Το κορίτσι με το καναρινί μπλουζάκι
και της άσπρες μαργαρίτες
Γράφει ο Κώστας Λιάκος
Ι
Σ’ ένα από τα γραφικά ταβερνάκια μιας
εξαίσιας αιγαιοπελαγίτικης παραλίας, στο Φανάρι της Μυτιλήνης, κάθεται ο Ορφέας,
της άντρας γύρω στα σαράντα πέντε με πενήντα περίπου. Ο ανάλαφρος αέρας που φυσά
τα μαλλιά του, κάνει πιο έντονο το γκρίζο χρώμα μιας ανεπιθύμητης πια
ωριμότητας.
Μαζί με την γλυκόπιοτη γεύση του
πλωμαρίτικου ούζου, έχει την αίσθηση ότι μέσα απ’ τα μάτια της κοπέλας που είναι
συντροφιά του, βλέπει την απέραντη, μόνο, γαλήνη και ομορφιά της εκστατικού
Αιγαίου, κατάφορτου από τον πόθο της αγάπης και της ειρηνικής
συνύπαρξης.
Από την πρώτη στιγμή που την αντίκρυσε τον
μάγεψε, κυριολεκτικά, το χαμόγελό της. Ένα χαμόγελο που είχε την αίσθηση ότι
οποιαδήποτε περιγραφή, να είναι αδύναμη να απεικονίσει την αξεπέραστη ομορφιά
της. Μια ομορφιά τόσο ισχυρή, που απέναντί της νιώθει, χωρίς να το θέλει, ότι
υποφέρει. Γιατί αισθάνεται ανήμπορος να περιγράψει τη μοναδική, ιδεώδη, ανέφικτη
πραγματικότητα.
Βλέπει το γλυκόχρυσο χαμόγελό της, να
μοιάζει με τον ήλιο που χαϊδεύει τα βουνά, όταν φωτίζει με ενθουσιασμό, θαρρείς,
το χάραμα της Κυριακής, λίγο πριν ανεβεί στον ουρανό για να γίνει το ηλιοφώτιστο
μάτι του. «Πόσο διαφορετικά είναι σήμερα», συλλογίζεται. Έχει την εντύπωση ότι
αυτή την ημέρα θα την θυμάται. Κι αυτό γιατί είναι κοντά σ’ εκείνη! Το κορίτσι
με το μοναδικό χαμόγελο που το ομορφαίνουν τα πιο εκφραστικά μάτια της καλοσύνης
και της ευγένειας.
Δεν χορταίνει να αναπνέει το θαλασσινό
αεράκι της ήσυχης ακρογιαλιάς, που νιώθει ότι είναι η ίδια η ανάσα της. Του μιλά
και την κοιτά βουβός και συγκινημένος, γιατί μια απαλή τρυφερή μελωδία είναι η
φωνή της, ίδια με τον ήχο του ανάλαφρου κυματισμού που ξαποσταίνει στην
αμμουδιά.
Τα πλούσια καλοχτενισμένα μαλλιά της, καθώς
τα φυσά το αεράκι, αποκαλύπτουν ένα μέτωπο, όπου διακρίνεις σαν αρμονία,
θαρρείς, την γοητεία με την υπερηφάνεια.
Τα μάτια της! Αυτά τα μάτια που –εκτός από
την καλοσύνη και την ευγένεια- έβλεπες, μέχρι εχθές, το νότισμα της συγκίνησης
να σου φέρνει πιο κοντά ένα, θαρρείς, δικαιολογημένο τρυφερό παράπονο, ανάμικτο
με κάποια ανησυχία, για το αν θα ’ρθει η αγάπη εκείνη που δικαιωματικά της
ανήκει.
Μιλούν τα μάτια της! Το βλέπει καθώς είναι
χαμένος μέσα σ’ αυτά: «φαίνεται», λένε, κοιτώντας τον γεμάτα από αγάπη μα και
ευγνωμοσύνη, «ότι είναι κοντά πια, η μοναδική ευτυχία που δικαιολογεί το πέρασμα
από ένα σωρό δυσκολίες, ακόμα και φουρτούνες». Ενώ εκείνη τη στιγμή το νεανικό
της υπέροχο στήθος, πάλλεται από επιθυμία και καημό. Νιώθει ότι αναδύεται απ’
αυτό, η μεθυστική μυρωδιά της λουλουδένιου κήπου, καθώς το καναρινί μπλουζάκι
της είναι στολισμένο από ολόλευκες μαργαρίτες γύρω-γύρω.
ΙΙ
- Για κοιτάτε, πόσο ήρεμη είναι η θάλασσα
σήμερα… ακούει κάποιον απ’ τα διπλανά τραπέζια να λέει στην παρέα
του.
- Είδατε διαφορά από χθες; συμπληρώνει ο της
απέναντι.
- Πού να βλέπατε τι γινότανε χτες, είπε η
γυναίκα που ήταν δίπλα της, μ’ ένα βλέμμα γεμάτο έκσταση και
φόβο.
- Έβλεπες πελώρια κύματα να τρέχουν αδιάκοπα
χαστουκίζοντας με λύσσα, πέρα, τα βράχια, έλεγε η γυναίκα του
άλλου.
Τότε ο Ορφέας, σηκώνει το ποτήρι και λέει
στο κορίτσι, στην γλυκιά συντροφιά του.
- Στην υγειά σου.
- Στην υγειά σου και σένα, του απαντά
χαμογελώντας τρυφερά.
Είχε συνειδητοποιήσει κι ο της γιατί η
θάλασσα είναι τόσο ήρεμη μα και τόσο, θαρρείς, ευγενική!... Ακόμα ένιωθε,
εκείνες της στιγμές, ένα συναίσθημα δυνατό! Ακατανίκητο! Είχε την έντονη αίσθηση
πως το κορίτσι δίπλα του, αναδύθηκε σαν μια σημερινή Αφροδίτη από της αφρούς των
κυμάτων, της ξεχωριστού χρυσογάλανου Αιγαίου, από το ανεύρετο χαμόγελο των
ματιών της.
Μπροστά λοιπόν στο ηλιοφώτιστο αυτό
χαμόγελο, φαίνεται πως η θάλασσα έπνιξε το θυμό της κι άρχισε μετανιωμένη να
χαϊδεύει τα βράχια και της αμμουδιές, σαν να ζητούσε συγγνώμη, με το απαλό χάδι
της γαλήνης.
Πάνω απ’ τα ήρεμα νερά της, σπίθιζαν
ασημένιες σταγόνες που έμοιαζαν με φιλιά, δροσίζοντας το πρόσωπο της κοπέλας που
εκείνος φίλησε, τότε, με ασυγκράτητη τρυφερότητα καθώς έγερνε απαλά στον ώμο
του. Κ. Λ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου