Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2023

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ από το τεύχος Νο 86 του ΚΕΛΑΙΝΩ


Αχνές φιγούρες

Σας ανταμώνω στου Ιονίου τα νερά
και στα ανθισμένα σπάρτα,
στα σκαλοπάτια του σπιτιού.

 

Χορεύετε μπάλο και ταγκό
κάτω στο κυπαρίσσι.
Τα βήματα σας χάνονται
στου τρυγητή τ’ αμπέλια.

 

Σας ανασαίνω στου μπάτη τη δροσιά
Μοσχοβολάτε γιασεμί
και νοτισμένο χώμα.

 

Στο ματωμένο δειλινό,
σβήνετε αχνές φιγούρες.

            Κατερίνα Αλυσανδράτου

----

Προορισμός

 

Στενό και ανηφορικό

το μονοπάτι Κύριε

κι οι Κυριακές μικρές.

Πέρα απ' του ουρανού τα σύννεφα

η πύλη Σου η στενή.

Όραμα και προορισμός.

Λευκά περιστέρια οι μνήμες,

κρατούν τα λόγια εσπερινού

και ψιθυρίζουν στο σούρουπο.

Εκέκραξα προς Σε εισάκουσον με.

Πέφτω και βοήθα με.

Λυγίζω και στήριξε με.

Κλαίω και παρηγόρα με .

Τελειώνει η μέρα.

Ουρανός δεν είμαι,

καθρέφτης Σου είμαι

σε κείνο το κατ' εικόνα.

Που το πληγώνω, το θαμπώνω.

Η δικαιοσύνη στη γη πέταξε

στους τέσσερις ανέμους.

Θυμήσου με Εσύ, με την αγάπη Σου,

έξω απ' την πύλη τη στενή.

Μαρίνα Αντωνίου

---

Καράβι

 

Άλλο πάει κι άλλο έρχεται

κι η θάλασσα μήτρα

όπως η μάνα

όπως η μέρα

αλλά κι η νύχτα

κύμα

γέννηση

με το ανά

πρώτη γραμμή

ίδια η ζωή.

Ματίνα Κ. Καρελιώτη

 

---

 

 Η λούτρινη ζακέτα

 

Κάρφωσα κάποιο βράδυ

όλα τα αστέρια του ουρανού

μη τυχόν και πέσει πάλι στη φούχτα μου

εκείνο με το όνομά σου γραμμένο.

Δεν έχω πολλά ενθυμήματα δικά σου

λίγα είναι και μετρημένα

μια φουρκέτα απ’ τα μαλλιά σου

μια πλεχτή κουβέρτα, με πουλιά κεντημένα.

Ένας δίσκος τραταρίσματος...Αραζαντένιος

κάποιες φωτογραφίες σου παλιές, κιτρινισμένες

ένα πολυγωνικό γυάλινο μαύρο κουμπί

από τη λούτρινη ζακέτα σου

που το φυλούσες ως κόρην οφθαλμού,

στον πάτο της παλιάς κασσέλας!

Δεν έχω πολλά ενθυμήματα δικά σου

αχ Μάννα μου, αυτό το...κουμπί

κι η λούτρινη ζακέτα η μόνη πολυτέλεια

στην άχαρη ζωή σου!

Αυτός ο ξαφνικός σου θάνατος

μια λύτρωση για σένα

ένας πόνος αέναος μέσα μου

Αχ Μάννα μου γλυκιά!

            Ζιζή Γερονυμάκη

----

Τι είμαι;

 

Τι είμαι τάχα μέσ' την πλάση;

Είμαι μια άγρια καταιγίδα;

Μήπως μια φλέβα που 'χει στάξει

του αίματος της τη ρανίδα;

Τι είμαι τάχα μέσ 'την πλάση;

Ίσως του σύννεφου ο κύκλος,

είμαι του φεγγαριού η χάση,

ή μήπως είμαι ένας μύθος;

Τι είμαι τάχα μέσ'την πλάση;

Νά' μαι του έρωτα η σφραγίδα,

του ήλιου, που ζητά να πιάσει

τον κόσμο, μέσα σε μια ηλιαχτίδα;

Τι είμαι τάχα μέσ' την πλάση;

Του πόθου το φευγάτο αγέρι;

Μία σύλληψη που έχει φτάσει,

σταλμένη απ 'του Θεού το χέρι;

'Ότι και νάμαι λέω Δόξα Θεέ μου,

στην 'Άγια Σου εικόνα

και με κεριά φωτίζω πόσα

του ουρανού Σου τον πυλώνα.

            Λένα Φατούρου

 

---

Άκαιρη διαπίστωση

 

Μισό αιώνα και κάτι,

ασθμαίνοντας έτρεχα πίσω απ’ το χρόνο,

με τη λαχτάρα να προπορευτώ.

 

Παρελθόν, παρόν και μέλλον

ποτέ δε μου ’φταναν

για να σμιλέψω τα όνειρά μου.

 

Μισό αιώνα και κάτι

σπατάλησα,

όσο να μάθω επιτέλους

πως ήταν ο χρόνος που πάσχιζε να με φτάσει,

τρέχοντας πίσω μου

σαν γοργοπόδαρο λαγωνικό.

 

Και τα όνειρά μου

απόμειναν όνειρα...

            Ηρώ-Χρυσάνθη Αλεξανδράκη

----

 

Στο ίδιο βάραθρο

 

Ρούφηξες μια νύχτα
τους ματωμένους στίχους μου,
έγινες σοφός
φτύνεις τριαντάφυλλα!
Αργά τις νύχτες
σε ψάχνω στο ίδιο βάραθρο
στην ίδια σιωπή!
Τη μαχαιριά κρύψε
όταν γίνει ουλή
αφιέρωσέ τη στα χελιδόνια…

%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CF%87%CF%89%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C

Με αποκρυπτογράφησες
κερδίζεις!
Ένα άστρο
για τα μαλλιά σου!

Σπύρος Ζαχαράτος…

---

Καληνυχτίζοντας....

Τον έντυσαν βροχή σε τρομαγμένη πουλιά.

Τον βάφτισαν αγέρα, σε ντροπιασμένα νούφαρα προστάτη!

Τον περιέφεραν σε πλατείες κομπάρσων,

με αμανέδες και τύμπανα.

Γονατιστός βασιλιάς που ακούστηκε;

Όχι δεν ήμουν παρών στην πομπή...

Κάτι πεινασμένα χαμίνια έγιναν ντελάλιδες...

Κυριακή κοντή γιορτή....

Να μάθουμε ποιος θα πληρώσει το πάπλωμα;

Άβρεχος θα πλαγιάσω στο χθες που πονάει λιγότερο..

            Βούλα Μέμου

---

Ποιητής

 

Δύσκολο να ’σαι ποιητής

σε άγριες εποχές

γι’ αυτό

τίτλος τιμής λογιέται

πάνω από κάθε άρχοντα

τι ένας στιχάρης μόνο

μπορεί να μας σκοτώσει

δίχως μαχαίρι κι αίματα

με δυο του λέξεις

μοναχά

ακόμα κι αν

ξυπόλυτος κι αλάνι τριγυρνά

στις πιάτσες

μ’ όλα τα βάσανα του κόσμου

στις πλάτες της πένας του.

            Νίκος Μπατσικανής

 

---

            Άκουσέ με

 

Μ’ αρέσει που γερνώ,

κι αφουγκράζομαι τον ήχο.

Άκου τ’ αστέρια με καλούν,

ζητάνε τα άγγιγμα μου.

 

Χθες κοιμήθηκα νωρίς,

μονάχος στο κατώφλι σου.

Αναζητώ της θλίψης το αντίδοτο,

στη νύχτα ξεκλειδώνει ο νους.

 

Η άνοιξη στην ψυχή,

παντοτινά φωλιάζει.

Γνέθω με τέχνη

τον μικρό μου εαυτό.

 

Ορίζω πως θα ενσαρκωθώ

δίπλα σου ξανά.

Μα τα μάτια κλείνουν,

μες τη σκοτεινιά.

 

Άκουσε με που διηγούμαι με στοργή

όλα τα όνειρα που έχτισα στη γη.

            Σταύρος Μπρόλιας

----

Δύο τάνγκα

 

Ιούλη αυγή

κι ο κάμπος γητευτής

χορός στ' αλώνι.

Τα κλήματα μεστώνουν,

του Διόνυσου χατίρι.

 

            ***

Ρόδο της Ηούς

του Αλωνάρη ήλιος

χρώμα μοιράζει.

Ω! θάλασσα γητεύτρα

έρωτες μαγνητίζεις.

Αθανάσιος Νασιόπουλος

 

----

Ο κόκκινος δίσκος του ηλίου

 

Βαδίσαμε αργά προς το δείλι.

Τα σύννεφα χόρευαν στα πόδια μας

εμπόδιζαν το διάβα.

Ως πού θα πάμε, σε ρώτησα.

Ως τον κόκκινο δίσκο του ήλιου,

μου αποκρίθηκες.

Δεν προφταίνουμε, ανταπάντησα,

κρύβεται και χάθηκες στον ορίζοντα

προτού τη φράση αποσώσω.

 

Αύριο, πόσο ήθελα, αύριο  

να κινούσαμε νωρίτερα… να μη δεχτώ

τη μάταιη πορεία μας προς τον ήλιο.

            Φωτεινή Αζαμοπούλου

----

Πάνω απ’ τη γη

 

'Πάνω απ' τη γη πετούσα απόψε.

Τον πόνο είδα στα μάτια του κόσμου...

Βία! Κυρίαρχη ολούθε, αγριεμένα πρόσωπα

με όπλα φονικά!

Πόνος βαθύς ψυχής. Κλαίγαν τα παιδιά.

Μανάδες απελπισμένα εκλιπαρούσαν!..

Κι' εγώ, κοιτούσα, πονούσα, θρηνούσα

Τι μ' αυτό; μονάδα μες στο ΟΛΟΝ!

Φόβος, θλίψη, πόνος, βία,

κυβερνούσαν ανεξέλεγκτα σκληρά...

Πού είναι η ανθρωπιά;

Χριστίνα Μυτιληναίου-Ιακωβίδου

----

Θα ψάχνω

Θα ψάχνω για δυο μάτια στην απόχρωση της ελπίδας,
για δυο χείλη τριανταφυλλένια σαν από κήπο,
σαν από πρωτομαγιάς στεφάνι μαρτυρίου.
Και σαν σ' αγγίξω, ομορφιά μου πολυπόθητη,
κοίταξέ με ίσια στην καρδιά σαν αγάπη,
σαν άνθρωπο, σαν μια πέτρα που σκαλίστηκε
απ' το κύμα ,απ' την πίκρα
και έγινε αιώνια καλοσύνη.

Κώστας Βασιλάκος

----

Μανάδες

 

Τι κι αν τα χέρια σου είν’ ρόδα μαραμένα

και τα μαλλιά σου ανθισμένη μυγδαλιά,

η μάνα θα ‘σαι η γλυκιά πάντα για μένα,

χαράς και λύπης μου η στοργική φωλιά.

 

Τι κι αν το βήμα σου τη γη αργοπερνάει

και το κορμί σου το γερτό είναι κλαδί,

μέσα στα λόγια σου η αγάπη δεν γερνάει

κι η αγκαλιά σου θα κρατάει ένα παιδί.

 

Τι κι αν εγώ μια μάνα είμαι κι αγκαλιάζω

τα ανθισμένα τα δικά μου τα κλαδιά,

το ίδιο δάκρυ με το δάκρυ σου σταλάζω,

μ’ ίδια αγάπη τούς ποτίζω την καρδιά.

 

Κράτα το χέρι το δικό μου τώρα μόνο,

μικρό αντίδωρο στοργής που σου χρωστώ,

κι αν κάποια κύματα της μοίρας φέρνουν πόνο,

όπως και συ, τώρα κι εγώ θα μοιραστώ.

 

Και όταν κάποτε τη θέση σου θα πάρω

και το δικό σου μονοπάτι θα περνώ,

θα ‘χω τα λόγια σου στο διάβα μου για φάρο

και την εικόνα σου για άστρο φωτεινό.

 

Για ν’ αγναντεύουνε λιμάνι τα παιδιά μου,

κείνο π’ αγνάντευα κι απάγκιαζα κι εγώ

και στους ανθούς της γερασμένης μυγδαλιάς μου

πάνω ν’ αφήνουνε το χάδι τους τ’ αργό.

Αθανάσιος Τρίψας

----

Μία της φύσης Μουσική

 

Τ’ ανέμου το χέρι ακούραστο

έπαιζε με της φύσης τα πλήκτρα

μουσικά θροΐσματα.

Ώσπου εκείνα χλόμιασαν

κι έπεσαν λιπόθυμα στη γη.

Περιμένουν την Άνοιξη

να πάει να τ’ αναστήσει

για ν’ ακούσει τ’ αγεριού τη μουσική.

            Γιάννης Τσώλης

 

----

 

Στην Ελένη μου

 

Ο ήλιος έτρεχε γρήγορα

δεν τον προλαβαίναμε

και νυχτώναμε στο δρόμο

ευτυχώς μας φώτιζε το σεληνόφως

και συνεχίζαμε.

Τώρα που είν’ αργός ο ήλιος

εγώ είμαι νυχτισμένος

το σεληνόφως άφαντο

χαμένο στο σκοτάδι.

 

Την ευτυχία τη συνάντησα μικρός

τότε που αγάπησα κι αγαπήθηκα.

Και τη δυστυχία τώρα που μεγάλωσα

κι έχασα την αγάπη.

 

Αν δεν ήμουν άνθρωπος

θα ’θελα να ’μουν δέντρο καρποφόρο

για ν’ ανασταίνω κάθε Άνοιξη

τον Χειμώνα μου.

            Γιάννης Τσώλης           

---- 

 

Ψάχνω τα βράδια

ν' ανάψω το καντήλι

των φάρων

μέσα στα σπαράγματα του νου.

Φοράω το ρούχο της μοναξιάς

και σκυφτή κι αμίλητη

δωρίζω την φωνή μου

σ' εκείνους που θέλουν

να μένουν σιωπηλοί

σαν τους ίσκιους στην ακροθαλασσιά.

Ταξίδεψα μ' όλα τα καράβια

γυρεύοντας αυτούς που απόμειναν

με τα χέρια σταυρωμένα

μπροστά στο δρόμο της καταιγίδας

για να προφτάσουν τα μελλούμενα...

(Σ' όσους νοιώθουν να υπάρχουν μέσα σ' αυτό)

Πόλυ Κλούβα

 

----

Αδιαφιλονίκητο νερό

 

Τώρα που ο ουρανός

στέρεψε στον ορίζοντα

και οι όρκοι μας μαράθηκαν,

πρέπει να φύγουμε.

Στην Πιστότητα των λόγων

με αδιαφιλονίκητο νερό

δύο νέους κήπους,

πρέπει να χτίσουμε

Άσε μόνο,

την λευκή κορδέλα

της παλιάς ανθοδέσμης

με χάδια να δένει

τους τοίχους που φύλαγαν.

Διψάνε για νερό οι όρκοι.

Να μην στέκουν σαν ξερά κορμιά

τα άδεια βάζα που γεμίζαμε άνθη.

Μαίρη Μπριλή

 

--- 

Μυτιλήνη

 

Μέσα στο Αιγαίο γεννιέσαι

Υπερήφανη κάθε μέρα ξυπνάς

Τόπος αγιασμένος απ’ του Θεού το χέρι

Ιωνίας αγνάντεμα στα μάτια σου

Λάμπουν τα κύματα κάτω από το φως

Ηλιαχτίδες χρυσίζουν τα λιόδεντρα

Νησί του έρωτα και του ονείρου

Η ψυχή μου φυλακίστηκε για πάντα στα κάστρα σου.

            Φιλίτσα Πασσαλή

 

----     

Έκαστος εφ’ ω ετάχθη

 

Την ξέρω καλά αυτή τη θάλασσα.

Ρηχή κι απάνεμη.

Την κολυμπούν, συνήθως, άνθρωποι που μου μοιάζουν.

Δειλοί και άτολμοι στα μακροβούτια και στις καταδύσεις.

Γεμίζουν τον γιαλό με κιβωτούς.

Ψάχνουν στο βάθος, με το βλέμμα, παραπλέοντα σκάφη.

Προτού βουτήξουν

δοκιμάζουν πάντα το νερό.

Όχι, δεν βγάζει στην Ιθάκη.

Στα βάθη της δεν αναδεύεται ναυάγιο κανένα.

Δεν έχει καν νερό αρμυρό.

Μόνο,

μόνο που γίνομαι καμιά φορά ποτάμι

κι αυτή ταμιευτήρας μου,

κι όταν με πνίγουν οι όχθες μου οι στενές

της παραδίνομαι, κυλάω στα σπλάχνα της,

ανακατεύομαι με τα νερά της.

Γίνομαι κύμα,

και σπρώχνω τα σκαριά

για μακρινά, ανεξερεύνητα πελάγη.

Την ξέρω καλά αυτή τη θάλασσα.

Άλλους τους έλαχε να την τροφοδοτούν

και άλλους να την αρμενίζουν.

Την ξέρω καλά.

Κι αυτή θαρρώ, καλά με ξέρει.

Βαρβάρα Χριστιά

---

Πανσέληνος 

 

Είναι χαρούμενη απόψε.

Φόρεσε το ασημένιο λαμπερό φόρεμά της

και βγήκε για χορό.

Την καλή της διάθεση

τη σκορπάει σε όλους.

Αρχίζει να λικνίζεται

στους ρυθμούς μιας υπερκόσμιας μπάντας.

Χιλιάδες μάτια με δέος την κοιτούν

καθώς απλόχερα με την ομορφιά της

βάφει ασημένια

την πλατιά γαληνεμένη θάλασσα.

            Σταματία Μωραΐτη

---

Αχ,  Πατρίδα μου

 

Τόπος Άγιος

Ηλιοστάλακτος.

Άνθος ευωδιαστό.

Υπεργήϊνο Άστρο Λαμπρό.

Γη Προσκυνήματος.

Και Φιλοξενίας.

Της Ψυχής μου άρτος επιούσιος.

Και όμως

Γλυκύτατη χώρα μου

Σε Πυρπολούν

Σε Λεηλατούν

Σε Βεβηλώνουν.

Ύψωσε το Ανάστημά σου Ελλάδα μου

Τιμώρησε τους καταστροφείς σου.

Βοήθησον Κύριε.

            Θεοδώρα Κουφοπούλου-Ηλιοπούλου

 

----

Δρόμοι στενοί

 

Δρόμοι στενοί

που δε χωρούν τα δειλινά

μα ούτε το ξημέρωμα.

Γκρίζα αποτυπώματα του χρόνου,

μνήμη που θέλει να ξεχνά,

διαδρομές προς ένα τέλος ανύπαρκτο,

συμπόνια για τις μεγάλες πληγές της ήττας.

Σιωπή βαθιά τα παραθύρια,

τα βήματα μοναχικά τα λόγια λιγοστά,

ο πόνος σκάβει ύπουλα τα σώματα.

Δρόμοι με την προσδοκία της συνάντησης,

με τη λαχτάρα του ερχομού,

με τα απύθμενα βλέμματα

πίσω από τις νύχτες.

Δρόμοι όπου αφήσαμε τις ζωές μας

 και παίξαμε στα ζάρια τις τύχες μας.

Ιωάννα Αθανασιάδου

 

----

Η Ρηνιώ

 

Πως ένα κι ένα κάνουνε δυο,

τα γράμματα πως κάνουν τη νια, τον νιο,

να μας τα μάθουν θέλαν με το στανιό,

σ’ εμένα, δυο τρεις άλλους και στη Ρηνιώ.

Τά ’παιρνε αέρας, να πάρει η οργή,

εμείς τ’ αλέτρι κλέβαμε του Γιωργή,

ζεμένοι στον ζυγό του, έτρεμ’ η γη,

γεια σας καλαμαράδες μας αρχηγοί.

Καθ’ ένας τώρα παιδί κολίγα,

τα φέρνει βόλτα και με τα λίγα,

η γη μας δίδει χαρά κι ελπίδα,

τούτο τον τόπο λέμε πατρίδα.

Ελιές, αμπέλια, σπαρτά κι αλώνι,

εδώ κι η Δήμητρα κι η Περσεφόνη,

ο γεροδάσκαλος πια δεν μαλώνει,

μας βλέπει τώρα και καμαρώνει.

Και μιαν ημέρα του Αλωνάρη,

να κι η Ρηνιώ με σείσμα και χάρη!

Της είπα, αν θέλει, άντρα ας με πάρει.

Είσαι αγράμματος, μου ’πε, χαρτί καλαμάρι.

Μανώλης Λυκάκης

---

Αστερισμός

 

Αντίκρισε μια γοητευτική χώρα

τη χώρα της αγάπης.

 

Φώναξε με χαρά την ψυχή

ν’ ανέβουν ψηλά σ’ ένα εξώστη

κι από κει να κοιτάζουν.

Ανέβηκαν ψηλά και κοίταζαν

σε ατέλειωτους δρόμους

χρυσά να τρέχουν όνειρα

όνειρα που έγιναν μόνο

με ένα άγγιγμα βλεμμάτων.

 

Ώρες γλυκές

αγαπημένες ώρες

μνήμες βιολετιές

τη χώρα αυτή φυλάξετε

με την ευχή αστερισμός να γίνει.

            Σταυρούλα Καμαρινοπούλου-Σακαβέλη

 

---

Η Μάνα εκοιμήθει.

 

Τρέξτε στις πλατείες

και στους δρόμους τους σκοτεινούς

και πείτε σε όλους τους φτωχούς

και τους κατατρεγμένους,

«η Μάνα εκοιμήθει»

Πάτε στα δάση, πάτε στους αγρούς

και ψιθυρίστε να τα’ ακούσει

η καμένη γη κι όλα τα πλάσματά της,

«η Μάνα εκοιμήθει»

Τρέξτε στην Κύπρο, πάτε στη Σμύρνη,

σταθείτε πάνω στην έρημη πια Ουκρανία

και ουρλιάξτε ν’ ακούσουν πως,

«η Μάνα εκοιμηθεί»

Βρείτε αρρώστους

κι απ’ το σαράκι εξαντλημένους,

ψάξτε τις πόρνες, γυναίκες μόνες,

πια σκοτωμένες και μαρτυρήστε πως,

«η Μάνα εκοιμήθει»

Βρείτε τις μάνες που στο Αιγαίο ψάχνουν

και νανουρίζουν τα μωρά τους

και μην τους πείτε πως,

«η Μάνα εκοιμήθει»

Κατανυκτικά...

Μια ανάσα στα χείλη γεννιέται,

μια ελπίδα σιμά μου ανθίζει,

κάθε που σε συλλογιέμαι και σου κρυφομιλώ.

Στην απαλάμη κάθε μάνας,

στον μυρωμένο με γάλα κόρφο

μια Παναγιά αναπαύεται και μας φυλά.

Σταυρούλα Δεκούλου

 

---

Ειρήνη να φέρεις, φεγγάρι

 

Μακάρι να ήμασταν αιώνια ζωντανοί

για να μεθύσουμε με όλα τα φεγγάρια

που αγκαλιάζουν και καρπίζουνε τη Γη

και ξελογιάζουνε θεούς, πουλιά και ψάρια!

 

Φεγγάρι ολόγιομο, τρυπώνεις σαν παιδί

να κλέψεις όνειρα, ερωτόλογα και χάδια

κι ύστερα κρύβεσαι απ’ τον ήλιο το πρωί

για να γυρίσεις βασιλιάς μες στα σκοτάδια.

 

Μακάρι να έφερνες ειρήνη, όμως, παντού,

να διαλύσεις το κακό και τους πολέμους

να γίνεις στέφανο του νέου πολιτισμού,

που θα σκορπίσει μόνο αγάπης πια, ανέμους.

Τίνα Βρεττάκη-Δάβου

 

----

"Σκοτώσαμε την Τροία για κάποια Ελένη, φώτισε η νύχτα από τις φωτιές μας/ ό,τι αφήσαμε πίσω ήταν μόνο νεκροί, ακόμα κι ο Αχιλλέας στα πόδια της Περσεφόνης έστεκε/ δεν ξέρω αν γυρίσω στην Ιθάκη ξανά, τόσο αίμα πνίγει τα όνειρά μου και μου κρύβει το δρόμο/ είναι ασήμαντο αν με σκοτώσει ο Ποσειδώνας ή τα κύματα, συνήθισα πια την απώλεια/ έχω χάσει την ψυχή μου, κάπου εκεί γυρίζει, όσο θάβει τον χρυσό στις λάσπες/ κι ό,τι φως έμεινε για ελπίδα, το ξεσκεπάζω και το αφήνω να φύγει μόνο του, ελεύθερο/ ίσως το βρει ταξιδιώτης, να του δείξει το σωστό δρόμο μακριά μας."

Γιάννης Βέλλης

----

Η κεντήστρα

 

Μάνα, τα όσα μου ’λεγες ονείρατα πομείναν

αέρας ήτανε, θαρρώ, αέρας στα μουντάνια

κι εγώ σου γροίκου, μάνα μου κι ήμνωγα στσι βουλές σου:

-Κόρη μου, κέντα κι όπου γιας θα να ’ρθει ο καλός σου,

άρχοντας θα’ναι φουμιστός, σάξε χρυσό το ξόμπλι

να του το στρώσεις να πατεί και να σε μπεγιεντίζει

κι εκείνος τα χεράκια σου, φλουριά θα τα γεμώσει.

Βάνε κλωστή χρυσοκλωστή, μπρισίμι ασημένιο

πλέξε ντου κάπα τσ’αρχοντιάς μα ρήγησσα θα σ’έχει

γιατί ’χεις μάλαμα καρδιά, νεραϊδισένια κάλλη

κι είν’η σπουδή σου, κόρη μου, σαν ποταμού το ρέμα

που συρματεί γοργά γοργά στης ανυδριάς την ξέρα.

-Μάνα μου όσα μου ’λεγες ψοματινά ’ταν λόγια

κι ήρθ’ ο καλός μου κουρελής και κακομοιριασμένος

και ήδωκά ντου τα προυκιά που του ’χα φυλαμένα

του’δωκα τα μαλάματα μέσα ’πο την καρδιά μου

φτωχός κι αν ήταν, μάνα μου, άρχοντα τονε εθώρου

μα κείνος ο μυργιόκακος μ’ είχε του πεταμάτου.

κι όσα στα χέρια του’διδα, όλα τα πέτα χάμαι.

Μάνα μου, όσες ομορφιές και ξόμπλια και άλλα λούσα

δε πιάνου τόπο, δε φελού. Τυφλή ’ν’ η μοίρα κι άδικη.

και ξόμπλι δε γνωρίζει.

Άννα, Τακάκη

 

--- 

Σκέψεις τ' απόβραδου 

 

Καλοκαιράκι να 'σουνα

δυο τρεις φορές το χρόνο,

κι εσύ χειμώνα παγερέ

μια εβδομάδα μόνο!

 

Να ήτανε η θάλασσα

'πο κάτω απ' την αυλή μου,

μες στα γαλάζια της νερά

ν' αφήνω το κορμί μου.

 

Θα ’θελα να 'χα δυο ζωές

στον κόσμο αυτό να ζήσω,

και να μη νιώθω τον καημό

ώσπου να ξεψυχήσω.

 

Ν' αγνάντευα τα όμορφα

του τόπου μας πετράδια,

με μία σκούνα κάτασπρη

να γύριζα τα βράδια!

 

Ποιος ξέρει αλήθεια να μου πει

τι κρύβει το 'κουτί' μας,

κι αν η ελπίδα εσαεί

θα βρίσκεται μαζί μας;

Χρυσούλα Πλοκαμάκη

 

----

 

Όνειρα κι αγκαλιές

όλα βαθιά ενωμένα.

Δεν  ξεχώρισα ποτέ

την αγκαλιά από το όνειρο.

 

Κι αγαπούσα…

Και χαμογελούσα…

Κι έκλαιγα…

Κι ήμουν ένας μικρός

άνθρωπος.

            Άννα Φιλιώτου

---

Περιπέτειες

 

Σαν με πιάνουμε οι πόνοι

παίρνω το μικρό μου πόνι

και μ’ αυτό πάω καβάλα

στην πανέμορφη Καβάλα,

όπου έχω μία θεία

που ασχολείται με τα θεία.

Σαν τα χρόνια της μετρώ

πάμπολλα, σαν του… μετρό.

Σαν εξ ουρανού είναι μάνα

και την αγαπώ σαν μάνα.

Σε αρτοποιείο ζει μόνη

και νυχθημερόν ζυμώνει,

το ψωμί πουλά ευρέως

και πλουτίζει σαν Εβραίος.

Στα βοτάνια έχει πείρα,

απ’ αυτήν ίαση πήρα

και ενώ ήμουνα δράμα

έγιανα και πήγα Δράμα.

Έμαθα να παίζω πιάνο,

στον αέρα πουλιά πιάνω,

μα, επειδή έμεινα χήρος,

ζω ο δυστυχής σαν χοίρος.

Τέλος πήγα στην Έδεσσαν,

όπου γερά με έδεσαν!

Λευτέρης Μουφτόγλου

 

Μία πολύ δύσκολη ομοιοκαταληξία, όπου

ομοιοκαταληκτούν πλήρως λέξεις με

διαφορετική σημασία.

---

Κοινωνική παθογένεια

 

Οι λέξεις γίνονται καρφιά.

Τα χέρια μας σφυριά.

Μπορούμε και συνεχίζουμε

να Σταυρώνουμε.

Η Ανάσταση μας αποστρέφεται.

Γωγώ Θ. Μπελεκούκια

 

---

            Η χαρά

 

Είμαι η χαρά

Αστραφτερή περιφέρομαι

 

Χορεύω στις κορφές των λουλουδιών

Στις πλαγιές των Ανέμων

Ακολουθώ τις αποχρώσεις της μέρας σου.

 

Γίνομαι ήλιος

Γίνομαι βροχή

Γίνομαι θάλασσα…

 

Τις νύχτες διεισδύω στα πέπλα σου

Αγγίζω χορδές της ψυχής σου

Η μελωδία τ’ ονείρου σου γίνομαι

 

Γλιστρώ στη λάμψη των αστερισμών

Στην αφθονία τ’ απείρου

Και την αυγή

Σου προσφέρω ολάνθιστη Άνοιξη.

 

Λοιπόν, θα με χαρείς;

Επιλέγεις;

            Βασιλική Εργαζάκη

---

Το κερί

 

Στο εκκλησάκι το μικρό

άναψα ένα κεράκι

ζήτησα ευλογία,

δώρο από την Μεγαλόχαρη.

Η φλόγα που δανείστηκα

απ’ το διπλανό κεράκι

και με λαχτάρα ορκίστηκα

να ’χω τυχερό μονοπάτι.

Η σπάραξη της ψυχής

το άγγιγμα αυτό

η προσμονή μιας ευχής

το αίνιγμα καυτό.

Ηρεμία ένιωσα μοναδική

και λύτρωση έζησα εκστατική.

Η φλόγα εκεί άναψε αχνά

μου έφεγγε εκεί κοντά

σαν σημάδι τρεμόπαιζε συχνά

πως θα γίνει το θέλημα σιμά.

Ένα μόνο κεράκι έχει δύναμη πολύ

και σαν ραβασάκι η Παναγιά μεσολαβεί.

            Κατερίνα Ραμανδάνη

----

 

Πρωινός καφές και κους-κους

 

Στις οκτώ παρά είκοσι,

με την τσίμπλα στο τσίνορο

το κους-κους στη μασχάλη,

η Μαρία κι' η Δήμητρα,

Κασσελάκη και Tyler

στη Συγγρού πεντοζάλη.

Κολλητές απ' τα δέκα τους,

στο σχολείο αρραβώνιαζαν

μαρκαδόρο - ετικέτα ,

το σβηστήρι κουμπάρος τους ,

για ταξίδι του μέλιτος

πρωινό στην Κινέττα.

Καλοκαίρι , φθινόπωρο,

στο καφέ " Το ανέκδοτο "

διαζευγμένους μετρούσαν,

στα πενήντα τους άγαμες,

μ' ένα look ανοιξιάτικο

μαργαρίτες μαδούσαν .

Έλενα Απέργη

 

---

Τα κρυστάλλινα δάκρυα

 

Μην αυταπατάσαι

τα δάκρυά σου

δεν είναι κρυστάλλινα

 

Δεν είναι των κρυστάλλων

αντάξια

 

Δεν φέγγουν

στο σκοτάδι ήλιοι

όταν χαίρονται

ή λυπούνται

            Αριστοτέλης Φράγκος

 

---

Ανεμοτρύγα τα όνειρα

αυτά που γεμίζουν

γραμμές τον ορίζοντα

που γίνονται άστρα φωτεινά

στις σκοτεινές γωνίες της πόλης.

Τι άλλο σού μείνε;

Να πιεις τον χυμό

να μεθύσεις!

            Χρύσα Καράγκου

----

 

Σταυρός, λιμήν αχείμαστος

 

Σαν βλέπεις τον βασιλικό

να λάμπει, να μυρίζει,

να ‘ναι πλατύς, ολόγιομος,

παντού να λαμπυρίζει,

να ξέρεις, είναι του Σταυρού,

θυσίας Του σφραγίδα.

Σταυρός, αλεξιτήριον αιώνιας κατάρας,

σύμβολο τόσο ιερό

αχείμαστης αγάπης,

ενώνει Ουρανό με Γη

τ’ ανθρώπου τ’ άγια πλάτη

και στέφει εκεί περήφανα,

«αιώνια σφραγίδα»,

-σωτήριο όργανο- σταλθέν,

την άγια μας «πατρίδα».

Δεν είναι έτσι κόσμημα,

χωρίς ψυχής φροντίδα,

με πίστη ενδυναμώνεται

και γίνεται ασπίδα.

Και στέκει εκεί, αγέρωχος

πάντα να μας θυμίζει πώς,

δικό μας είν’ το μέλημα,

όλες μας να ΄ν’ οι πράξεις

όπως ο Ουρανός κι η Γη,

δεξά μας και ζερβά μας,

να ενώνονται όλα μαζί

βαθειά μέσ’ την καρδιά μας.

Όλγα Αχειμάστου

---

            Ελπίδα μακρινή

 

Κι είναι η ζωή μου ένα νησί

στα κύματα αφημένο

και την χτυπούν οι κεραυνοί

σε πέλαο αφρισμένο.

 

Οι ουρανοί μου σκοτεινοί

κι οι φόροι μου σβησμένοι

αι η καταιγίδα δεν αργεί.

 

Το ουράνιο τόξο να φανεί

προσμένω κι απαντέχω,

κι είσαι ελπίδα μακρινή

που στην ψυχή μου έχω.

            Ντίνος Κουμπάτης

 

----

Ψωμί για όλους

 

Είχαμε πει να τελείωσαν το γυμνάσιο.

Σπουδαίος άθλος.

Μετά να πάρουν το πτυχίο, μεγαλείο!

Ύστερα γίνανε πολλοί με πτυχία.

Τώρα λένε πάρε μεταπτυχιακό,

μα κι αυτά τα καταφέρνουν κι άλλοι.

Χμ! υπάρχει κι άλλο, για γόνο ιδιαίτερο ξεχωριστό.

Ανθρώπινα δικαιώματα…

Κανείς δεν μπόρεσε να πει ψωμί για όλους!

Μια θέση για όλους και όχι,

στην πλαστικότητα και στα αζήτητα…

Σε λίγο θα κλείσουν πάλι οι δρόμοι,

στην Αθήνα από διαδηλωτές.

Έρχονται απεργίες απανωτές.

Είναι η αιώνια πάλη των τάξεων.

Τα αίτια είναι βαθιά…

Οι ρίζες του κακού,

κόβονται μόνο επιφανειακά.

Έχει χυθεί πολύ αίμα…

            Μαρία Σ. Άνθη

---

Νεροκότσυφας

 

Απόμακρη και απροσέγγιστη

η μοναδική του αγάπη.

Διαλεχτό δεντρί,

άγριο κι αγκαθωτό,

το στερνό του σπιτικό,

αγκαλιά με σουβλερό αγκάθι

στο μέρος της καρδιάς!

Καθώς μελωδάει κύκνεια,

σφίγγει κατάστηθα το αγκάθι-σπαθί

και σουβλίζει την πικραμένη του καρδιά!

Αργοσβήνει περήφανος/.

Κλήβαντας,

η άσβεστη φλόγα της αγάπης.

            Ιωάννης Νικ. Καλιντζόγλου

 

---

Εφηρμοσμένη ποίηση

 

Έκοψα λεπτή φέτα πεπονιού

ως σελήνη παρθενική ημερών.

Άγουρη, κιτρινωπή, ατίθαση

σφράγισε τέλεια το στόμα σου

 

Ιχνηλάτης ωραίων οχημάτων

ισοδιαίρεσα τη ρώγα σταφυλιού.

Ξανθή, ζεστή, την αντιπαρέβαλα

με τις φορτισμένες σου θηλές

 

Κωπηλάτης ακριβών ονείρων

απροσανατόλιστος Οδυσσέας.

Πυξίδα μου η αστροφεγγιά σου

κατέφυγα ευλίμενό σου κόλπο.

            Χρίστος Κοντοβουνήσιος

 

---

Μίαν ανάμνηση θα ζω

 

Απόψε, θα ’ρθούνε πάλι να με βρουν

οι χαμένες μέσ’ το άλλοτες ελπίδες.

Θα ’ρθούν, κι αντίκρυ μου θα φανούν

κάποιες μέρες γελαστές, αλκυονίδες.

 

Έχω ροδοπέταλα γι’ αυτές κρατήσει

μ’ άρωμα αβρό και χάρ’ εκστατική

κι όταν βιαστικά η Άνοιξη μ’ αφήσει

μιαν ανάμνηση θα ζω, μοναδική.

 

Απόψε , τ’ άστρα όλα μου χαμογελούν

και το σκοτάδι ονείρατα υφαίνει.

Χέρι-χέρι οι ώρες μου μαζί κυλούν

στο λυκόφως, που τη χαρά μου φέρνει.

            Αλεξάνδρα Βαΐτση-Βάκρου

 

---

 

Θ’ ανοίξω

το ν της άνοιξης,

να ευωδιάσει

απ’ την παρουσία σου,

και στο μ της μοναξιάς

αναρριχητικό θα φυτέψω,

συντροφιά να της κάνει.

            Γιάννης Ανδρουλιδάκης

----

Οι άναρθρες

κραυγές

γίνανε έναρθροι ήχοι,

φθόγγοι και λέξεις.

Έτσι το «σ’ αγαπώ»

ψιθυρίστηκε

πρωτόπλαστο, τρυφερό

και ηδονισμένο.

Γιάννης Ανδρουλιδάκης

 

----

Μάτι

 

Τα τάλαντα των συγκυριών

έκαναν βαθύπλουτους τους πόνους.

Γέμισαν οι τσέπες απ’ τις καρδιές,

ξεχείλισαν.

Βάρυναν τόσο οι ψυχές,

βυθίστηκαν,

βυθίστηκαν στο βάθος μιας αβύσσου.

Μαύρισαν όλα,

μαύρισαν, μόλις σε στιγμές.

Έσβησαν απ’ τον χάρτη περιοχές

κι απ’ όλα όσα ξέρω λεξικά,

το κάθε λήμμα,

κάθε που σήμαινε «χαρά»

 

Αποκαΐδια.

            Χρυσάνθη Μουζακίτου

---

 

Νιόβγαλτες πεταλούδες σμήνος,

χαίρονται το χορό του πρώτου τους πετάγματος,

κι οι λέξεις σύνεση, σωφροσύνη, φροντίδα,

στον νου χαράζουνε τη φράση:

«Σαν είσαι έτοιμος ξεκίνα»

Τούτη η αναζήτηση σε θέλει ασχόλιαρο

γυμνό αναγυρευτή,

μ’ ολόρθη την κεραία των αισθήσεων

και με το νου ανοιχτό.

            Αθανάσιος Αγγέλου

 

---

 

Για μη συμβαλλομένους

 

Αφενός μεν

εις , έκαστος

και πάντες έχοντες

και κατέχοντες τίτλους πολέμου,

που ενεργούν που συναινούν,

ως νόμιμοι εκπρόσωποι

εν προκειμένω…

Αφετέρου δε,

έχουσα και εφάπαξ

κατέχουσα

η «Ειρήνη» τον «Πλούτο»

που ενεργούν, θα συναινούν,

ως μόνιμοι εκπρόσωποι

εν προκειμένω…

Προς πίστωσιν αυτών,

ναι συμφωνούν για το παρόν,

μα στο παρόν διαφωνούν

με συμφωνούντες.

            Βενετία Σιώντα

 

---

1.-        Μια φυσαλίδα

 

Στον αφρό του κύματος, απομεινάρι

Μια φυσαλίδα έσπασε στον ήλιο,

Τον εαυτό της όλο παραδίνοντας

Στου πελάου τη γνώριμη αγκαλιά.

 

2.-        Το κάλεσμα

 

Περάσανε γενιές ανθρώπων,

Διασχίζοντας προκαθορισμένες τροχιές,

Μα πάντα, ήταν ίδιο το κάλεσμα

Σάλπισμα στρατιώτη, λίγο πριν απ’ τη μάχη.

            Παρασκευή Κωστοπέτρου

 

---

            Προσμένοντας εφηβικά όνειρα

 

Ήταν τότε που δεν έντυνα με σκιές

των βυθών την πολύχρωμη διαφάνεια

που φτερά σαν των γλάρων αναζητούσα

απ’ άκρη σ’ άκρη να δρασκελίσω το πέλαγος

ψάχνοντας για αμύθητα φιλιά

Τώρα στην κουπαστή ναυαγισμένης βάρκας

προσμένω σε όνειρο σαν τα εφηβικά

αυτή που χρόνια με ξεχνά

Να ’ρθει ν’ ανοίξει με το χαμόγελό της

τη μαύρη νύχτα.

            Γιώργος Άλμης

 

---

Επιγράμματα

1

Η ποίηση είναι λέξεις

τα λόγια είναι οίηση

 

2

«Αι δε περισσαί φροντίδες

ανθρώποις ου  βίος, αλλά πόνος»

 

Να ζητάς πολλά κι ολοένα περισσότερα

Τελειωμό δεν έχει ούτ’ ανάπαψη

Πού ζωή να χαρείς;

Ένα βάσανο είναι

            Ιωάννης Παπαδασκαλόπουλος

 

---

Χαϊκού

 

Πόσα λουλούδια

της άνοιξης στολίδια!

Όμορφος κόσμος.

            ***

Χρωματισμένες

σκιές λαμποκοπάνε

χαρές ηλίου.

            ***

Δυο αστεράκια

με λαμπερές φορεσιές

νύχτα φωτίζουν.

            Ολυμπία Κανιώτη

 

----

Μια σελίδα για τις φωτιές και τις πλημμύρες

 

          Άτιτλο

 

Σήμερα θρηνούν οι Βαβυλώνες

που χάνονται..

Οι Βαβυλώνες που κατασπαράσσονται...

Δεν μένει τίποτε άλλο από στάχτες

και ψυχές που νεκρώνουν μέρα με την μέρα..

νύχτα με την νύχτα..

Αγάλματα ακρωτηριασμένα..

Κάθε κενό λεπτό προς την αιωνιότητα .

Κατακρήμνιση Ηθών..

Πόσα σκοτάδια να ψάξουν το φως...

Πόσες καρδιές να αντέξουν τέτοιο πόνο..

Τα ιερά ελάφια της Άρτεμης..

Οι περήφανοι αετοί του Δία...

Τα σοφά φτερά της Αθηνάς ..

Τ' ακούς που ουρλιάζουν;;

Θα σε στοιχειώνουν για πάντα..

Ο Άδης δεν είναι μακριά..

Ζήλεψε το βαθύ κόκκινο της φωτιάς ..

Τον ύμνο των απεγνωσμένων Δρυίδων

Την απόκοσμη ηχω των αρχαίων ψυχών..

-Κείτονται τώρα νεκρά -

Ασάλευτα-

Όπως κυλούν τα δάκρυα βουβά

Εσένα άνθρωπε..

που κοιτάζεις ..

ανήμπορος την μοίρα σου να αλλάξεις ..

Το πεπρωμένο του κόσμου ..

ατελεύτητο..

άγνωστο.

ζοφερό..

Τράγων Ωδή ..

Θεών οιμωγή..

Φωνή ολέθρου . .

ΟΙΜΩΓΗ

Αντώνης Φιλιππαίος

 

---

Τα ποτάμια της οργής

 

Ακούς την κραιπάλη της άοπλης νύχτας,

της γης τα μεθυσμένα οινοπνεύματα,

του ουρανού τα κρυφά μαχαιρώματα,

την κυκλοθυμία των στιγμών;

Όλα, χειμαρρώδους έκτασης περιστατικά

σε στήθος αιμοδιψούς μερονυχτιού είναι.

Τα κατέγραψα σαν δυνατή καμουτσιά

σε καπούλια ήμερου ζώου,

κραυγή λαβωμένου πουλιού

σε κυλιόμενα σύρματα, οργή νέου δεντριού

που του κλέβουν την καρποφορία

τα ποτάμια της οργής.

Σαν τι να περιμένουν απ’ την οξειδωμένη

τροχιά του εικοσιτετράωρου,

απ’ την θολή μνήμη των νερών;

Στο ξέσπασμα της φύσης εγώ,

μετατρέπω το θυμό του νερού σε ποιήματα.

Αλήθεια, πόσα μπορούν να σώσουν

κάποιοι στίχοι, χιλιάδες προσευχές;

Ειλικρινά δεν ξέρω, αλλά ελπίζω...

                Φωτεινή Γεωργαντάκη-Ψυχογιού

 

--- 

Νύχτα Αυγούστου

 

Λαμπάδιασαν

των αστεριών τα μισοφόρια!

Ασβεστωμένα τα κονάκια των Θεών

και στων ανθρώπων τις αυλές,

μεθά ο νους,

απ' το μεδούλι

των κεχριμπαρένιων σταφυλιών!

Κι όπως βαδίζ' η νύχτα νυσταγμένη,

στα δώματά της για να ξαποστάσει,

στάζουν ροδόσταμο τα χείλη της Ηούς

στις όχθες του μεγάλου Ωκεανού!

Την ώρα τούτη την Αγία που χαράζει

κι η Κτίση μέσ’ στο λυκαυγές,

τον Πλάστη της Ορίζει:

Μνήσθητί μου Αγάπη...

Κόψε δυο λουρίδες φεγγάρι

κι απίθωσέ τες στο λευκό μου

μαξιλάρι.

Να πιαστώ

Να μη σε χάσω...

Τι άλλος ένας Αύγουστος τελειώνει...

Μνήσθητί μου Αγάπη...

Κατερίνα Πήττα

 

---

 

Φύλακας πόνος…

Στις Καταστροφικές Πυρκαγιές

Και Στις Ματωμένες Ψυχές Του ΙΟΥΛΙΟΥ Του 2023.

 

Φύλακας πόνος πικροφόρεσε

τ΄ άγρυπνο νυχτοπάτημα του κόσμου

κι΄ η μνήμη του σα φτερωτή στα μάτια,

κρέμασε στον ώμο τον αιώνιο θύλακα.

Σκορπάει ο ουρανός τέφρα και στάχτη,

χρόνους κι’ αντίχρονους πάλι μοιράζει,

σα καλαμιά στης γης το μαυσωλείο

διστακτικά κυκλάμινα στα χείλη.

            Κώστας Καρούσος