του Αντώνη Π. Αντωνόπουλου
Σε φλογέρα
δεκαπεντασύλλαβου,
η αυτόματη γραφή φαλτσάρει
σ’ απόκληρες ουτοπίες,
κραυγών αλαφιασμένης Σίβυλλας.
Την ποίηση δεν την αλλάζουν
καιρικά ανεμούρια.
Η ποίηση είναι μία.
Αντιστέκεται μ’ αντάρτισσες λέξεις,
μ’ ομοβροντίες ιερών επαναστάσεων,
μέχρι παρουσίας ονειρικών στίχων,
από ανεξάντλητη θάλασσα του Σεφέρη.
======
Όταν φεύγεις
τα χαράματα, πριν φέξει
μένει στο άδειο δώμα,
το άρωμα της ειδής σου.
Η νοσταλγία πότε θα γυρίσεις,
σαν τη βροχή στις ρουνιές
που στάζουν τη θλίψη τ’ απόβραδου,
ή κάτι σαν τα δάκρυα,
στα φυλλοκάρδια
των βραδινών γαρίφαλων,
που χάσανε το φως
του ήλιου, που βασίλεψε.
======
Ο Άνθρωπος σκιά Θεού,
πλάστηκε με λάσπη
και μια σπίθα νου.
Ανοίγει το στόμα του
κι η λάσπη γίνεται πνεύμα,
λόγος και αντίλογος.
Μια αφέντης και μια δούλος.
Αόρατες πηγές και ποτάμια,
στα έγκατα της καρδιάς του.
Βήμα μπρος, βήματα πίσω.
Οργιά αγάπης κι οργιά μίσους.
Το σαράκι του πολέμου τον έκαψε.
Περισσότεροι από τους ζωντανούς,
οι σκοτωμένοι.
Το λίγο της ζωής του το ’χασε
Μέσα από τα χέρια του.
======
Βουνά γαλάζια,
πορφυρά στο ηλιόφως της δύσης.
Ερωτικά αυγουστοφέγγαρα,
Κουμαριές, αγριλίδες,
μυρτιές, πλατάνια, λυγαριές,
βαγιές ορθόδοξες.
Ερημοκλήσια κορφής τ’ ανέμου.
Απογείωση χρυσαετού
με την οχιά στα νύχια.
Αηδόνια, κορυδαλλοί, κοτσύφια,
προάγγελοι της άνοιξης
======
η ειδή σου
φωτιά και φως σ’ άγρια σκοτάδια.
Ιούλια δίψα σ’ αποκομμένο ποτάμι.
Άγνωστη Θεά του Ήλιου.
Έπαρση καλλονής ερχόσουν κι έφευγες
σε καπνισμένους καιρούς.
Λάβα λαμποκοπούσα ξεχείλιζες,
σ’ άβγαλτα σχολιαρόπαιδα.
Οι καμπύλες της Ομηρικής Ελένης,
του Σοφοκλή ο ανίκατος έρωτας.
Γυμνή όαση αντικατοπτρισμού
στ’ όνειρο γλυκερού ύπνου.
======
ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ:
«Χαιρέτωσαν» του
Αντώνη Π. Αντωνόπουλου
Πριν πολλά χρόνια
σφύριξε η μπουρού το ξεκίνημα του ταξιδιού, του Αντώνη Αντωνόπουλου, για την
Ιθάκη του.
Ακόμα ένας Οδυσσέας στον ωκεανό της λογοτεχνίας, παλεύοντας
με κάθε αντιξοότητα, αντικρίζει τα τείχη της Ιθάκης. Είναι τόσο κοντά, έτοιμος,
στην πλώρη του καραβιού του, να πηδήξει στη γη την πολυπόθητη.
Είθε να τον δούμε
κι εμείς σ’ αυτό το τελικό του κατόρθωμα.
Λεπτοφτιαγμένος
σώμα και ψυχή, ευγενής, σιωπηλός, μα πάντα γελαστός, ανάμεσά μας, ενεργοποιεί
την τρυφερότητα και την καλοσύνη μας, υπέρ του.
Δεν εκμεταλλεύεται
την φιλία και την εκτίμηση που αισθανόμαστε γι’ αυτόν, για την οποιαδήποτε
δημοσιότητα και προώθηση του έργου του. Όχι
Τα κλειδιά της
αναγνώρισής του, ως γνήσιου ποιητή, τα κρατούν τα τεχνικά άρτια ποιήματά του.
Λέξεις, νοήματα, αρχιτεκτονική του στίχου, όλα επιλεγμένα, ξέχωρα., ανυψώνουν
την ποίησή του και τον ίδιο τον δημιουργό. Εκείνο που θαυμάζω περισσότερο στον
ποιητή Αντώνη Αντωνόπουλο είναι η ποικιλία στις εμπνεύσεις του, ό,τι ζει, το
κάνει ποίημα. Και τι ποίημα! Λυρικό, λιτό, αυθεντικό, ξέχωρο, αγνό, θαυμαστό!
Εμπνέεται: απ’ την λαμπράδα του ήλιου, την καθαρότητα και διαύγεια του νερού,
απ’ τις κουμαριές, τις λυγαριές και τις μυρτιές, της Ελληνικής φύσης:
«Μπονώρα ο πρωτοψάλτης κούκος
Διαβάζει τον Απόστολο της χαραυγής
Στις ερωτευμένες ανεμώνες
Από τον άμβωνα των πεύκων».
Εμπνέεται από τον
Κούκο, τα κοτσύφια, τους κορυδαλλούς κι όλα τα πουλιά του ήλιου:
Πουλιά καλογεράκια,
ελεύθερα χελιδονάκια.
Εμπνέεται απ’ την
αγάπη, τον έρωτα, τον χρόνο, τους άδικους πολέμους, τα ιδανικά του, την ύπαρξή
του, τις εποχές του χρόνου, την ξανθή ρετσίνα, τον κάθε Γιάννη Αηγιάννη (των
παιδικών μύθων που ήταν ο αδικημένος κόσμος τότε και τώρα.
Εμπνέεται από μία
λαθρομετανάστρια αγιογράφο, απ’ το τζι τζι τζι των τζιτζικιών, που
«ο ήλιος και η πορφύρα της ανατολής
ξεγέλασε μια χαραυγή,
για να ξεπεράσουνε τ’ αηδόνια»
Εμπνέεται απ’ τα
παιδιά των φαναριών, τον ταπεινό Ιησού, την Κατοχή.
«Αντίσταση τα πρώτα αστροπελέκια
το εικοσιένα πάλι στα βουνά των Ελλήνων.
Η βία νόμος του φασισμού.
Επυρπόλησαν, εδήωσαν,
εκρέμασαν πεινασμένους πατριώτες».
Και η άποψή του για
την ποίηση:
«Η ποίηση είναι μία.
Αντιστέκεται μ’ αντάρτισσες λέξεις,
μ’ ομοβροντίες ιερών επαναστάσεων
μέχρι παρουσίας ονειρικών στίχων
από ανεξάντλητη θάλασσα του Σεφέρη.
Την ποίηση δεν την αλλάξουν
καιρικά ανεμούρια».
Συμφωνώ κι επαυξάνω
με τον ξέχωρο πνευματικό άνθρωπο Γιάννη Ανδρικόπουλο πως τα ολιγόστιχα ποιήματα
του Αντώνη Αντωνόπουλου, «ξορκίζουν μακριά από την καθαρή λυρική τους λιτότητα,
την πολύστιχη φλυαρία της σύγχρονης ποίησης».
Κι όπως λέει και ο
Νικηφόρος Βρεττάκος:
«Η ποίηση είναι τόσο καλλίτερη όσο περισσότερο κόσμο
περικλείει με λιγότερες λέξεις».
Παναγιώτα Ζαλώνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου