Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2021
Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021
Πάρε μαζί σου ένα γαρύφαλλο
Στη Φαίδρα
Μάτωσε το πρωινό
και ο ήλιος δραπέτευσε στα ξερονήσια.
Μια μέρα με σκοτάδια έφεραν οι θεοί μαζί τους,
καθώς εσύ με ένα φεγγάρι δίχως πρόσωπο
κρύφτηκες για πάντα στο χαγιάτι του ουρανού.
Έφυγε νωρίς το καλοκαίρι
αφήνοντας πίσω του λυγμούς και δάκρυα
να ταξιδεύουν κάθε βράδυ
στην αγιότητα των στίχων σου.
Είσαι παντού και πουθενά αμαζόνα των γραμμάτων.
Λαπιθίδα πάνω στο αέτωμα της καρδιάς μας.
Από μικρή στο δίκιο και στη λευτεριά
βιαζόσουν κι εσύ πριν φτάσει το ξημέρωμα
να μοιράσεις από πόρτα σε πόρτα δρεπάνια
στους φοβισμένους θεριστάδες
για την ώρα της συγκομιδής.
Το αποτύπωμα της φωνής σου μέσα μας
φωτίζει τα σκοτάδια και ταϊζει
τα ξυπόλητα παιδιά των φαναριών.
Να θυμάστε, μας έλεγες, το αίμα είναι πάντα κόκκινο
κι όταν σου λέγαμε πως η απουσία σου για μας
θα είναι το αιώνιο μαύρο
εσύ έκλεινες σεμνά τα βυζαντινά σου μάτια.
Εκεί που οι άγιοι ξενυχτούν σιωπηλοί
οι αγκαλιές των αγαπημένων σου
είναι που θα ζεστάνουν τη μοναξιά σου.
Λουντέμης και Σκαρίμπας
περιμένουν τη βαφτιστήρα τους να της δώσουν
την αναστάσιμη λαμπάδα της ποίησης.
Μη ξεχάσεις, πάρε μαζί σου κι ένα κόκκινο γαρύφαλλο
για τον Νίκο Μπελογιάννη.
Εκείνο που είχε στο πέτο όταν κρυβόταν στο σπίτι σου
μαράθηκε από την δική μας αγνωμοσύνη.
Α! και τα φάρμακα για τον θείο Πλουμπίδη.
Η κυρά Βάσω τρομάζει πως ο βήχας του
θα τον προδώσει στον αστυνόμο
που περιπολεί στη γειτονιά σας.
Το κενό έχει το όνομα σου Φαίδρα.
Τάχα το γνώριζες
όταν έβαζες την υπογραφή σου πάνω στην καρδιά μας;
Ανυποψίαστοι θεατές μιας
ανομολόγητης πραγματικότητας
θα περιμένουμε μάταια το χαμόγελο σου
κι ένα σου στίχο που δεν θα έρθει ποτέ.
Βασίλης Τσακίρογλου
Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021
Το Τραμ και η Πονηρή Μαντάμ
Συγγραφέας: Νίκος Μίχαλος
(μετά ένα μήνα)
Μόρτης:
Είχα ορκισθεί παιδιά μου, να μην ξαναμπώ σε τραμ, αλλά λόγω η βροχούλα και η κούραση πολλή, αναγκάστηκα ν’ ανέβω για να μη γινώ παπί.
Μα την έπαθα σαν βλάκας και για δεύτερη φορά, έπεσα και πάλι θύμα απ’ την πονηρή μαντάμ-αναμπάμ και παπαντάμ.
Εισερχόμενος στο τραμ, ξαναβλέπω τη μαντάμ. Λέω μέσα μου αμάν… μπροστά μου σ’ έχω σατανά. Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά.
Πλησιάζει και μου λέει, σ’ έστησα, με συγχωρείς, σε λιγάκι κατεβαίνω, άμα θες έλα κι εσύ.
Δώς μου πίσω τα λεφτά μου, λέω και της απαντώ και μετά θα το σκεφτώ. Μου χαμογελά και λέει, θα στα δώσω τα λεφτά, αν με πάρεις αγκαλιά και μου δώσεις δυο φιλιά.
Κοίτα λέω τι με βρήκε στα καλά καθούμενα. Τώρα λέω τι να κάνω, για να πάρω τα λεφτά, ή θα πρέπει να ενδώσω ή να της φερθώ σκληρά. Πράγμα δύσκολο λιγάκι, γιατί βλέπεις είμαι άντρας, έχω κι εγώ καρδιά. Η Μαντάμ είναι κουκλάρα, θα την κάνω τη ζημιά, μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, γιατί όπως λένε κάποιοι, ο τολμών πάντα νικά. Την αρπάζω και της δίνω δυο φιλάκια σταυρωτά, μου χαρίζει άλλα δυο και με σφίγγει δυνατά. Ύστερα μου λέει γειά σου, θα στα φέρω τα λεφτά, αύριο πρωί στις 10, στου Τζελέπη τη μεριά. Κατεβαίνει και βαδίζει γρήγορα και βιαστικά.
Εψυλλιάστηκα και ψάχνω, πορτοφόλι πουθενά. Βρε τη σκρόφα τη μαντάμ, μου την έφερε ξανά. Τώρα πώς θα βγω στην πιάτσα, θα με κράξουνε παιδιά, που επιάστηκα κορόιδο και για δεύτερη φορά. Τα επλήρωσα καλά, τα φιλάκια τα γλυκά. Πάω πάλι στου Τζελέπη με κουλούρι και τυρί.
Μα το τραμ πλέον, κομμένο, δεν θα μπω ξανά εκεί, θα φυλάω καραούλι εις τη στάση τη γνωστή. Κι όταν η μαντάμ κατέβει, θα την πιάσω απ’ το μαλλί και θα τήνε τσιτσιδώσω για να γελοιοποιηθεί. Ύστερα γραμμή θα πάω στην Τροχαία ρε παιδιά, να τους πω αυτή τη στάση να τη λένε παπαντάμ. Είναι όνομα και πράγμα για την πονηρή μαντάμ.
Όσο για τη μανταμίτσα, ούτε να την ξαναδώ γιατί αν με πλησιάσει θα τριτώσει το κακό. Τώρα φεύγω για Περαία, με το μέσον το γνωστό, το τραμ δύο δηλαδή, που σε πάει και σε φέρνει, δίχως να χαλάς δραχμή. Και θα είμαι στου Τζελέπη, σε μια ώρα στρογγυλή.
Έτσι είμαστε οι άντρες, έχουμε καλή καρδιά, τις γυναίκες αγαπάμε και μονίμως την πατάμε, όπως και με τον Αδάμ που την έπαθε ο δόλιος από πονηρή γυνή, Εύα ήταν το όνομά της, είναι διεθνώς γνωστή. Πρώτα έφαγε το μήλο και μετά έφαγε ξύλο.
Τώρα αποχαιρετάω, γεια σας και ορεβουάρ και μια συμβουλή θα δώσω εις τα νέα τα παιδιά.
Μάγκες της νέας εποχής, με κινητά και τάμπλετ, σε τραμ μην ξαναμπαίνετε, δουλέψτε πατινάκι, γιατί αν μπείτε μες στο τραμ και σας τρακάρει η μαντάμ με το μακρύ χεράκι, κλάψτε το και το κινητό και το πορτοφολάκι. Έτσι την έπαθα κι εγώ, από την κούκλα τη μαντάμ, δηλαδή απ’ έξω κούκλα και από μέσα βρε πανούκλα.
Ταύτα και σας χαιρετώ.
Υ.Γ. Και μη γίνεται κουβέντα, από δω και από κει, δεν πηγαίνει σ’ ένα μάγκα έτσι να ξευτιλιστεί. Το τι έπαθα εγώ, γύρω να μη μαθευτεί. Θα το ξέρω μόνο εγώ και του Τζελέπη η ακτή…
Καφενείον «Το Τρύπιο Φλιτζάνι»
του Νίκου Μίχαλου,
Αφεντικό – γκαρσόνι Βρασίδας Τουλούμπας
Πελάτης: Παιδί! Γκαρσόν!
Βρασίδας: Ορίστε κύριε, να η ταυτότητά μου, δεν είμαι παιδί, είμαι 35 ετών και το γκαρσόν δεν μ’ αρέσει, αν με λέτε καφετζή όμως, δεν με πειράζει.
Πελάτης: Ε, λοιπόν, κύριε καφετζή, αν ξανάρθω εδώ θα το θυμάμαι.
Βρασίδας: Αν είναι να μην ξανάρθετε, θα βάλω τα δυνατά μου να σας περιποιηθώ, να μη σας χάσουμε, είναι κρίμα.
Πελάτης: Ωραία, φέρε μου τότε έναν διπλό καφέ τούρκικο, μέτριο. (Σε λίγο)
Βρασίδας: Ορίστε κύριε ο καφές σας.
Πελάτης: Τι είναι αυτά; Εδώ έχεις δύο φλιτζάνια καφέ, το ένα δίπλα στο άλλο.
Βρασίδας: Ξέχασα να σας πω ότι στα μαθηματικά ήμουνα σκράπας, αλλά έτσι κι αλλιώς, ένα κι ένα κάνουν δυο, δηλαδή ένας μονός κι άλλος ένας μονός καφές, ίσον ένας διπλός, ο ένας είναι γλυκός κι ο άλλος σκέτος, μαζί ίσον μέτριος και με διπλό χαρμάνι, όχι διπλό νερό που βάζουν άλλοι και κλέβουν καφέ.
Πελάτης: Και πώς θα το πιω;
Βρασίδας: Θα πίνεις μια γουλιά από το ένα φλιτζάνι και μία από το άλλο, γλυκό-πικρό, να ’το το μέτριο καφεδάκι. Έτσι κάνουν και οι άλλοι πελάτες.
Πελάτης: Βρε, που έμπλεξα σήμερα για έναν καφέ.
Βρασίδας: Υπάρχει κι άλλος τρόπος να το πιείτε, με δικό μου σύστημα. Δηλαδή, να ρουφάτε ταυτόχρονα με δύο καλαμάκια απ’ τα δύο φλιτζάνια. Δική μου πατέντα, Βρασίδας, συμφωνείτε;
Πελάτης: Να σε βράσω, ρε Βρασίδα.
Βρασίδας: Όχι προσβολές κύριε, θα πάρω τους καφέδες πίσω.
Πελάτης: Τέλος πάντως, ξέχασες το νερό, φέρε μου ένα ποτήρι, όχι παγωμένο, δροσερό, μισό-μισό που λένε.
Βρασίδας: Ξέρω, ξέρω, το φέρνω αμέσως. (Σε λίγο)
Πελάτης: Τι είναι πάλι τούτο; Μου έφερες δυο ποτήρια μισά, θα με τρελάνεις βρε Βρασίδα;
Βρασίδας: Γιατί κύριε; Το ένα είναι κρύο και το άλλο είναι της βρύσης, σύστημα για όλες τις εποχές.
Πελάτης: Άσ’ τα και φέρε ένα υποβρύχιο. Ξέρεις τι είναι;
Βρασίδας: Ξέρω, ξέρω. (Σε λίγο)
Πελάτης: Πάλι τα ίδια βρε Βρασίδα, έφερες χώρια του κουτάλι με τη βανίλια και χώρια το ποτήρι με το νερό. Μήπως είσαι τρελός ή θες να με τρελάνεις πρωί-πρωί;
Βρασίδας: Γιατί κύριε; Όταν το βάλεις το κουτάλι με τη βανίλια, τότε γίνεται υποβρύχιο, έτσι δεν είναι;
Πελάτης: Έτσι είναι, δεν λέω…
Βρασίδας: Αν το πάρουμε λογικά, το υποβρύχιο είναι έξω απ’ το νερό κι όταν μπαίνει στο νερό λέγεται υποβρύχιο, διότι πρώτα υπάρχει πλεύση και μετά κατάδυση και στο τέλος τρώτε εσείς το υποβρύχιο με ευχαρίστηση, τι άλλο θέλετε;
Πελάτης: Πάω να φύγω, έπεσα σε μουρλό γκαρσόνι!
Βρασίδας: Ε, όχι και γκαρσόνι, παιδί δεν με πειράζει να με φωνάζεις, αλλά έχω τρία παιδιά που θα τους παραδώσω το καφενείο αργότερα και για να δεις ότι είμαι εντάξει, το υποβρύχιο κέρασμα από μένα, οκέι;
Πελάτης: Τέλος πάντων, πόσα σου χρωστάω;
Βρασίδας: Αφήστε το για μετά αυτό. Λέω να σας φέρω ένα γλυκό, τουλούμπα παραγωγής μας, να κεράσετε την κοπέλα σας ή την κυρία απέναντι.
Πελάτης: Ρε Βρασίδα, θα με κάνεις να πάω σπίτι μου σήμερα και να γράψω το ημερολόγιο ενός τρελού για να σε θυμάμαι και να γελάω.
Βρασίδας: Έχετε δίκιο, αλλά στη θεότρελη εποχή που ζούμε, δεν μπορεί να μην κολλήσουμε κι εμείς λίγη τρέλα!
Πελάτης: Άσε τη θεωρία Βρασίδα και πες μου τι σου χρωστάω;
Βρασίδας: Δύο και δύο, τέσσερα για τους καφέδες, δύο και δύο για την απασχόληση και ενημέρωση, ίσον οκτώ ευρώ. Η βανίλια βερεσέ, την πληρώνεις αύριο, ίσον δέκα ευρώ. Κι ευχαριστούμε που μας προτιμήσατε. Το καφενείο μας είναι ψυχρό το καλοκαίρι και ζεστό το χειμώνα, για να ξέρετε.
Πελάτης: Πάρε δύο μούντζες για τα δέκα ευρώ, πάρε κι άλλη μία δώρο, δηλαδή το πουρμπουάρ πέντε ευρώ και πιες τα μόνος σου τώρα. Γεια σου.
Βρασίδας: (Μονολογεί) Να γιατί δεν πάμε μπροστά, δεν θέλουμε να εκσυγχρονιστούμε. Αν μου ζήταγε έναν φραπέ θα είχα ξεμπλέξει στο πιτς φυτίλι! Άκου τούρκικο καφέ στην εποχή μας! Εδώ υπάρχει το καπουτσίνο, το φρέντο, ο γαλλικός που πίνεις και ευφραίνεσαι. Κρίμα που δεν τους προτιμάνε οι οπισθο-δρομικοί και με ταλαιπωρούνε με το ψήσιμο στο μπρίκι. Και χάνω χρόνο και ως γνωστόν, ο χρόνος είναι χρήμα. N. M.
Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2021
ΣΤΗΣ ΚΑΝΕΛΟΡΙΖΑΣ ΤΑ ΧΝΑΡΙΑ (ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ)
Φωτεινής Αζαμοπούλου, «Μια στιγμή αρκεί», εκδόσεις «ΕΞΗ», Αθήνα 2018.
Γράφει η Καλλιόπη Δημητροπούλου
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να ακονίσω την πένα μου και της ψυχής μου τα κιτάπια και να ανταμώσω με την αφηγηματική δράση, ανάδραση και απόδραση των ηρώων της Φωτεινής Αζαμοπούλου, σε τόπους και χώρους εύξεινους αλλά και δύσβατους. Το οφείλω στην αγάπη και τον θαυμασμό, που τρέφω για την ποιότητα και τη σεμνότητα του χαρακτήρα αλλά και το άκαμπτο λογοτεχνικό ήθος της συγγραφέως. Το οφείλω και στην κοινή Ηλειακή αφετηρία μας. Η κριτική μου, βέβαια, προσέγγιση σε τούτο το πόνημα θα λειτουργήσει με αίσθημα ευθύνης και με αντικειμενικά κριτήρια.
Μελετώντας, λοιπόν, τo μυθιστόρημα της Φ. Αζαμοπούλου που στεγάζεται κάτω από τον τίτλο «Μια στιγμή αρκεί», αφουγκράζομαι μια ατόφια, αυθεντική καταγραφή μυθιστορίας, που την ξεσκόνισε και την ανέβασε στο φως η συγγραφέας από το χρονοντούλαπο της ίδιας της ζωής.
Από την έντονη βιωματική εμπειρία των χρόνων της παιδικής και αμόλευτης αθωότητας του παρελθόντος. Κρατώ στα χέρια μου ένα μυθιστόρημα άξιας και εμπνευσμένης λογοτεχνικής πνοής και αναγνωστικής απόλαυσης. Μια ιστορία που μοσχομυρίζει έντονο συναίσθημα δομημένο πάνω στους ήλιους και στα φεγγάρια της ζωής. Μια μυθιστορία που άλλοτε ανασαίνει με τον ακαταπόνητο έρωτα κι άλλοτε κομπιάζει στη ματαίωση του ονείρου. Η ελπίδα όμως ποτέ δεν λιγοστεύει στην πένα της συγγραφέως. Οργώνει τα δομικά στοιχεία της ιστορίας του βιβλίου και καρδιώνει τους ήρωες του έργου. Στριμώχνεται, παραδίνεται, αποζητά και αντιπαλεύει.
Η Φ. Αζαμοπούλου αναπλάθει παραστατικά τη μικροαστική κοινωνία της ελληνικής επαρχίας του 1970. Καταγράφει το έντονο συγκρουσιακό στοιχείο της απαγορευμένης αγάπης δύο νέων διαφορετικών κοινωνικών τάξεων. Ο έρωτας του πλούσιου γιού μιας παρεμβατικής μάνας, του Αχιλλέα, για το φτωχό κορίτσι του ψαρά, την Κανέλα, φαίνεται καταδικασμένος σύμφωνα με τα κοινωνικά και ταξικά στερεότυπα της εποχής. Η δύναμη του έρωτα αντιστέκεται στα υψωμένα τείχη της ζωής τους. Ο εύπορος νέος παραιτείται από την μητρική οικονομική καταπίεση. Έχει ζωτική ανάγκη, να βιώσει τον έρωτα, που εισβάλλει ξαφνικά στη ζωή του και με τη δύναμή του εξελίσσεται σε αυτοδημιούργητο και επιτυχημένο επιχειρηματία. Η φτωχή αλλά αυθεντική και περήφανη Κανέλα αναπτύσσει μια θαυμαστή ικανότητα να εμπνέει και να στηρίζει όλα τα κοντινά της πρόσωπα, που συμβάλλουν στην ανίχνευση του κοινωνικού τοπίου του Ναυπλίου. Οι συμπρωταγωνιστές σε ρόλο καλού-κακού βοηθούν στην εξέλιξη της ιστορίας και στην πλοκή του έργου. Στο μυθιστόρημα αντιπαρατίθενται και συγκρούονται δύο ηθικές στάσεις. Από τη μια η ηθική στάση της αγάπης, της καλοσύνης και της συγχώρεσης και από την άλλη η ηθική στάση της δύναμης, του πλούτου, της αδικίας, και της τιμωρητικής νουθεσίας. Με πολλές ανατροπές και συγκρούσεις η ζωή και το ηθικό στοιχείο κρατούν τελικά το τρόπαιο της νίκης.
Το μυθιστόρημα διατηρεί όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός κλασικού έργου. Ο πεζός αφηγηματικός του λόγος είναι εκτεταμένος. Ο μύθος του, επίσης, εκτείνεται σε πολλά επεισόδια και η πλοκή του κινείται σε διάφορα χρονικά και τοπικά επίπεδα. Στο έργο υπάρχει η κεντρική ηρωίδα. Γύρω της κινούνται αρκετά πρόσωπα με ποικίλους χαρακτήρες και οι μεταξύ τους σχέσεις λειτουργούν πολύπλοκα και συγκρουσιακά. Ο αφηγητής, ως παντογνώστης αυτόπτης μάρτυρας, αφηγείται την ιστορία σε τριτοπρόσωπη αφήγηση με μηδενική εστίαση. Γνωρίζει δηλαδή τα πάντα και διεισδύει ακόμα και στις μύχιες σκέψεις των ηρώων του. Η ιστορία του βιβλίου αντλείται από βιωματικά στοιχεία και εμπειρίες αλλά στηρίζεται και σε πολλά στοιχεία της φαντασίας και της κοινωνικής πραγματικότητας. Τα διαλογικά μέρη που χρησιμοποιεί η συγγραφέας, αποδεικνύουν στοιχείο θεατρικής τεχνικής και προσδίδουν ζωντάνια, παραστατικότητα, αμεσότητα και εκφραστική δύναμη στο μυθιστόρημα. Με δεινή περιγραφική δεινότητα, επίσης, γίνεται η αναπαράσταση προσώπων, τόπων, χώρων και αντικειμένων. Αρκετές περιγραφές παρεμβάλλονται μέσα στην αφήγηση. Με αυτόν τον τρόπο η συγγραφέας καταγράφει και προβάλλει σκηνοθετικά την αισθητική αναπαράσταση του χώρου και αιτιολογείται έτσι η δράση των ηρώων. Συχνά επιστρατεύεται και ο εσωτερικός μονόλογος. Σκέψεις, διαθέσεις, αναμνήσεις και συνειρμοί των ηρώων της, εξωτερικεύονται και προσδίδουν ένα στοχαστικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο στο έργο. Αν και ακολουθεί πιστά η συγγραφέας την κλασική φόρμα του μυθιστορήματος, που διακρίνεται στην πλοκή, την κορύφωση και τη λύση, συχνά μηχανεύεται μέσα και τρόπους που προσδίδουν έντονο ενδιαφέρον στη ροή της αφήγησης. Η διείσδυση στην ψυχολογία και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των ηρώων, είναι βασικό στοιχείο, που υπογραμμίζει τις αντιθέσεις και συγκρούσεις μεταξύ των χαρακτήρων. Να υπογραμμίσω, πως, εκεί όπου τα τεκταινόμενα οδηγούνται στην κορύφωση και επιστρατεύεται ως ισορροπία η λύση, η Φ. Αζαμοπούλου μάς εντυπωσιάζει με την ευρηματικότητά της. Στοιχεία ανατροπής, που κινούνται στο πλαίσιο του απρόσμενου, επινοούνται σκηνοθετικά και έτσι η συγγραφέας αναδεικνύει τη δεξιότητα, που κατέχει, να διαχειρίζεται και να επιβλέπει την, χωρίς προσκόμματα, ροή της αφήγησης.
Δεν χαρακτηρίζεται, κατά τη γνώμη μου, ως άκρως ερωτικό μυθιστόρημα. Είναι ένα ηθογραφικό και ψυχογραφικό αφήγημα με έκδηλο σημαινόμενο την προσωπική και ερωτική ευτυχία και ολοκλήρωση, χωρίς να καταγράφονται σκηνές και εικόνες με άκρατο αισθησιασμό ή πρότυπα αρρενωπότητας, υποταγής ή εξάρτησης ανάμεσα στα ερώμενα πρόσωπα. Ο έρωτας βρίσκεται στην υπεροχή του, κυρίαρχος και πρωταγωνιστικός στο ειδυλλιακό του περιβάλλον.
Κατέχει το κέντρο του σκηνικού πάντα, συνδαιτυμόνας με το ιερό πεδίο, κερδίζει και καθαγιάζεται. Οι σχέσεις φαντάζουν ιδανικές μέσα από την αναζήτηση της άπειρης, γνήσιας και αθώας ερωτικής έλξης που μεταπλάθεται σε κεραυνοβόλο έρωτα και στιβαρή αγάπη. Η συγγραφέας, ως «ανατόμος» της ψυχής, με μαεστρία καταφέρνει να εισχωρήσει στα κίνητρα των προσώπων και να σκιαγραφήσει παραστατικά τα ήθη τους. Την ενδιαφέρουν τα συναισθήματα, οι αξίες, οι πράξεις των ηρώων της, οι ενέργειες και οι εμπειρίες τους, που κοινοποιούμενες στον αναγνώστη, τον βοηθούν στην κατανόηση της αφηγηματικής πλοκής και δράσης.
Με την αφόρμηση και έμμεση καταγραφή των εμπειρικών και βιωματικών στοιχείων, που καλά κατέχει η συγγραφέας, σκηνοθετεί τη δυναμική διάδραση των εσωτερικών αντιθέσεων των ηρώων της και στοιχειοθετεί την ιστορία της, χρησιμοποιώντας στον κεντρικό πυρήνα της αφήγησης τα στοιχεία αυτά και μάλιστα ως σημαντική θεώρηση της ζωής. Παράλληλα αφουγκράζεται τις κρούσεις και συγκρούσεις της συνείδησης και της βούλησης των ηρώων της και αναδεικνύει τον έρωτα ως βασικό μέσο κατάφασης ή άρνησης της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα πρόσωπα δομούνται μέσα στην αλήθεια τους και στην πλάνη τους. Σκιαγραφούνται με ρεαλισμό και αληθοφάνεια. Δεν απουσιάζει όμως και το τραγικό στοιχείο, αφού συχνά θύμα και θύτης αγνοούν την αλήθεια αλλά και το δίχτυ της μοίρας τούς παγιδεύει σε μικρούς ή μεγάλους θανάτους. Μόνο η ελπίδα δεν πεθαίνει στην ηρωίδα της. Πάντα επιπλέει και κινητοποιεί.
Η θεματολογία του μυθιστορήματος όχι ασυνήθιστη. Άλλωστε, ο τίτλος του βιβλίου υποδηλώνει ακριβώς την ακαριαία και κεραυνοβόλα δυναμική του έρωτα. Η καταγραφή της θεματικής του όμως, διεκπεραιώνεται από τη συγγραφέα με δεινή ψυχογραφική μαεστρία και με επιδέξια διεισδυτική ικανότητα στις εσώτερες πτυχές του χαρακτήρα των ηρώων της. Η ένταση των συναισθημάτων, συχνά, πάλλεται από το εύστοχο θυμικό χρώμα που ρέει άφθονο επάνω στο λογοτεχνικό της τελάρο. Τα πρώτα σκιρτήματα των νέων, ένα δυνατό ειδύλλιο γεμάτο εμπόδια, οι αδιέξοδες σχέσεις, οι γονεϊκές φιγούρες με τις δύσπεπτες και ιδιόρρυθμες συμπεριφορές και αγκυλώσεις, η ζηλόφθονη στάση της πεθεράς απέναντι στη νύφη, ο παθιασμένος έρωτας που μάχεται για τη δικαίωση, η αλώβητη και αυθεντική αγάπη, είναι κάποια από τα βασικά θεματικά μοτίβα του μυθιστορήματος, με τα οποία καταπιάνεται η Φ. Αζαμοπούλου. Σε δευτερεύοντα πλάνα ενυπάρχουν στοιχεία όπως: ο αυταρχισμός, η πατριαρχία, η μητριαρχία, οι συγκρούσεις των γονιών, η εφηβική ζωή, η απόρριψη, η δύναμη της συγχώρεσης, ο ιερός θεσμός και ο ρόλος της οικογένειας, η μετανάστευση για αναζήτηση καλύτερης ζωής, οι εσωτερικές ανεπάρκειες και συγκρούσεις. Ακόμα συναντά ο αναγνώστης τα αρνητικά συναισθήματα του θυμού, της ζήλιας, του εγωισμού. Ο θεσμός της προίκας, οι δυσκολίες των φτωχών κοριτσιών για σύναψη γάμου και η κληρονομιά, μπαίνουν ακροθιγώς στο θεματολογικό πλάνο της συγγραφέως. Στερεότυπα, νόρμες, ταμπού, αναχρονιστικά –για τα σημερινά δεδομένα- έθιμα, αλλά και οι ρόλοι των δύο φύλων, η περιχαρακωμένη θεώρηση για τη θέση της γυναίκας εκείνης της εποχής, επανέρχονται στο φως από την πένα της συγγραφέως.
Ο τόπος στο μυθιστόρημα «κινείται». Ο τοπογραφικός ορίζοντας της δράσης των ηρώων δεν είναι στατικός. Από το μικρό ψαροχώρι της ηρωίδας του βιβλίου, της Κανέλας, αφοπλίζει και παίρνει φόρα η αφήγηση. Διανύει δρόμους και ταξιδεύει σε μια επαρχιακή ελληνική πόλη. Κι από εκεί διαπερνά τα γεωγραφικά ελληνικά σύνορα και μας οδηγεί στις Γαλλικές ασφάλτους για να επιστρέψει ξανά στα όμορφα σοκάκια του ιστορικού Ναυπλίου.
Ο χρόνος των γεγονότων του βιβλίου είναι παρελθοντικός. Η αφηγηματική ιστορία όμως, διαδραματίζεται ταυτόχρονα με τα γεγονότα. Ο χρονικός ορίζοντας είναι προγενέστερος του αναγνώστη, μας στρέφει στα αθώα και δύσκολα χρόνια της ελληνικής κοινωνίας του 1970. Σε μια εποχή που η συγγραφέας καταφέρνει να μας βάλει στο κλίμα της, καταγράφοντας όλα τα βασικά κοινωνικά στοιχεία, που την χαρακτηρίζουν.
Η γλώσσα απλή, ποιητική δημοτική, με λυρική χροιά, με δυναμισμό και σθένος που κρατούν τον αναγνώστη σε εγρήγορση. Ρέει σαν γάργαρο ποτάμι. Ισορροπεί ανάμεσα στην αισθητική αποδοχή και στην κυριολεκτική απόδοση. Οι λέξεις της Φ. Αζαμοπούλου τρέχουν, μαζί με την αφήγηση. Η ηρωίδα της, η Κανέλα και ο αγαπημένος της Αχιλλέας, μέσα από τη λεκτική δεινότητα και απλότητα της αφήγησης, μοιάζουν με αρκετά συναπαντήματα του εαυτού μας. Οι δυο τους παρουσιάζονται ερωτικοί, μελαγχολικοί, δυναμικοί, εύθυμοι, ανθρακωρύχοι στην άβυσσο της αναζήτησης της αγάπης. Μιας αγάπης που καταλύει τα όρια του ατομισμού, στρέφεται αλτρουιστικά στον απέναντι, γεγονός που μας ξενίζει, γιατί σπανίζει. Το ύφος διακρίνεται για την αφηγηματική του αμεσότητα, καθώς και για τη λιτότητα των εκφραστικών του τρόπων. Μεταφορές, παρομοιώσεις, υπερβολή, προσωποποιήσεις και παραστατικές εικόνες τροφοδοτούν συνεχώς την αναγνωστική απόλαυση.
Η Φ. Αζαμοπούλου δούλεψε αρκετά με τους ήρωές της. Δούλεψε πολύ και με την ατμόσφαιρα του βιβλίου. Καταγράφει και αποδίδει τα πάθη, τα σφάλματα και το πεπρωμένο των ηρώων της. Δεν τους αφήνει όμως στην τύχη τους. Στο τέλος τους ανυψώνει και τους οδηγεί στην κάθαρση και στην ταπείνωση. Αποδίδει τον έρωτα και την αγάπη μέσα από την υπερβατική ηρωίδα της, παρουσιάζοντάς την, ως απόστολο του καλού. Μας αποκρυπτογραφεί την πολυσημία της ανθρώπινης εμπειρίας, και δη της ερωτικής εμπειρίας. Ο έρωτας ο τροφοδότης, είναι ζωή και ποιος δεν τον γεύεται, όταν τον ανταμώσει; Και ποιος μπορεί να αντισταθεί, στη δίνη του να μην παρασυρθεί;
Στην κατακλείδα του βιβλίου της, η συγγραφέας κλείνει με σκέψεις. Κατασταλαγμένη μιλάει μέσα από τη φωνή της ηρωίδας της: «Ο έρωτας είναι ιός λυτρωτικός. Τον κουβαλάς στο αίμα σου και καιροφυλακτεί, ώσπου να έρθει η ώρα του να ξαναφουντώσει και να νοσήσεις πάλι». Κι αν το θέμα του μυθιστορήματος είναι κοινότυπο, η συγγραφέας μάς επιτρέπει να το προσεγγίσουμε μέσα από το δικό της ιδιαίτερο συναισθηματικό, ψυχολογικό, κοινωνικό και διανοητικό υπόβαθρο. Είναι οι στιγμές που η αφηγήτρια ταυτίζεται με την ηρωίδα της κι εμείς μαζί της με την ίδια τη ζωή. Κι όταν απολαύσουμε το έργο, γυρίσουμε και την τελευταία σελίδα του και πλέον η ηρωίδα μάς αφήνει και αποσύρεται στη σιωπή της, η Φωτεινή Αζαμοπούλου καταφέρνει να αποσύρεται κυρίαρχη στην καρδιά μας. Όμορφα, ποιητικά, υμνώντας τη γοητεία του παντοκράτορα έρωτα.
Καλλιόπη Δημητροπούλου
====