της Λένας Φατούρου
Σήμερα το πρωί η Μυρτούλα ξύπνησε χαρούμενη. Σηκώθηκε σχεδόν χορεύοντας απ’το κρεβάτι και πήρε αγκαλιά το γούνινο αρκουδάκι της. Το έσφιξε ευτυχισμένη πάνω της καθώς του μιλούσε: «Μικρέ μου φίλε, σήμερα θα πάμε βόλτα στα μαγαζιά να ψωνίσουμε καινούργια ρούχα. Θα σε πάρω μαζί μου. Μου το έταξε η μαμά. Θα αγοράσουμε ζεστά ρουχαλάκια, ένα ζευγάρι παπούτσια λουστρίνια για μένα και μία αρκουδίτσα να κάνει παρέα σε σένα. Σύμφωνοι; Σε λίγο θα είμαι έτοιμη».
Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν και η χαρά της Μυρτώς ήταν απερίγραπτη. Δύο ημέρες πριν, είχαν αγοράσει ένα πελώριο δέντρο μαζί με τη μητέρα της και δεν έβλεπε την ώρα να πέσει στην αγκαλιά του ναυτικού μπαμπά της και να το στολίσουν παρέα. Έτρεξε στην κουζίνα να πιει το γάλα της. «Πρώτα πλένουμε το πρόσωπο μας,» της εξήγησε η μαμά της «κι έπειτα παίρνουμε πρωινό. Γρήγορα στο μπάνιο λοιπόν». Η Μυρτούλα υπάκουσε. Επέστρεψε ύστερα από λίγο σέρνοντας με τα πόδια της τις παντόφλες στο πάτωμα κάνοντας μια σχετική φασαρία. Κάθισε να απολαύσει επιτέλους το ζεστό γάλα με τα κορν φλέϊξ που την περίμεναν πάνω στο τραπέζι. Έτρωγε γρήγορα με λαιμαργία ρωτώντας στο μεταξύ με φωνή που πρόδιδε ανυπομονησία τη μητέρα της: «Πότε θα φύγουμε μανούλα;» «Α! Μην είσαι βιαστική Μυρτώ. Αν δεν τελειώσω κάποιες δουλειές που έχω, δεν πάμε πουθενά». Η Μυρτούλα κατέβασε στεναχωρημένη το κεφάλι κι ένα δάκρυ έτρεξε από τα πράσινα ματάκια της. Η μαμά της βλέποντας την έτσι, κατάλαβε… Την πλησίασε και την πήρε αγκαλιά. «Έλα εδώ μικρή μου να κουβεντιάσουμε λίγο» της είπε, δίνοντας της ένα τρυφερό φιλάκι. Η Μυρτούλα σκούπισε τα μάτια της, ρούφηξε με δύναμη τη μύτη της και περίμενε ν’ ακούσει.
«Κοίτα Μυρτούλα,» άρχισε να της εξηγεί η κυρία Μαριάνθη. «Δε μπορεί πάντα να γίνεται αυτό που θες, ακριβώς τη στιγμή που το ζητάς. Πρέπει να έχεις υπομονή και εμπιστοσύνη σε αυτά που λέω. Σου έταξα ποτέ κάτι, χωρίς να το πραγματοποιήσω;» «Όχι μανούλα». Απάντησε η Μυρτώ.
«Δε θέλω να θυμώνεις μωρό μου, ούτε να στεναχωριέσαι» συνεχίζει να της εξηγεί η μητέρα της. «Σκέψου, ότι υπάρχουν παιδάκια που οι γονείς τους δυσκολεύονται να τους προσφέρουν ακόμα και το φαγητό. Πόσο μάλλον, καινούργια ρούχα. Βλέπουν τις βιτρίνες στους δρόμους με τα Χριστουγεννιάτικα παιχνίδια και το προσωπάκι τους γίνεται λυπημένο, όπως της Όλγας που μένει δίπλα μας. Να ξέρεις, πως είσαι πολύ τυχερή γιατί εσένα δε σου λείπει τίποτα. Επομένως, δεν δικαιούσαι μικρή μου πριγκίπισσα να παραπονιέσαι. Κατάλαβες;»
Η εφτάχρονη Μυρτώ, συνέχισε να κοιτάζει τη μητέρα της προβληματισμένη? Η κυρία Μαριάνθη της χαμογέλασε, της έδωσε ακόμα ένα φιλί στα κατάξανθα μαλλάκια της και της πρότεινε να πάει στο δωμάτιο της ώσπου να την φωνάξει για την αναχώρηση τους στα καταστήματα. Η Μυρτούλα πήγε στο δωμάτιο σκεφτική, άνοιξε την ντουλάπα της και στάθηκε για μερικά λεπτά να κοιτάζει τα ρούχα. Έπειτα, χώθηκε ολόκληρη μέσα, άρχισε να ξεκρεμάει μία μία τις κρεμάστρες και τις πέταγε με φόρα στο κρεβάτι της. Ύστερα, άνοιξε τα συρτάρια της σιφονιέρας και έβγαλε έξω μπλούζες, παντελόνια και κολάν. Τα δοκίμασε όλα. Κάποια από αυτά, αγκάλιαζαν πολύ όμορφα το κορμάκι της μα κάποια άλλα, της ήταν λίγο στενά.
Τοποθέτησε και πάλι τις κρεμάστρες στη θέση τους και το ίδιο έκανε με τις μπλούζες, τα παντελόνια και τα κολάν. Ξαφνικά, ακούει τη φωνή της μητέρας της: «Είμαι έτοιμη Μυρτούλα, βγάλε και εσύ σε παρακαλώ τις πιζάμες σου, έρχομαι να διαλέξουμε τα ρούχα που θα φορέσεις».
Η Μυρτούλα άρχισε να γδύνεται πανικόβλητη. Εντωμεταξύ, στο κρεβατάκι της γινόταν πανικός. Δύο φορεματάκια, μία φουστίτσα, τέσσερις μπλούζες, ένα κολάν και δύο παντελόνια, έπρεπε να διπλωθούν και να μπουν σε μία τσάντα. Εκείνη τη στιγμή, ανοίγει με φόρα η πόρτα και εμφανίζεται φουριόζα, η κυρία Μαριάνθη. «Τι είναι όλα αυτά;» Ρωτάει την κόρη της. «Γιατί τα έβγαλες όλα σου τα ρούχα παιδί μου στο κρεβάτι; Μην είσαι παράξενη Μυρτούλα, κάτι ζεστό θα φορέσεις. Όχι φόρεμα, όχι φούστα. Χοντρό καλσόν και παντελόνι. Κάνει αρκετή παγωνιά εκεί έξω». «Δεν είναι για μένα μανούλα». Της απαντά με θάρρος αυτή τη φορά η Μυρτώ. «Μπα; Και για ποιον είναι;» «Για την Όλγα. Άσε με να της τα κάνω δώρο σε παρακαλώ μαμά, σε ικετεύω». Η κυρία Μαριάνθη έμεινε άφωνη. Με μάτια γεμάτα δάκρυα, χάιδεψε το προσωπάκι της αγαπημένης της κόρης, λέγοντας της: «Δε χρειάζεται να με ικετεύεις μωρό μου. Αν ήξερες πόσο περήφανη με κάνεις… αν ήξερες πόσο ευτυχισμένη είμαι αυτή τη στιγμή. Λοιπόν! Έχω μια ιδέα». «Τι ιδέα μανούλα;» «Θέλεις, να πάρουμε και την Όλγα μαζί μας στα καταστήματα;» Της Μυρτούλας τα ματάκια γούρλωσαν και το πρόσωπο της, άστραψε από χαρά.
«Ναι, ναι» ξεχύθηκε η φωνούλα της στο δωμάτιο. «Να της αγοράσουμε μία ωραία κούκλα λέω εγώ,» φώναξε ευτυχισμένη. «Μία ωραία κούκλα,» συνέχισε η κυρία Μαριάνθη «και ένα ζευγάρι μποτάκια να πηγαίνουν με το μπλε κολάν και τη ροζ μπλούζα». Η Μυρτώ έπεσε στην αγκαλιά τής μαμάς της και την έλουσε στα φιλιά.
Τα βήματα της μικρής Όλγας που είχε καταγωγή από Ουκρανία, ακούστηκαν πίσω από την πόρτα καθώς έτρεχε να ανοίξει. Ανήκε και αυτή σε μεταναστευτική οικογένεια, που έφτασε πριν μερικά χρόνια στην Ελλάδα αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Η Μυρτώ στεκόταν τώρα μπροστά της και αφού την καλημέρισε, της πρόσφερε τη μεγάλη τσάντα με τα ρούχα που είχε διαλέξει γι αυτήν από την γκαρνταρόμπα της. Στο μεταξύ ξωπίσω εμφανίστηκε και η κυρία Μαργαρίτα, η μαμά της Όλγας. Οι δύο μαμάδες χαιρετήθηκαν και η κυρία Μαριάνθη εξήγησε την πρόθεση που είχαν να πάρουν για μία βόλτα μαζί τους την κόρη της. «Θέλουμε να πάρουμε μαζί μας την Όλγα στα καταστήματα, αν μας το επιτρέπεται» είπε στη γειτόνισσα της. Και επίσης, η Μυρτούλα μου είχε την ιδέα να της χαρίσει μερικά από τα ρούχα της. Φαντάζομαι να μην σας προσβάλλει αυτή η χειρονομία».
Η κυρία Μαργαρίτα έκανε την κίνηση να φιλήσει τα χέρια της Μαριάνθης, αυτή όμως τραβήχτηκε και τη μάλωσε γλυκά. «Δε θέλω τέτοια πράγματα» της είπε. «Άνθρωποι είμαστε και ανθρώπινα φερόμαστε. Επί τη ευκαιρία μπορώ να σας ζητήσω, αύριο να έρθετε σπίτι να με βοηθήσετε σε κάποιες δουλειές αν δεν υπάρχει πρόβλημα;» Ρώτησε η Μαριάνθη θέλοντας με αυτόν τον τρόπο, να βοηθήσει και οικονομικά τη δύστυχη γυναίκα. «Ευχαριστώ, ευχαριστώ για όλα» αποκρίθηκε η Μαργαρίτα «και βέβαια θα έρθω».
Τα δύο κοριτσάκια, έκαναν σαν τρελά σε κάθε βιτρίνα που χάζευαν. Η μικρή Όλγα ευτυχισμένη, κρατούσε στα χεράκια της τις τσάντες με τα δώρα τόσο σφικτά, θαρρείς και κάποιος θα τις έπαιρνε και θα τις έχανε για πάντα. Μετά από ώρες κουράστηκαν πια. Κάθισαν σε μία καφετέρια και παρήγγειλαν ζεστές σοκολάτες. Η Όλγα κοίταζε με λατρεία την μοναδική αληθινή της φίλη, όταν σε μια στιγμή ακούγεται η φωνούλα της - με αυτόν τον αγνό τρόπο της ανιδιοτέλειας και της αγνότητας- κοιτάζοντας τη Μυρτώ να λέει: «Σ‘ αγαπώ πολύ Μυρτώ. Θέλω να μείνουμε φίλες για πάντα!» Αγκαλιάστηκαν με τόση αγάπη κι αφοσίωση η μία προς την άλλη, αφήνοντας για μία ακόμη φορά την κυρία Μαριάνθη άφωνη.
Έτσι, η Όλγα είχε την αγαπημένη της φίλη που την σκεφτόταν και την αγαπούσε, η κυρία Μαργαρίτα απόκτησε μία κυρά αλλά και φίλη που τη βοηθούσε να ορθοποδήσει οικονομικά, η Μυρτούλα ζούσε και μοιραζόταν την ευτυχία της Όλγας, ενώ η Θρησκευόμενη Μαριάνθη με γαληνεμένη ψυχή, ένιωθε πιο κοντά στον Χριστό αφού μία από τις διδαχές του έκανε πραγματικότητα ετούτες τις Άγιες μέρες, όχι μόνο η ίδια αλλά και η μικρή της κόρη, που της ζήτησε να της ερμηνεύσει τι σημαίνουν τα λόγια: «ΒΟΗΘΑ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ ΣΟΥ ΩΣ ΣΕΑΥΤΟΝ».
Παραμονή Χριστουγέννων στον εσπερινό, οι δύο μικρές φίλες πιασμένες χέρι χέρι, παρακολουθούσαν τη Θεία Λειτουργία στην Εκκλησία της ενορίας τους. Στην πλευρά των ανδρών ο κύριος Κωστής,--μπαμπάς της Μυρτώς--- και ο κύριος Τόνυ,--μπαμπάς της όλγας,---- έψελναν χαμηλόφωνα ενώ οι δύο μαμάδες πιο πίσω, καμάρωναν τις όμορφες φορεσιές τα καλοχτενισμένα μαλλάκια των κοριτσιών τους μα πιο πολύ, καμάρωναν την αγνή αγάπη που είχαν μεταξύ τους οι Νεραϊδούλες τους. Κοιτάχτηκαν με νόημα και αφού χαμογέλασε η μία στην άλλη, προσηλώθηκαν και πάλι στην προσευχή τους. Ανήμερα της 25ης Δεκεμβρίου, το μεσημεριανό γιορτινό τραπέζι της φτωχής οικογένειας από την Ουκρανία, μπορεί να μην είχε τα εδέσματα του διπλανού σπιτιού που ζούσαν οι φίλοι τους, είχε όμως ένα ζεστό φαγητό χάριν στην βοήθεια του Θεού και αυτών των καλών ανθρώπων που τους χτύπησαν την πόρτα και άνοιξαν τις αγκαλιές τους, προσφέροντας απλόχερα την ομορφιά της ψυχής τους.
Τα χρόνια πέρασαν, οι δύο φίλες μεγάλωσαν, σπούδασαν, ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν έγιναν και αυτές μητέρες, αλλά η φιλία τους έμεινε άφθαρτη στο χρόνο όπως μία πλάκα χρυσού. Πολλά Χριστούγεννα πέρασαν παρέα με τις οικογένειές τους και με τους γερασμένους πια γονείς τους που συνέχισαν να καμαρώνουν αυτή την φιλία και τη δυνατή τους αγάπη. Πολλές φορές θυμούνται οι δύο μαμάδες, τον τρόπο που ξεκίνησε τη διαδρομή της αυτή η γνωριμία ανάμεσα στα κοριτσάκια τους. Πόση αγνότητα είχε… Να! τόση αγνότητα, όση είχαν τώρα τα εγγόνια, που κράταγαν στην αγκαλιά τους. Λ. Φ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου