Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ



                                         γράφει ο Δημήτρης Η. Λούκας

   Παραμονή Χριστούγεννα, η ώρα πλησιάζει… Ξάφνου το τηλέφωνο του γραφείου μου 
κτύπησε και μια φωνή ακούστηκε:
   - Πατερούλη, θα πάμε να αγοράσουμε κείνο το μεγάλο δώρο που μού ’ταξες;
   Ήταν η κόρη μου. Πριν από λίγες μέρες της είχα τάξει ότι θα της έπαιρνα την κούκλα 
που μιλάει και περπατάει, και φαίνεται πως η ώρα είχε φθάσει.
   -  Ναι, Νάντια μου, έρχομαι, της είπα, να σε πάρω…
  Κατέβηκα, πήρα το αυτοκίνητό μου και σε λίγο έφθασα στο σπίτι μου./ Πήρα το παιδί μου 
και πήγαμε στην αγορά.
   Βγαίνοντας απ’ το κατάστημα, ένας μικρός μας πλησιάζει:
   -  Κύριε, κύριε, πάρτε ένα λαχείο…
   Για μια στιγμή σταμάτησα, μα ο μικρός επιμένει:
   -  Είναι τυχερό, κύριος, πάρτε ένα…
   Τότε στις σκέψεις μου ήρθαν τα περασμένα . Μπροστά μου βλέπω πριν από χρόνια
έναν άλλο μικρό μ’ ένα κοντάρι λαχεία στο χέρι, να παρακαλεί τους περαστικούς 
να πάρουν κι απ΄’ αυτόν ένα λαχείο.
  Τα μάτια μου βουρκώνουν, η συγκίνηση με πνίγει.
   -  Τι πάθατε, κύριος;
   -  Τίποτα, τίποτα, του απαντώ κι ενώ του βάζω στο χέρι ένα χιλιάρικο, επιταχύνω 
το βήμα μου και ανακατεύομαι στο πλήθος με το παιδί μου…
   Η φωνή του μικρού λαχειοπώλη φθάνει στ’ αυτιά μου…
   -  Κύριος, κύριος, το λαχείο, τα ρέστα σας…
   Μα σιγά-σιγά σβήνει κι εγώ θυμάμαι…

   Ήταν μια άλλη παραμονή Χριστουγέννων. Κι’ ένα μικρό παιδί ήθελε να παίξει με το χιόνι. 
Το βλέμμα του το ’χε καρφωμένο στο παράθυρο και σκέφτεται. Αύριο έχουμε Χριστούγεννα.
   -  Άντε, δεν θα φύγεις;
   Κάτι σκίρτησε μέσα του. Τρόμαξε.
   -  Ναι, ναι, πατέρα, θα φύγω. Φεύγω.
   Κουνάει το αδύνατο χέρι του και πιάνει το μακρύ ξύλο.
   -  Και άκουσε, που είσαι… Μη μού ’ρθεις το βράδυ μ’ αδειανά χέρια. Τ’ άκουσες;
   -  Ναι, πατέρα, σ’ άκουσα…
   Η ξύλινη παλιά πόρτα έκλεισε πίσω του. Ο δρόμος που ’χει να κάνει είναι μακρύς.
 Προσπαθεί να καλύψει το λαιμό του μ’ ένα ξεφτισμένο κασκόλ, μα του κάκου. 
Το κορμάκι του τουρτουρίζει απ’ το κρύο, ενώ η σκέψη του είναι αλλού.. «Το βράδυ 
μη μού ’ρθεις με αδειανά χέρια… το βράδυ μη μού ’ρθεις με αδειανά χέρια….»
   Αφήνει πίσω του τα χαμόσπιτα κι όλο τρέχει… τρέχει. Βιάζεται να φτάσει στην πόλη. 
Πρέπει να προλάβει, πρέπει να πουλήσει τα λαχεία του. Κάποιον θα βρει, είναι Χριστούγεννα,
 όλοι έχουν χρήματα.
   Σαν έφθασε, απ’ τον πολύ δρόμο είχε ζεσταθεί λίγο. Γίνεται ένα με το μεγάλο πλήθος και προχωρεί. Όλοι απόψε έχουν βγει για ψώνια. Κάποιος του πατάει το πόδι κι η φωνή του 
βγαίνει από μέσα του αδύνατη, βραχνή:
   -  Λαχεία, λαχεία, εδώ τυχερά λαχεία. Πάρτε λαχεία, λαχεία, λαχείαααα…
\   Τα πόδια του τρέμουν, η μύτη του έχει παγώσει, οι ώρες περνούν, τίποτα, μα εκείνος επιμένει. 
Τα μάτια του ικετευτικά βλέπουν αυτούς που περνάνε. Κανείς, κανείς δεν αγοράζει λαχείο. Δεν φωνάζει πια, αφού όλοι περνούν αδιάφορα από μπροστά του και κανείς δεν τον προσέχει. 
Μα πρέπει κάτι να κάνει.
   -  Κάνε πιο πέρα, μικρέ. Μ’ αυτό το κοντάρι θα βγάλει κανένα μάτι.
    Φτάνει μπροστά σ’ ένα κατάστημα. Κολλάει στον τοίχο και κουρνιάζει. Ένα δάκρυ κυλά 
αργά-αργά στο παγωμένο μάγουλό του. Συλλογίζεται: Πρώτα το σπίτι του ήταν πιο ζεστό, 
πιο νοικοκυρεμένο. Ζούσε η μανούλα του, πήγαινε σχολείο. Τώρα; Ο πατέρας έχει γίνει κακός, φταίει και το κρασί κι’ η ζωή κι’ η μιζέρια, όλα, όλα και το χιόνι τον παγώνει.
     Τσουφ, τσουφ, τσουφ, τρουφ…
   Γύρισε ένα τραινάκι. Α, ένα τραινάκι, τρέχει μέσα στη βιτρίνα του καταστήματος. 
Κοιτάζει τη βιτρίνα.
   Πόσα πολλά παιγνίδια. Χαζεύει και ξεχνιέται. Το  τραινάκι κάνει κύκλους γύρω από τ’ άλλα παιγνίδια. Να μια μπάλα! Να ένα βιβλίο! Να μια μεγάλη κούκλα! Να…
   - Να, μπαμπά. Κοίτα, αυτό το τραινάκι. Θέλω να μου πάρει…
   -  Ναι, αγόρι μου, θα σου το πάρω. Πάμε μέσα.
   Στρέφει το βλέμμα του. Ένα παιδάκι όμορφα ντυμένο, είναι μαζί μ’ έναν ψηλό και ωραίο κύριο 
και κοιτούν τη βιτρίνα.
   Να ’χα κι εγώ έναν τέτοιο πατέρα, σκέφτεται, και το τραινάκι θα μού ’παίρνε, και…
   Ο ψηλός κύριος παίρνει το παιδί του απ’ το χέρι και μπαίνει μέσα στο κατάστημα. Εκείνος 
κολλά στο τζάμι και παρακολουθεί με το μάτι. Κάτι λένε. Ύστερα ο υπάλληλος βγάζει το τραίνο 
από τη βιτρίνα και το βάζει σ’ ένα μεγάλο κουτί. Ο κύριος βγάζει το πορτοφόλι του και πληρώνει. Πρέπει να ’ναι πλούσιος, σκέφτεται. Βγαίνουν, να προσπαθήσω να τους πουλήσω ένα λαχείο.
   -  Κύριε, πάρτε ένα τυχερό λαχείο.
   Για μια στιγμή σταμάτησαν και μετά συνέχισαν το δρόμο τους. Τους κυνηγά.
   -  Κύριε, σας παρακαλώ, πάρτε ένα λαχείο από μένα.
   -  Άσε μας, παιδί μου. Έχω πάρει.
   Φεύγουν. Τα μάτια του μένουν καρφωμένα στο κουτί που κράταγε ο μικρός. Τι καλά να 
έπαιρναν ένα λαχείο. Γυρίζει αργά στο κατάστημα. Από το πρωί είναι νηστικός. Μα ξάφνου…
   Τι είναι αυτό; Βλέπει ένα μαύρο πράγμα. Το αναγνωρίζει. Μα, βέβαια αυτό είναι 
το πορτοφόλι του κυρίου, που πλήρωσε το τραινάκι.
   Σκύβει, το παίρνει και το κρύβει στη μεγάλη τσέπη της μπλούζας του. Τώρα η ανάσα του 
γίνεται επίμονα γρήγορη και η καρδιά του κτυπά δυνατά, πάει να σπάσει. Το στήθος του ανεβοκατεβαίνει και τα μηνίγγια τού πιέζουν το μυαλό. Τρέχει γρήγορα στη γωνιά του δρόμου.
Κοντοστέκεται. Αρχίζει να τρέχει. Σκέφτεται: Δεν ήθελες, κύριε, λαχείο; Απότομα σταματά, 
βάζει το χέρι του στην τσέπη, βγάζει το πορτοφόλι, τ’ ανοίγει.
   Μανούλα μου, πόσα χρήματα! Τι κρίμα, πόσο θα ’θελα, μανούλα μου, να ζούσες. Και τι δεν 
θα σού ’παιρνα, Θ’ αγόραζα κι εγώ ένα τραινάκι. Θα φάω. Θα… Η ανάσα του βγαίνει δύσκολη. 
Κάτι βασανίζει το μυαλό του.
   -  -…και να ’σαι, γιέ μου, τίμιος, άκουσες; τίμιος...
   Αυτά τα λόγια ήταν και τα τελευταία της. Τίμιος; Χώνει ξανά το χέρι στην τσέπη του. 
Τρέχει. Ω, Θεέ μου, τι έκανα. Πρέπει να δώσω πίσω τούτο το πορτοφόλι. Μητέρα μου, 
τι ντροπή! Πρέπει να προλάβω το κατάστημα ανοιχτό. Το λαρύγγι του έχει στεγνώσει. 
Τρέχει, να το, έφτασε. Ανώφελο, έχει κλείσει. Τώρα;
   Βγάζει το πορτοφόλι από την τσέπη, το κρατά. Θα το παραδώσω στην αστυνομία. 
Τώρα αμέσως κιόλας. Ξεκινά, μα να μπροστά του εκείνος ο κύριος. Σηκώνει το κεφάλι του. 
Εκείνος ο κύριος, ο ίδιος που αγόρασε το τραινάκι. Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ.
   -  Κύριε, κύριε το πορτοφόλι σας.
   Ο κύριος γυρίζει, βλέπει τον μικρό λαχειοπώλη. Παίρνει απ’ τα χέρια του το πορτοφόλι, 
το ανοίγει και βγάζει από μέσα δύο κολλαριστά χιλιάρικα.
   -  Αυτά δικά σου, του λέει. Σου αξίζουν και σ’ ευχαριστώ.
   -  Μα κύριε…
   -  Μη μιλάς, δεν θέλω αντιρρήσεις.
   -  Καλά Χριστούγεννα. Γυρίζει και φεύγει.
   Το ξύλο με τα λαχεία πέφτει χάμω. Δεν σκέφτεται τίποτα πια ο μικρός λαχειοπώλης. Δεν προσπαθεί να σκεφθεί, δεν μπορεί. Φταίει η πείνα, φταίει η έκπληξη, φταίει, τι να φταίει;
   Το πρόσωπό του μένει ακίνητο. Το χιόνι έχει κοπάσει. Οι δρόμοι ερήμωσαν. Η ώρα είναι προχωρημένη. Πρέπει να γυρίσω σπίτι. Πρέπει να πάω τα χρήματα στον πατέρα μου. Ίσως
να ’ναι στο σπίτι. Ίσως να με περιμένει να τον πάρω απ’ την ταβέρνα. Αύριο ξημερώνουν Χριστούγεννα. Αληθινά Χριστούγεννα, που ίσως σημάνουν και την αρχή μιας καινούργιας 
ζωής, σκέφτεται.
   Πέρα, μακριά, ψηλά από τις στέγες, καθώς απομακρύνεται, διακρίνει φωτισμένα 
«ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ». Είναι το μεγάλο Χριστουγεννιάτικο δέντρο, που στήσανε 
στην πλατεία, μέρες τώρα… Δ. Λ. 
(Από το τεύχος Νο 67 του περιοδικού ΚΕΛΑΙΝΩ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου