Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

ΚΕΛΑΙΝΩ 46

 
 
 
 
 
 
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΝΘΟΛΟΓΗΜΕΝΑ
στο τεύχος 46 του ΚΕΛΑΙΝΩ



Του Έρωτα πρόσωπα

Στης γης το σκληρό καθρέφτη
φαίνεται το άλλο σου πρόσωπο…

Θέλει ο Έρωτας να φανερωθεί.
Να πει την ιστορία του.
Να υπηρετήσει την Αρμονία.
-  Είναι απ’ το Ωραίο γεννημένος.-
Αναζητά τη Σύγκληση,
την Ταύτιση, τη Δημιουργία!

Στης γης το σκληρό καθρέφτη
φαίνεται το άλλο του πρόσωπο.
Η Αντίθεση, η Σύγκρουση, η Πάλη.
Ψήγματα μόνο ομορφιάς
με ευλάβεια συλλέγει
στη μεγάλη καρδιά του ουρανού!
Μας τα προσφέρει Αντίδωρα
ακριβά για να πορευόμαστε…!

            Εύα Ντινοπούλου

---

             

Θολά σύννεφα…
στο Γιάννη

 

Θολά σύγνεφα

τα μαδέρια βρεγμένα

σταγόνες απ’ το ξύπνημα.

Δάχτυλο τεντωμένο

το κατηγορώ της εποχής

-η οικογένεια

-υποχρεώσεις

-δανεικά συγνώμη.

Κινείται σα χορδή τόξου

ή λάστιχου

με την έγνοια

του στραγγισμένου πουκάμισου.

Τρέχαν οι κινήσεις κι ο νους τα ίδια μήκη,

μηχανικός εξευτελισμός.

Κι έτσι πήρε το τρίξιμο του ξύλου

ν’ ακούγεται σα τρίξιμο δοντιών

σα μασούλημα

σαν ανεπαίσθητο λιώσιμο

της υπόληψης του εργάτη

κι άλλες φορές

ώσπου γέμισε η άπλα του δρόμου

το κορμί του.

            Κώστας Καρούσος

 

---

 

Η μικρή διαλογιστική κερένια φλόγα

 

Μικρή κερένια φλογίτσα,

εσύ, πυρφόρος φωτισμός μου

στην κάθαρση σκοτισμένων λογισμών.

Αδύναμη στο δέμας καταυγάζεις

αδιόρατες κρύπτες του νου,

όπου ενδιαιτήματα κακίας.

 

Πυρπολητής, φωτοδότης κι οδηγός

διαλογισμών

στα ταξίδια της ψυχής στο υπερπέραν,

τη θεϊκή αδελφή αναζητώντας.

 

Μικρή μου αστραποβόλα φλόγα,

ταγμένη να φωτίζεις αγίων μορφές.

Σταλμένη να με περιάγεις

από το τίποτα της καθημερινότητας

σε λευκών παπύρων, σωτήριες,

κοινής Κτίσης γραφές.

            Νανά Ρουμπελάκη

 

---

 

            Διαθλάσεις

 

Στις επάλξεις του πάθους

η ψυχή πάλλεται

και το πνεύμα, πανταχού παρόν,

διεισδύει παντού.

Στη συμμετρία του σύμπαντος,

αναπόδραστα παρούσες

λέξεις, εκφράσεις, πράξεις ζωής.

Στης απεραντοσύνης το ξέφωτο

ο νόστος ευπρόσδεκτος

συνομιλεί με τους γαλαξίες,

σε γλώσσα ελληνική.

Πέτρινα τα μονοπάτια,

ως το χείλος της καρδιάς,

δείχνουν το δρόμο της απλότητας,

με ρόδινες αποχρώσεις.

Μοτίβο γαλήνης, ιππεύει το νου,

που γεννά καθάρια συνείδηση

στις πανάρχαιες ατραπούς.

            Δημήτρη Η. Λούκα

 

---

Τρίστιχα του Μιλτιάδη Ντόβα

 

Δράκου εικόνες

κι οι Μυρμιδόνες!

Ιχνηλατούν!

            *

Παιχνίδι η ζήση,

φωτιά στην Κρίση!

Χρυσή μηλιά!

            *

Ηχούν καμπάνες

κι οι μαύρες μάνες!

Ηχολαλούν!

            *

Τίτλοι Αρχόντων,

ψυχές των όντως!

Που είν’ νεκρές!

 

---

 

            Η αποδόμηση της απελπισίας

 

‘Ώστε ήταν απίστευτα Αληθινό

τούτο το Φορτίο  Μοναξιάς

κι Απελπισίας

κάτι μιμητικό κι απρόσιτο

σαν καθημερινή επιμνημόσυνη δέηση

συμβατικά ρομαντικόφερτων Ονείρων

με φόντο μαύρης χίμαιρας

ή μάλλον όχι,

 όχι…

θα ήτανε η δέηση των κουφαριών

τους…

Ώστε ναι,

και το Κουφάρι

της Εμπιστοσύνης

πρώιμα σε μύησε

στο «σεσηπώς του αναφέρω».

Απόψε λοιπόν ήρθε ώρα το Κουφάρι

αυτό να ομοιωθεί με το χρησμό του:

«Σήμερα έφτασε μέρα να θρηνήσω…

Αναζητώντας τους χαμένους οδυρμούς μου.

Σήμερα έφτασε μέρα να θρηνήσω…

Αποζητώντας την οργή της δολερής μου ενοχικότητας.

Σήμερα έφτασε μέρα πια να μάθω

Την ώρα που… δεν έρχεται «η μέρα»…

            Μαρία Γ. Τζανάκου

 

---

 

            Μερικά μυστικά

 

Ως έστρωσες θα κοιμηθείς,

μη το ξεχνάς κι απατηθείς.

Από εξόριστων φυλή,

ποτέ μη ζητάς φιλί.

Δεν πρόκειται ν’ αγαπηθείς,

απ΄ άτομα π’ αντιπαθείς.

Κάθε πηγή τρέχει νερό,

μα πίνε αν είναι καθαρό.

Σαν τραγουδάς βράδυ-πρωί,

πάντα καλό θα σου συμβεί.

Με θάρρος πάντα μη ξεχνάς,

τον φόβο σου να προσπερνάς.

Μόνο όσοι έχουνε ζωή,

σίγουρα και πεθαίνουν,

γεννιόνται μελλοθάνατοι

κι αθάνατοι δε μένουν…

            Κωνσταντίνος Ι. Ρηγόπουλος

 

---

            Ζυγός αριθμός

 

Δεν μου αρέσει να ξαναδιαβάζω τις σελίδες

που έχω αρχειοθετήσει στο ντοσιέ μου.

Δεν μου αρέσει.

Τρελαίνομαι ν’ αδειάζω

τη θήκη του διακορευτή

στο τραπέζι της αναπόλησης.

Ολοστρόγγυλα κομματάκια χαρτιού

σε όλες τις διαβαθμίσεις

των βασικών χρωμάτων.

Κόκκινα, μαύρα, γαλάζια.

Κόκκινες, μαύρες γαλάζιες στιγμές

από την αλληλογραφία μας.

Ζυγός αριθμός.

            Δήμητρα Καραφύλλη

 

---

            Αφιέρωμα

 

Σ’ εσέ

που στα φτερά μου έδωσες ακόμη δυο φτερά

και όνειρα, όσα πέθαναν, ζωντάνεψες ξανά,

που στην αυλή μου έλαμψες άνοιξης πρωινό

και την ελπίδα μου ύψωσες στον έβδομο ουρανό,

που τη ζωή μου οδήγησες σ’ απάνεμο λιμάνι

το κύμα όταν μαινότανε κομμάτια να την κάνει,

που στην ψυχή μου έφερες τη μουσική, τραγούδι

κι ανάλαφρα την άγγιξες, όπως ένα λουλούδι,

όσα κι αν πω ευχαριστώ θα μετρηθούνε λίγα,

γιατ’ είσαι ο γιος αρχόντισσας,

γιατ’ είσαι ο γιος του ρήγα.

Οι δάσκαλοί σου στάξανε ήθος και καλοσύνη

μες στην ψυχή σου κι ο Θεός την ευλογία σού δίνει.

            Ζωή Παπαδημητρίου-Τζιράκη

 

---

 

            Λίγο νεράκι

 

Ρίξε μια δυνατή βροχή!

Ένα κατακλυσμό

να σβήσει

τη φλόγα της ερήμου.

Στάσου!

Μας φτάνει η σταγόνα

ενός κάκτου.

Δεν υπάρχει

πουθενά ένα ξύλο

να φτιάξουμε κιβωτό.

   Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη


 ---
 

            Οι στίχοι μου

Βαδίζω στις τέσσερες εποχές της ψυχής,
σα να πουλάω φως στου δρόμους.
Σα να είμαι εγώ που φτιάχνει όνειρα,
που μυρίζω το φρέσκο χώμα,
ψάχνοντας να βρω
από που έρχεται αυτό το άρωμα το κατακόκκινο...
Ο καιρός είναι φωτεινός σαν έρωτας,
το αίμα τρέχει στη γλώσσα που μιλούν
οι αιώνιες φυλλωσιές στο λιβάδι
κι εγώ σ’ ονειρεύομαι δίχως βροχή,
ζυμωμένο με ζαχαρωτά και μέλι,
μέσα στους στίχους μου !......

Καίτη Καγκαράκη

---

 

            Η πρώτη αιτία

 

Να δίνεις πάντα

κι όλο να χαμογελάς.

Να συγχωράς

και τις πληγές σου

στα πελάγη του διάλογου να σβήνεις.

Τότε μπορείς περήφανα να πεις:

Γνώρισα την ουσία,

τη φλέβα βρήκα τη χρυσή

της περιούσιας γενιάς μου

Το αίτιο του σύμπαντος

το νου μου φώτισε

Με φίλησε η αγάπη

Της ζωής μου φανερώθηκε

η πρώτη αιτία!

            Γιώργος Ευαγγελάτος

 

---

 

Εάν τ’ όνομα Θεός σ’ ενοχλεί

ονόμασέ Με ομίχλη, αράχνη, αηδόνι,

βροχή ή ανεμώνη.

Ή ακόμη καλύτερα άνθρωπο.

Ναι άνθρωπο, έτσι ακριβώς,

για να μη Με ζηλεύεις.

Αλλά όπως κι αν Με ονομάσεις

Εγώ και πάλι θα εκτελώ χρέη Θεού

κι εσύ χρέη ανθρώπου.

            Ιωάννης Μποζίκης

 

---

            Ορισμοί

 

Πώς ορίζεται το δέον

και ποιους όρους περικλείει;

Ως νηφάλια μεσότης

ισαπέχουσ’ απ’ τα άκρα.

Ως συναίσθηση ευθύνης,

έσωθεν υποβολείον.

Ως η τήρηση του μέτρου,

έμπρακτη και κατά φύσιν.

Ως εχέφρων ωριμότης,

επιστέγασμα του είναι.

Ως απόηχος θεσφάτων,

όπως το «εν τούτω νίκα»,

ένθετων στο θυμικό μου.

Ως το πρόσταγμα του Φοίβου,

το αρχαίο «μηδέν άγαν»!

            Χαράλαμπος Βασιλάκης

 

---

 

            Η κραυγή

 

Υπάρχει μέσα μου η κραυγή

Η δυνατή κραυγή

που σύνταξαν τα χρόνια

Σπαράζει στα μύχια

της αμίλητης νύχτας

Γλιστρά βαθιά

στα σωθικά της μέρας

Λεπίδα δίκοπη χαράζει

ως το στήθος μου

Και το τρυπά.

Θέλω να φωνάξω δυνατά

Απέναντι στον Άνεμο
Να λυτρωθώ

Κοιτάζοντας τη θάλασσα.

             Βασιλική Εργαζάκη

 

---

 

            Απορρύθμιση

 

Στον ορίζοντα βίαιες ανατροπές.

Ο κύκλος της ζωής σ’ απορρύθμιση.

Γίναμε τα πειραματόζωα

των οίκων αξιολόγησης.

Θηλιά στο λαιμό, οι νόμοι της αγοράς.

Κι η ανεργία καλπάζει,

μια ύαινα που διψά για αίμα.

Λαβωμένοι απ’ τους μισθούς της πείνας,

αποχαιρετούμε τ’ όραμα.

Κόκκινη γραμμή στην Ελπίδα.

            Άννα Ιωαννίδου

---

 

            XXI

 

Θα ’θελα…

το συναπάντημα των βημάτων μας

ν’ αντηχήσει θριαμβευτικά

 - πάνω στ’ αχνάρια της αβύσσου

που οι πληγές επουλώνονται…

 

Και οι πρωτόπλαστες μνήμες

να περιδιαβαίνουν σε φωτερούς ανθώνες

ανταύγειους θόλους

από πυρρίχιους ύπερους του ήλιου.

 

θα ’θελα…

ν’ αποξεχάσουνε οι ταπεινοί

την έσχατη οδοιπορία

όταν η σάρκα γίνεται χώμα

και το χώμα έρεβος.

   Υβόννη Αρνοκούρου-Κερεστετζή

 

---

            Το αντάμωμα

 

Θύμησες και πεθυμιές αντάμωσαν

λίγο μετά το μεσονύχτι πάλι.

Τάραξαν της νύχτας το ρηχό γαλήνεμα,

στου μήνα θεριστή το τέλειωμα

φιγούρες άραχλες γέμισαν την ψυχή μου,

και σαν φούσκωμα, έμοιαζε, του πελάγου,

όταν κυριεύεται από θυμό και αντάρα.

 

Μάχεται ο χρόνος με τη θύμηση

και μοιάζει, τούτη, ένα αποκέρι.

Κάθε ακράτητος, ακίβδηλος αχός,

μια αδιάφορη παραδοχή της ματαιότητας,

φτερουγίζει δειλά-δειλά κι απόσκεπα

όμοια με την περίκλειστη σιωπή

μια ς πορείας με λάμψη, με ορμή και θλίψη.

            Λευτέρης Κ. Γερόσταθος

 

---

 

            Θαλερό

 

Όσα κι αν πει ο σκοτεινός

ο  κόσμος είναι φωτεινός

όσα κι αν πει ο μυστικός

ο κόσμος είναι φανερός.

 

Ό,τι κι αν πούμε ’γω και συ

νικάει πάντα η ζωή

ό,τι κι αν κάνουμε οι δυο

είν’ της αγάπης φυσικό.

            Γεώργιος Καραντώνης

 

---   

            «Ακυβέρνητο όνειρο»

 

Ω! Ακυβέρνητό μου όνειρο…

κραυγάζει η ψυχή μου!

Έχω σκαρί μου την καρδιά,

τιμόνι την αγάπη,

μα λείπει κάποιο στιβαρό,

αδρό κουμάντο χέρι,

του καπετάνιου σύντροφου,

που πνίξανε οι σειρήνες,

όταν τον είδαν να κρατά,

γερά τη μπουκαπόρτα,

μήπως και μπάσει τα νερά

του Κάβο Ντόρο «πνίχτη»

και πνίξει μες τον ύπνο μου,

μες την οδύνη του βοριά

και των ασκών το μένος!

            Κατερίνα Ν. Κολυδά

 

----

 Νυχτέρι του έρωτα

 

Το πέρασμα του ανέμου στα φυλλώματα,

έφερε του πάθους σου το ρίγος,

φλογισμένη του ήλιου αχτίνα,

πορφυρή, νιογέννητη φωτιά,

ήρθε άναψε μια πυρκαγιά.

Έτσι η νύχτα αντί στη στάχτη να μας βυθίσει

στο απέραντο βελούδο της σιωπής,

φωνή μάς δίνει, φτερά στεριώνει,

στα πόδια που πατούν γερά στη γη.

Ψηλώνω στα χέρια σου έρωτά μου,

θεριεύω σα κυπαρίσσι περήφανο,

κάθε νύχτα ξαπλώνω στο φως το εσπερινό

και πιο όμορφη με βρίσκει η αυγή!

   Μαρία Ζαβιανέλη-Διαμαντάκη

 

---

            Τα μάτια μου

 

«Τα μάτια μου,

τα μάτια μου πονάνε

μου ρίξανε σκονάκια, ψευτελπίδες.

Το αύριο των παιδιών μου

γιατί το γράφουνε σε υποδήματα;

 

Την έννοια μου…

μαμά…

την έννοια μου

δεν άγγιξε άνθρωπος όσο εσύ

την έννοια μου…

   Νόπη Χατζηιγνατιάδου

---

 

Οι γνώσεις μας

 

Τα γραπτά σαν αντιγράψεις,

δίχως να κατονομάσεις

αυτόν που τα ’χει γραμμένα,

θα σου πουν πως "πλαγιαρίζεις".

Σαν μιλάς με άλλου λόγια

ειπωμένα ή γραμμένα

αρκετά πριν από σένα,

θα σου πουν "παπαγαλίζεις".

Όμως είναι η αλήθεια

πως αυτά που ’χομε μάθει,

γνωστικά ή παραμύθια,

το μυαλό μας δεν τα πλάθει.

Βαθμιαία και με δόσεις,

με κουβέντα ή βιβλίο,

παίρνουμε όλες τις γνώσεις

απ’ το σπίτι ή το σχολείο.

Γνώσεις θα σου ’ρθουν πολλές.

Τις σωστές που θα κρατήσεις,

στις δικές σου πινελιές

και σφυγμούς θα συντονίσεις.

Ανδρέας Γ. Σειρηνάκης

 

---

 

            Ελληνική ψυχή

 

Το κύμα θαλασσόδειρε τα ονείρατα, πηγή ζωής,

οι κεραυνοί ανελέητοι κάψαν το διάβα τους

η ψυχή σ’ αυτή τη δίνη αντιστέκεται,

Λυσσαλέος τυφώνας τα πάντα περνώντας

ρημάζει όλα της φύσης τα θεριά κτυπούν, τρων,

καταστρέφουν όμως η ψυχή, περήφανη,

το γόνυ της δεν κλίνει.

Μπόρες ξεσπάσαν δυνατές,

δε ’πόμεινε κανένα κεραμίδι

η Ελληνική ψυχή που μόνη τούτη

ξέρει αντιστέκει…

Τη δυναμώνει ο αγέρας της Λευτεριάς

την αντρειεύει η συντροφιά

μιας πήχης λεύτερου ουρανού.

Η αδούλωτη Ελληνική ψυχή

μένει σα φλόγα αναμμένη

άσβηστη απ’ την ανεμοχαλασιά,

τη θαλασσοπλημμύρα,

το ’ματοκύλισμα.

 

Φλόγα που σαν την ζητήσουν οι καιροί

τα πάντα κατακαίει.

   Κορίνα-Αικατερίνη Παπαδοπούλου

 

---

 

            Ορθρινό ανάβλεμμα

 

Αβυσσαλέο παραλήρημα

έσχατη ανασαιμιά.

 - Παρήγορο:

Το άστρο από το νότο

ήταν φίλιο,

δεν ήταν εχθρικό.

 

Μυριάδες πλουμιστές πεταλούδες

φτερουγίζουν γύρω στα κρουστά

τα σγουρά σου μαλλιά.

Άχραντα φιλιά ανεμίζουν

στην άνοιξη των ονείρων σου.

 

Σμήνη ολόλευκα περιστέρια

φτεροκοπούν σ’ αιθέρες ροδογάλαζους

και τραγουδούν τον γλυκόηχο σκοπό

του φτερωτού θεού,

που μας μεθά

και μας μαγεύει μυστικά.

            Τίτος Βεργίτης

 

---

 

            Ελεύθερη

            (Σονέτο)

 

Απόψε, πάλι γύρισα συντρίμμι,

της λύπης το πικρότερο ρημάδι,

κι είναι το σπίτι κρύο καλντερίμι

στης νύχτας το βαθύτατο σκοτάδι.

 

Έγειρε εδώ, της θλίψης μου τ’ αγρίμι,

στο κρύο προσκεφάλι, δίχως χάδι,

στου μάταιου την τσακισμένη πρύμη,

καντήλι δίχως άναμμα και λάδι.

 

Έγινε η πλώρη της οργής κηλίδα,

γύπας πατεί του στέρνου μου το τραύμα.

Κι ως προσπερνώ του χρόνου την αψίδα,

 

πετάω προς του τίποτα το θαύμα.

Χορεύω στις φωτιές και στους τυφώνες,

ελεύθερη στου κόσμου τους κυκλώνες.

            Νίκη Μιχαήλ Κατσικάδη

---


            Αν ερχόσουν

 

Αν αποφάσιζες να ’ρθεις

θέλω χειμώνας να ’ναι

έξω ν’ αστράφτει να βροντά

να βρέχει ο κόσμος να χαλά

και να ’ναι αυτός ο προορισμός

το μόνο σου λιμάνι.

 

Να ’ρθεις μουσκίδι να χτυπάς

την πόρτα την κλεισμένη

να βρεις δυο χέρια ανοιχτά

να ξεχειλίζει ζεστασιά

κι όλο το σπίτι από καιρό

σα να σε περιμένει.

 

Να μη μου πεις, να μη σου πω

μόν’ να μιλούν τα μάτια

να σε θωπεύω στα μαλλιά

να με κοιτάζεις τρυφερά

να ξεχαστεί η ξενιτιά

και τα παλιά σημάδια.

            Κατερίνα Μακρή

 

---

            Μόνο δεδομένα

 

Είμαι σάρκα από τη σάρκα σου,

μέλι από την κυψέλη σου.

Είμαι αίμα από τις φλέβες σου

από τα μάτια σου νερό.

Κι όμως

σάρκα από τη σάρκα μου

δεν κλείνει τις πληγές σου

το μέλι μου κυψέλη δεν σου στήνει

το αίμα μου τρέμει

να σπάσει τη φλέβα

να ξεχυθεί

να καθαρίσει το δικό σου

και τα δάκρυά μου

τα μάτια σου θα καίνε.

   Αρχοντούλα Αλεξανδροπούλου

 

---

 

            Το άλμα του ποιητή

 

Εικόνες, ζωγραφιές του ποιητή

μέσα από τους στίχους του

φτερουγίζουν,

των λογισμών του ηλιόμεστη πνοή

αέναα ποτίζουν στην άχρονη θέα

φωτιάς καιρών εναργούς επέλασης

φωτογόνων επιθυμιών αληθινού ονείρου,

στην άχρονη πανορέα αυγινών φιλιών

ακούραστης ημέρας κρίνων λευκών

παραδεισένιου απείρου.

Σε ολόχρυσης έμπνευσης βατήρα

το άλμα σου ξεκινάς,

την γλώσσα της Αλήθειας λύνοντας

φως αμάραντο σκορπάς,

βελούδινη ανασαιμιά στης θάλασσας τα μέρη

πηγής δροσοροούσας

κατάπληκτου ουρανού

ποιητικής αναβάθμισης

υπέρλαμπρου νου.

            Ανθή Αυγέρη

 

---

            Όνειρα ανεκπλήρωτα

 

Να ’μουν ερημίτης στη σιγαλιά,

με τη σιωπή να λογάμαι,

που μολογά αλήθειες.

Στη νυχτιά να ζω,

με τους γρύλλους να συνάδω.

Τ’ ατέλειωτα άστρα να μετρώ,

υπαρξιακής απεραντοσύνης.

Τους αγέρηδες ν’ αφουγκράζομαι,

χαράς μηνύματα που φέρνουν.

Σε κρυμμένο νάμα πηγής να ξαποστάσω,

η δροσιά του να με ξεδιψάσει.

Συναπάντημα με πλανόμενο σοφό,

κόμπο ανθρωπιά σφιχτό να πλέξω,

κόντρα στην τρικυμισμένη ζωή.

Νεράιδα, αποσταμένη κόρη ν’ αγκαλιάσω,

αιώνια πίστη να ορκιστώ

και ν’ αγαλλιάσω.

Σε πλεούμενο μιας «ανατολής» να μπαρκάρω,

για ένα κόσμο ισόρροπο,

την πεθυμιά μου φωλιά να πλέξω

και ανεμώνες αγάπης να φυτέψω.

… Μα ζούμε στη «σκοτεινιά» ημερίδων

του εικοστού πρώτου αιώνα,

όπου συμπληγάδες

συνθλίβουνε τα όνειρα.

            Ιωάννης Ν. Καλιντζόγλου

---


Στερνή μεταλαβιά στη Βαγγελίστρα

 

Τα βόλια βολοδέρνουν την καμπάνα

σπαθιάζεται απ’ αχτίνες το μαντέμι

του λιόφωτου που πάει προς το γέρμα.

 

Σαλεύουν παραδίπλα τα καντήλια

θολώνουν απ’ οργή τα ‘κονοστάσια

ξυπνά η Ευαγγελίστρια απ’ τον όχλο.

Πυρώνει η σκεπή του ιερέα

τα τούρκικα ασκέρια χλιμιντρίζουν

δαδούχοι που πενθούν την αντρειοσύνη.

 

Πεσόντες στον περίβολο δυο νέοι

και δυο με αλυσίδες τους σβαρνίζουν

μα κάποιου το ντουφέκι δε σιγάει.

Τα νύχια του χαράζουν το κοντάκι

καημός η λευτεριά για τον Μητρούση

που βούλγαρους στο διάβα του γδικιόταν.

 

Ακόμα αργοκυλάει απ’ την κούνια

αγίνωτο το αίμα απ’ το βλαστάρι

και σύγκρυο στο ξόδι της κυράς του

 

Μαχαίρι στο κορμί του μέσα μπήγει

οχτρός να μη συλήσει την ψυχή του

γενναίος τον Αχέροντα διαβαίνει.

-

Περήφανο Σερρών κωδωνοστάσι

τρανώνεις την τιμή του καπετάνιου

δαυλός μες στην καρδιά των Μακεδόνων.

            Αλέξανδρος Ακριτίδης

 

---

 

            Αυτός που ξέρει να περιμένει

 

Ήρθε και μας άνοιξε την πόρτα

και μας είπε, «ελάτε κοπιάστε φάτε

είναι δικά σας

του Πατέρα η Συγκομιδή».

Μα εμείς εμμένουμε

σε πείσμα των αιώνων

στην τροχιά της γης

την ατέλειωτη επαναφορά.

Στο αμπέλι της γης μεθύσαμε πολύ.

Ξεχάσαμε η σκούφια μας

από πού κρατάει

και για τα καλά λοξοδρομήσαμε

λες και αποτρελαθήκαμε

που δυο διορθώνουμε

και τρία χαλάμε

και πάλι κάτω κι άντε απ’ την αρχή.

Μέχρι να καταλάβουμε

πως η πόρτα είναι εκεί

ορθάνοιχτη πολύ.

            Αδριάνα Κροκίδου

 

---

            Κοχυλωμένη γραφή

 

Η ευτυχία γραμμένη σήμερα

σε αυλάκι πλοίου

σημαδεμένη από αστρόφωτα

που το σκάζανε προς τα πίσω.

 

Και όσο γράφτηκε χανόταν ψεύτικα

μάλλον…

στο βυθό κρύβονταν

σε βράχια κοχυλωμένα

σε άμμο αμόλυντη.

 

Η καρδιά μου θωπεύει τρυφερά

στιγμές, της μέρας,

όμορφες, να συμπληρώνουν τη ζήση.

 

Και το είναι, μου λέει

κοίτα την ευτυχία στο ασήμαντο

και την κατάκτησες.

            Λεωνίδας Ιωβηλαίος

 

---

 

            Ψάχνουν τα χέρια

 

Έφυγες.

Ό,τι έμεινε μετά την αποχώρηση,

ένα ίχνος αχτίδας δείχνει ότι υπήρξες.

Ό,τι άγγιξαν τα χέρια

ήταν πιο βαθύ από ό,τι συμπέρανα,

κρατούσαν τους κτύπους της καρδιάς

και ας έπαψε ήχους να δίνει.

Τις μεγάλες αποστάσεις ως το ορίζοντα

μικραίνουν τα κύματα της θάλασσας,

χορός άστρων, πορφύρα εσπερινή.

Σφιχτοδεμένα χέρια, αμόλυντα, ψαύουν.

Κάθυγρη, ανέγγιχτη,

η μεγάλη Σπηλιά της Γένεσης.

            Σερενές

 

---

 

            Τυπικοί διάλογοι-Άνθρωποι τυπικοί

 

Οι άνθρωποι τελειώνουν

τους «ανθρωπιστικούς διαλόγους τους»

όταν τελειώνουν τις «καλοσυνάτες» ερωτήσεις.

            - «Πως είσαι;»

Προσεύχονται να πεις «είμαι καλά!’

Αν πεις «Καλά δεν είμαι»

τότε τι θα το κάνουν αυτό το «δεν»;

Πως θα το βολέψουν

στον ανέξοδο ανθρωπισμό τους;

            Ελένη Καρασαββίδου

 
---

            Να μ’ αγαπάς

 

Να μ’ αγαπάς, σαν Κυριακή

που τη λατρεύουν όλοι!

Σαν το ρυάκι που κυλά,

Μπροστά σ’ ερημοκκλήσι.

Σαν δροσαλίδα της αυγής.

Σαν κοραλλένια δύση.

Να μ’ αγαπάς

σαν νιόβγαλτο φεγγάρι ασημένιο.

Σαν όστρακο που λάγιασε,

Κάτω από βραχάκι.

Σαν λαγγεμένο που λαλεί,

Στα σμύρτα αηδονάκι.

Να μ’ αγαπάς, σαν φλύαρο

αγέρι στα μαλλιά σου.

Σαν τραγουδάκι ερωτικό,

Που την καρδιά χαϊδεύει.

Σαν θρόισμα μελωδικό,

Σαν πιάνο που μαγεύει…

Να μ’ αγαπάς, σαν το κουπί

που λάμνει η βαρκούλα.

Σαν πέταγμα αζύγιαστο

Του γλάρου στο μελτέμι.

Σαν το πουλάκι τ’ ορφνό,

Που μοναχό του τρέμει.

Να μ’ αγαπάς, σαν τον κισσό

που ξέρει ν’ αγκαλιάζει.

Σαν την καρδούλα που σκιρτά

Κι ερωτευμένη λιώνει.

Σαν άρωμα του σ’ αγαπώ,

Που  σε απογειώνει…

Να μ’ αγαπάς, σαν άνεμος

που κόβει την ανάσα.

Να μου σφουγγίζεις, με φιλιά,

Το δάκρυ όταν τρέχει…

Να μ’ αγαπάς σαν ουρανός.
Που… τελειωμό δεν έχει!

   Ελένη Μουζάκη-Μπουρίτσα

 

---

 

            Μια σκηνή μαγική

 

Απόψε να καθίσεις κοντά μου

απ’ το μυαλό σου διώξε τη ζάλη,

θυμήσου ένα κομμάτι παλιό

μαζί να τραγουδήσουμε πάλι.

 

Μες στη μουσική θα χαθώ

θα πάω ως του ονείρου την άκρη

και θα ’θελα με ένα σκοπό

του κόσμου να στεγνώσω το δάκρυ.

 

Αγάπες και ιστορίες πολιές

μες στην καρδιά που ήταν κρυμμένες,

η μουσική τις βγάζει απ’ το χθες

\και είναι οι στιγμές μαγεμένες.

            Γεώργιος Μαρινάκης

 

--- 

 

            Αγάπες μοναδικές

 

Κυκλωμένη

απ’ των κυκλαμίνων τους κύκλους.

Ευτυχισμένη,

σε αρωμάτων μεθύσι

π’ ανάλαφρα σκόρπαγε

και στοργικά,

ο Γίγαντας

με τα δάκτυλα τα πέντε.

Κι εκεί, μέσα στην πόλη

τη χωσμένη στην άμμο,

με ονόματα του χτες

στο χρυσό των αιώνων λώρο,

Αρσινόη, Σαλαμίς, Αλασία, και Κωνσταντία,

μέσα στα βότσαλα,

στο σκληρό μέσα έλυτρό τους

φύλαγες τα όνειρά σου,

στων κυμάτων το απαλό

λίκνισμα.

Αγάπες μοναδικές

της ζωής την αρχή

θέλοντας να προσλάβεις.

            Σταύρος Σταύρου

 

---

Ήσυχα που ’ναι τα ματάκια σου…

ήρεμα που χτυπά η καρδιά μου,

άσε τα χέρια μου στα χέρια σου

κι έλα περισσότερο κοντά μου.

 

Ήμερη που ’ναι η νύχτα κι όμορφη

και πλέριο ένα χρυσό φεγγάρι,

πάνω από κάτι μαύρα σύννεφα

της θλίψης μελετά τη χάρη.

 

Ω! δεν μου μέλει, ότι τελειώνοντας

θα πάρει τη χαρά το βράδυ,

όσο, που θα περάσει ανώφελα

πάνου απ’ τ’ ανθρώπινο κοπάδι.

            Γιώργος Λιάκος

 

---

 

            Σε βλέπω

 

Σε βλέπω στα φυλλώματα

θεά σε τραγουδάω

σε ζωγραφώ με χρώματα

ρουφώ γλυκά αρώματα

κι ολημερίς μεθάω.

Σε βλέπω μέσ’ τα κύματα

γράφω για σε ποιήματα

απ’ της καρδιάς τα νήματα

και νοιώθω περηφάνια.

            Νίκος Κότσικας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου