Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΔΙΗΓΗΜΑ της ΖΑΧΑΡΟΥΛΑΣ ΓΑΪΤΑΝΑΚΗ





 
«Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ»


Το ζευγάρι κατέβηκε από τα σκαλιά του μαιευτηρίου κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου. Η κοπέλα κάποια στιγμή παραπάτησε κι ο άντρας την έπιασε, τη στήριξε πάνω του και περπάτησαν μαζί μέχρι τον χώρο στάθμευσης. Πίσω τους ερχόταν ένας νοσοκόμος με μια βαλιτσούλα στο χέρι. Φτάνοντας στο αυτοκίνητό τους, η γυναίκα τακτοποιήθηκε στη θέση του συνοδηγού, η βαλίτσα με τα ρούχα της μπήκε στο πίσω κάθισμα, ο άντρας έβαλε μπρος το όχημα και απομακρύνθηκαν από το νοσοκομείο.
Η νεαρή κοπέλα, είχε χάσει το παιδί που κυοφορούσε. Στον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης της απέβαλε. Δεν είχαν ούτε τέσσερις μήνες παντρεμένοι όταν διαπίστωσε ότι ήταν έγκυος. Πόσο χάρηκε. Δεν περίμενε να της συμβεί τόσο νωρίς, αλλά και οι δυο τους αγαπούσαν τα παιδιά κι ήθελαν ν’ αποκτήσουν μια μεγάλη οικογένεια. Ο άντρας της μόλις του είπε το νέο την πήρε στην αγκαλιά του. «Θεέ μου, τι ευτυχία» είπε η Ειρήνη.
Το αυτοκίνητο διέσχιζε τώρα τους βρεγμένους δρόμους της Αθήνας. Ο Νοέμβριος πλησίαζε στο τέλος του και οι ζεστές μέρες είχαν δώσει τη θέση τους στο κρύο και στην υγρασία. Στα πεζοδρόμια οι διαβάτες πηγαινόρχονταν βιαστικοί προσπαθώντας να προστατευθούν από τη βροχή που έπεφτε συνεχώς. Φύλλα πεσμένα και δένδρα γυμνωμένα συνέθεταν την εικόνα της πόλης εκείνη την ημέρα. Καθώς σε λίγο έρχονταν τα Χριστούγεννα, τα καταστήματα είχαν στολίσει τις βιτρίνες τους, ενώ συνεργεία του Δήμου τοποθετούσαν φωτάκια κι άλλα διακοσμητικά στις κολώνες και σε διάφορα σημεία της πρωτεύουσας.
Η Ειρήνη δεν είχε παρατηρήσει τίποτε από όσα γύρω της πέρασαν. Λες και δεν βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητο. Επέστρεψαν στο σπίτι τους μέσα στη σιωπή. «Αγάπη μου, έλα να ξαπλώσεις» την παρότρυνε ο άντρας της. Έσυρε τα βήματά της ως την κρεβατοκάμαρά τους και χωρίς να ξεντυθεί έπεσε βαριά πάνω στο στρωμένο κρεβάτι. Πήρε το μαξιλάρι της αγκαλιά και άρχισε να κλαίει. «Μην το κάνεις αυτό, μωρό μου» της είπε ο σύζυγός της.
«Μωρό μου…» Το δικό της μωρό το έχασε.
«Δεν θέλω να με ξαναπείς έτσι» τον αποπήρε. «Μ’ ακούς; Δεν θέλω να σε ξανακούσω να λες αυτή τη λέξη εδώ μέσα.»
Εκείνος βγήκε από το δωμάτιο χωρίς να πει τίποτε. Η Ειρήνη ξάπλωσε και την πήρε αμέσως ο ύπνος.
Πολλές μέρες κύλησαν έτσι. Κοιμόταν πολύ ή περνούσε τον καιρό της στο κρεβάτι, άβουλη, απαθής, αδιάφορη για τα πάντα. Δεν φρόντιζε το σπίτι, δεν μαγείρευε, δεν νοιαζόταν για τίποτα. Αν της μιλούσε ο άντρας της ο Γιώργος, του απαντούσε. Έτρωγε ότι της έβαζε μπροστά της χωρίς να καταλαβαίνει τι τρώει. Είχε καταντήσει ένα «φυτό».
Η μητέρα της, οι αδελφές της που την επισκέπτονταν δεν ήξεραν πώς να την βοηθήσουν. «Να ρωτήσουμε έναν γιατρό», είπε στον Γιώργο η πεθερά του.
«Ρώτησα τον γιατρό της» της απάντησε ο γαμπρός της. «Μου είπε ότι θα χρειαστεί χρόνο να το ξεπεράσει. Να κάνουμε υπομονή και να την στηρίξουμε.»
«Πώς, παιδάκι μου; Θεέ μου τι κακό ήταν αυτό που μας βρήκε…» είπε η απλοϊκή γυναικούλα.
Η Ειρήνη, μία εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα, όταν ο άντρας της αγόρασε ένα δέντρο για να στολίσουνε στο σπίτι τους, η πρώτη φορά που θα έκαναν Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά στο δικό τους σπιτικό, αντέδρασε έντονα.
«Δεν θέλω να στολίσουμε τίποτα. Χάσαμε το παιδί μας και συ τολμάς να φέρνεις στο σπίτι δέντρο, στολίδια και λαμπιόνια;»
Ο Γιώργος δεν της έδωσε σημασία και συνέχισε τον στολισμό του δέντρου. Όταν τελείωσε άναψε τα φωτάκια και κάθισε στον καναπέ να θαυμάσει το έργο του. Η γυναίκα του πήγε να βγάλει τα φώτα από την πρίζα. Εκείνος την πρόλαβε και την έβαλε να καθίσει δίπλα του.
«Γιατί, Ειρήνη μου;» Της χάιδεψε τα μαλλιά, την φίλησε, της κρατούσε τα χέρια. «Νομίζεις ότι εγώ δεν λυπήθηκα, δεν πόνεσα; Ό,τι έγινε – έγινε. Ήταν γραφτό να συμβεί. Θα ξαναπροσπαθήσουμε…»
Όχι. Ποτέ ξανά. Δεν μπορώ να ξαναζήσω μια τέτοια απώλεια», ούρλιαξε η κοπέλα. «Θα πεθάνω, μ’ ακούς; Καλύτερα να πέθαινα κι εγώ μαζί με το παιδί μας…»
«Όλα θα πάνε καλά, θα δεις» την παρηγόρησε ο άντρας της. «Έρχονται γιορτές, δεν θέλω να σε βλέπω πικραμένη, σαν πεθαμένη. Σε ικετεύω, αγάπη μου, σκέψου και μένα. Υποσχέσου μου ότι θα κάνεις μια προσπάθεια…».
«Δεν μπορώ, μην μου ζητάς κάτι τέτοιο» παρακάλεσε η Ειρήνη.
«Θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα προσπαθήσεις να γίνεις η Ειρήνη που αγάπησα και αγαπώ. Έχε μου εμπιστοσύνη. Όλα θα φτιάξουν…» ξανάπε ο Γιώργος.
Από κείνο το απόγευμα που της απέσπασε την υπόσχεση, η Ειρήνη άρχισε σιγά – σιγά να καθαρίζει το σπίτι, να τακτοποιεί, να μαγειρεύει. Νωρίς το βράδυ έκαναν έναν μικρό περίπατο οι δυο τους σε διαφορετικούς δρόμους της πόλης τους κάθε φορά. Οι στολισμένες βιτρίνες τραβούσαν τα βλέμματά τους, ο κόσμος που μπαινόβγαινε στα μαγαζιά κάνοντας τα ψώνια του τους έκανε να μπουν κι αυτοί στη δίνη του αγοραστικού πυρετού. Πήραν δώρα για τους δικούς τους, η Ειρήνη βγήκε κάποιο πρωί κι αγόρασε δώρα για τον άντρα της, η ζωή τους έμπαινε ξανά στο γνώριμο ρυθμό της πριν χαθεί το παιδί τους…
Παραμονή των Χριστουγέννων τους ξύπνησε πρωί- πρωί το κουδούνι που χτυπούσε δυνατά. «Ποιος να ’ναι τέτοια ώρα;» είπε ο Γιώργος αγουροξυπνημένος. Σηκώθηκε ν’ ανοίξει. Η Ειρήνη σηκώθηκε κι αυτή φορώντας τη ρόμπα της. «Να τα πούμε;» άκουσαν δυο παιδικές φωνούλες να ρωτούν.
Η Ειρήνη κοίταξε τα παιδιά με τα τριγωνάκια τους στα χέρια, κούνησε το κεφάλι της καταφατικά, ο Γιώργος άπλωσε προστατευτικά το χέρι του στους ώμους της κι όλοι μαζί, τα παιδιά και το αντρόγυνο άρχισαν να λένε τα κάλαντα…
                                                ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ ΓΑΪΤΑΝΑΚΗ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου