του Γρηγόρη
Τεχλεμετζή
Συχνά με ρωτάνε «από πού είμαι», και πάντα
μού δημιουργείται η ίδια αμηχανία. «Μικρασιατικής καταγωγής», απαντώ.
Αναρωτιέμαι αν η ερώτηση αυτή ξεκινάει από
μια θεματική ένδεια ή από την πεποίθηση ότι ο
τόπος καταγωγής καθορίζει το χαρακτήρα και τις συνήθειες. Με το
ισοπεδωτικό μωσαϊκό της πρωτεύουσας και της κοινής στάσεως που προάγεται από τα
Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και την Παιδεία, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ελάσσονος
σημασίας το ζητούμενο και οποιαδήποτε απάντηση κατ’ επίφαση αληθινή.
Εδώ που τα λέμε από πού και ως πού εγώ
Μικρασιάτης; Επειδή μου αρέσει το ιμάμ μπαϊλτί και τα πολίτικα σουτζουκάκια, ή
επειδή έτυχε ο παππούς μου να έχει έρθει από τις αλησμόνητες πατρίδες; Μήπως
απλώς ντρέπομαι να κατονομάσω τον εαυτό μου «Αθηναίο» για να μη θεωρηθεί ότι
κουβαλάω την αλαζονεία και την υπεροψία του πρωτευουσιάνου και έτσι επικαλούμαι
αυτή την παρελθοντολογία; Το μόνο που με συνδέει με την «άλλη» πατρίδα είναι
μια μνήμη από τις παρωχημένες ιστορίες του παππού μου και οι αναφορές στις
Σπαρταλίδες και Κονιαλίδες φίλες τής γιαγιάς μου.
Αλλά αν δεχτούμε ότι η σημαντικότερη
διαμόρφωση τού χαρακτήρα γίνεται στην παιδική ηλικία, ίσως βάλουμε λίγο «νερό»
στις κρίσεις μας ή τις αντιμετωπίσουμε με άλλο βλέμμα. Μισή-μισή αλήθεια.
Τάγματα εργασία, εξορία, πεζοπορία,
πετροπόλεμοι σε μαχαλάδες, εποχές συναδέλφωσης, Τουρκάλες με φερετζέδες και
Τούρκοι με σαρίκια και οι ψαλμωδίες του χότζα να χύνονται από τους ψηλούς
μιναρέδες, συσσωρευμένη εικονοπλασία για ένα παραμυθένιο, παιδικό κόσμο, ήθους,
ύψους και δημιουργικού εκμαγείου για την αντιμετώπιση καταστάσεων.
Ψέμα! Ό,τι δεν το ονομάσεις ή καλλιεργήσεις
χάνει την αξία και τη δύναμή του. Πρέπει να αποφασίσουμε αν θα πρέπει να
λεγόμαστε «Μικρασιάτες» και αν ναι γιατί, αλλιώς θα καταντήσουμε γραφικό σχήμα
λόγου, ρηχαίνοντας την καθημερινότητα.
«Οι Σπαρταλίδες είναι ταγκαλάκια και
αθυρόστομοι, οι Σμυρνιές καπάτσες και αντροτυλίχτρες, ενώ όλοι οι Μικρασιάτες
μπεσαλήδες και καλοί έμποροι,. Όχι στους Καλαματιανούς και στους Πυργιώτες.
Εμείς φέραμε τον πολιτισμό στους παλιοελλαδίτες», ακούω ακόμα στα αυτιά μου την
καυστική φωνή τής γιαγιάς μου, ως εύφημος μεροληπτική μνεία, μέσα από τους
καπνούς τού τσιγάρου της, που μακροσκελές προέκτεινε την κοκάλινη πίπα της,
δίνοντάς της μια σπάνει – τουλάχιστον για τις μέρες μας – αρχοντιά, καθώς
καθόταν βυθισμένη στη μπρεζέρα του σαλονιού.
Και να φανταστείς ότι παντρεύτηκα
Καλαματιανή. Τι θα έλεγε για αυτό;
«Το σκατό τση πεθεράς σου
λουκουμάς στο λάρυγγά σου,
να ’μπει μέσα να θερίσει
κι άντερο να μην αφήσει»
Αλλά:
«Μη μου πολυψηλλωνεσαι και ξέρω τη
γενιά σου,
και ξέρω πόσες κόνιδες, έχ’ η
βρακοθελιά σου»
Χοντρικοί και ασαφείς χαρακτηριολογικοί
διαχωρισμοί. «Είμαστε με βάση αυτό που δεν είμαστε και δεν είμαστε με βάση αυτό
που είμαστε».
Ταλαιπωρημένη γενιά, το καταλαβαίνω τώρα που
μεγάλωσα διασαφηνίζοντας την παραμυθική ωραιοποίηση των ιστοριών τού παππού
μου. Ξεριζώθηκαν, αλλά δεν το έβαλαν κάτω, ξαναρίζωσαν, και με όπλο την
παιδεία, τη θέληση και τον χαρακτήρα τους, ξανάχτισαν τον κόσμο τους από την
αρχή.
«Καρδιά μ’ αν είσ’ από γυαλί βάστα
να μη ραΐσεις
κι αν είσαι κι από σίδερο τώρα να
νταγιαντίσεις»
Όμως , για να είμαστε πιο αντικειμενικοί,
έμεινε μέσα μας το σπέρμα των προγόνων μας, όχι όμως αυτεξούσιο, και απ’ εμάς
εξαρτάται αν θα το καλλιεργήσουμε, θα ανθίσει και θα δώσει καρπούς, ή θα το
καταχωνιάσουμε εξαλείφοντάς το.
Αλλά
υπάρχουν στιγμές που νιώθω σαν το σκοτεινιασμένο ουρανό τής Βιθυνίας: «Οι μάγοι
κατεβάζουν πολλές φορές το φεγγάρι από τον ουρανό για να τ’ αρμέξουν και να
κάνουν με το γάλα του, τα μαγικά τους. Και όταν το ’χουν κατεβασμένο
σκοτίζεται’ς τον ουρανό και δε φαίνεται».
Σωματεία, εκδηλώσεις, εκδρομές παραδοσιακοί
χοροί, βιβλία – ιστορικά, λαογραφικά ή λογοτεχνικά -, μας περιμένουν για να
καθορίσουμε αυτό που «θέλουμε» να είμαστε και μας ανήκει ως κληρονομιά,
αντλώντας το νόημα της ζωής μας, κόντρα στην άνυδρη ομοιομορφία, και την
πνευματική αποτελμάτωση των καιρών. Άλλωστε ο άνθρωπος είναι το μέτρο των
πραγμάτων.
Έτσι, αφού ανασκάλισα τις παιδικές μου
μνήμες, άρχισα να μελετώ τις ρίζες μου μέσα από λαογραφικά αναγνώσματα τής
Μικράς Ασίας. Στη συνέχεια ξεκίνησε ο θαυμασμός και η ονειροπόληση: «Χαμένες
πολιτείες στα βάθη της Ανατολής, με δικά τους ήθη και κώδικες, ζωντάνεψαν στα
μάτια μου, παζάρια, καλοσυνάτοι έμποροι, αμπατζήδες και άλογα μέσα σε θαμπά
ηλιόλουστα πρωινά, τουρκάλες με φερετζέδες και ελληνοπούλες με ροδαλά στρογγυλά
και στρουμπουλά πρόσωπα». Ξανάγινα σχεδόν παιδί, χρωματίζοντας την ξεθωριασμένη
ανάμνηση τού παρελθόντος με την εξημμένη φαντασία μου.
Πλέον και οι μικρασιατικές λιχουδιές
απόκτησαν άλλο νόημα, μαγικό, της «κοινωνίας» με το παρελθόν, που μέσα από το
ούζο και το κρασί συναδελφώνει εκστασιάζοντας σαν άφωνη γλώσσα, ενίοτε
καταπολεμώντας την αδράνεια και την ανία. «Τζαν μπογαζντάν γκικέρ» (Η ζωή
μπαίνει από το λαιμό).
Αλλά και «Τζαν Μπογαζντάν τσικέρ» (Η ψυχή
βγαίνει από το λαιμό). Η γιαγιά μου από
την πολλή λαιμαργία της κατάντησε 120 κιλά, με όλα τα επακόλουθα. Ο πατέρας
μου, λάτρης των πικάντικων ανατολίτικων καρυκευμάτων, απέκτησε έλκος. Εγώ
γλύτωσα παρατρίχα, μια μέρα που ξεφύλλιζα το οικογενειακό άλμπουμ αναπολώντας.
Έτσι εφάρμοσα το απαιτούμενο αρχαιοελληνικό μέτρο.
Άραγε μετά από αυτά έγινα «Μικρασιάτης»;
Γιατί να έχει τόση σημασία μια απάντηση ως φερόμενος ορισμός και, ίσως,
αποτίμηση; Δεν ξέρω εάν αυτό έγινε λίγο ως πολύ «ουσία» της ζωής μου; Πάντως
αποτέλεσε ένα γνώρισμά της και «σήμα κατατεθέν», που συνεπάγεται
προαναγγελθείσες φιλίες και συναδέλφωση.
Εύχομαι όλοι οι άνθρωποι να είναι «κάτι»,
αναζωογονώντας τις ρίζες τους, για να μη μείνει ανεπίδοτο το πολύτιμο παρελθόν,
που θα αποτελέσει ασίγαστο διδάχο κεντρώνοντας το μέλλον, όχι όμως διατρανώνοντάς
το με τεχνητούς εξωραϊσμούς και κομπασμούς, μηρυκαστική αρχαιολατρία ή
προγονολατρεία και σε καμία περίπτωση με μισαλλοδοξία.
Γιατί όλα τα «άνθη» χρειάζονται στον κήπο
της γης, αρκεί να μην είναι πλαστικά. Γ.
Τ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου