

 

===========================

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου