«ΜΠΟΥΟΝ ΝΑΤΑΛΕ»
του Μιχάλη Χαλά
Η διαταγή του
Ιταλού «κομαντάτε» μας περιοχής, ήταν ξεκάθαρη. Η Χριστουγεννιάτικη λειτουργία
θα γινότανε μέρα, πράγμα ασυνήθιστο για το χωριό.
Το ζήτημα
συζητήθηκε από τους χωριανούς και οι περισσότεροι μαζί με τον εφημέριο και τους
ψάλτες αποφασίσανε να κάνουν το δικό τους. Περισσότερο απ’ όλους εναντιωθήκανε
στη διαταγή, εκείνοι, που πριν από λίγους μήνες, κυνηγούσανε τους Ιταλούς πάνω
στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας και τους βλέπανε ακόμη να τρέχουν, σα λαγοί,
όταν ακούγανε, αυτή τη γεμάτη Ελληνική λεβεντιά βροντολαλιά μας, «αέρααα»!
«Παππά, εσύ θα
χτυπήσεις την καμπάνα κανονικά, στην ώρα σου, όπως κάθε Χριστούγεννα και άσε αυτούςς
να λένε. Ποιος τους λογαριάζει!» Αυτή ήτανε η απόφαση του χωριού. Η αλήθεια
είναι πως όλοι μας, μικροί μεγάλοι, νοιώθαμε σχεδόν ελεύθεροι, έτσι που το
χωριουδάκι μας το προστάτευαν γύρω-γύρω οι ψηλές βουνοκορφές της Κουβάρας, του
Προφήτη Ηλία και της Τσούκας του Ντούρου στα βορεινά. Ύστερα ήτανε και δυο
ώρες σχεδόν, ποδαρόδρομος από την έδρα
του «κομαντάτε» στο Μπατσί, και αυτό δεν
βοηθούσε τους κατακτητές να πολυσυχνάζουν στο χωριό μας. Πριν ακόμα χαράξει, ο
καλοκάγαθος εφημέριος χτύπησε τη μεγάλη καμπάνα της Βαγγελίστρας και η
γλυκόλαλη φωνή της ξεχύθηκε σε κάθε γωνιά της χαράδρας. Αντιλάλησε η ρεματιά
και το χαρμόσυνο μήνυμα της γέννησης του Θεανθρώπου έφτασε σε όλα τα σπιτικά της
μικρής ενορίας. Τα λαδοφάναρα ξεκίνησαν απ’ όλα τα σπίτια και άρχισαν να
πλησιάζουν την πλαγιά της εκκλησίας, μέσα στην άγια νύχτα.
Σε λίγο, γέροι,
γριές –ακουμπισμένοι στις μαγκούρες τους και τα ραβδιά τους, νιοι, νιές και παιδιά
φτάνανε παρέες-παρέες, στη μεγάλη αυλή της εκκλησιάς, σβήνανε τα φαναράκια και
σταυροκοπιόντουσαν μια και δυο φορές, οι γέροι βάζανε τις τραγιάσκες τους κάτω
από τις μασχάλες τους και όλοι ευλαβικά προχωρούσανε μέσα στο σύθαμπο, όπου ο
επίτροπος είχε προφτάσει ν’ ανάψει τα λαδοκάντηλα, μπροστά στις εικόνες.
Αργά κι αθόρυβα,
έπαιρναν κεριά από το παγκάρι, εκτός εκείνων που έφερναν τα σπιτικά μας, τα
στριφτά, καμωμένα από ολοκάθαρο κερί, τ’ άναβαν στο μανουάλι, κοντά στο
προσκυνητάρι και γεμάτοι σεβασμό και ευλάβεια προσκυνούσαν το Θείο Βρέφος, μέσα
στη φάτνη και τη Μάνα Του, την Παναγιά, που στέκονταν πάνω Του, και Το χάιδευε, με την εκστασιασμένη
ματιά Της.
Πρώτη φορά σε
Χριστουγεννιάτικη λειτουργία, η εκκλησία γέμισε από τόσον κόσμο. Καινούριες
μορφές παρουσιάστηκαν ανάμεσα στα σκαμμένα
από τ’ αγριοκαίρια και τους ιδρώτες πρόσωπα των ξωμάχων και τις απλοϊκές
νοικοκυρές, με τις μαντήλες και τους πλεχτούς μποξάδες, ριγμένους στις
ωμοπλάτες μας.
Ήτανε η πρώτη
χρονιά της κατοχής, που ο φόβος και η πείνα έδιωξαν από την Αθήνα τα
γυναικόπαιδα και σαν τρομαγμένα πουλιά μέσα στη θύελλα, τρέξανε να κουρνιάσουν στις
ζεστές αγκαλιές των γονιών τους, των γιαγιάδων και των παππούδων τους.
Στο αχνοφέγγισμα
από τα αναμμένα κεριά και τα θαμπά λαδοκάντηλα, όλα μέσα στην εκκλησιά θυμίζανε
βιβλικές μορφές και εικόνες γεμάτες βαθιά θρησκευτικότητα.
Είχε γεμίσει πια
η εκκλησία όταν φωτίστηκε το ιερό και ακούστηκε το «Δόξα τη αγία και ομοουσίω
και ζωοποιώ και αδιαιρέτω Τριάδι πάντοτε…» από τη γλυκιά φωνή του ταπεινού
λειτουργού.
Η αγαπημένη
δασκάλα του Ρεματιανού σχολείου, άρχισε να διαβάζει ευλαβικά, όπως το συνήθιζε,
από το ψαλτήρι τον εξάψαλμο.
«Κύριε τα χείλη
μου ανοίξεις… « και πιο κάτω «Κύριε μη τω θυμώ σου ελέγξεις με…», για να
συνεχίσει, μέσα σε μια πρωτόφαντη κατανυκτική ατμόσφαιρα, με το «Ο Θεός, ο Θεός
μου προς σε ορθρίζω….» και το «Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου…». Οι ψαλμοί,
οι αίνοι, οι καταβασίες, ψέλνονται μελωδικά, συντροφικά, από τους απλούς
ψάλτες, που στέκονται γύρω από το ψαλτήρι και η νύχτα γίνεται μυσταγωγική,
γεμάτη μυστήριο, άγια! Ο επίτροπος, πανταχού παρών μέσα στην εκκλησιά, που
ήξερε όλη τη τάξη της Λειτουργίας, σαν πλησίαζε η ώρα της Δοξολογίας, στέριωσε
στην άκρη του καλαμιού του ένα αναμμένο κερί και φτάνοντας έτσι ψηλά, άναψε όλα
τα κεριά του απέριττου πολυέλαιου, στη μέση της εκκλησιάς και τις μεγάλες
ξυλολαμπάδες στα τέσσερα καλογυαλισμένα μπρούτζινα μανουάλια. Όλα γύρω
φωτίστηκαν, έγινα πιο λαμπερά, πιο όμορφα! Οι ψάλτες, με πρώτο τον αξέχαστο γιο
του παπά τον Γιώργο, με τη βροντώδη γλυκιά φωνή, τεχνίτη της βυζαντινής ψαλτικής,
άρχισαν να ψέλνουν πανηγυρικά το: «Δόξα σοι τω δείξαντι το φως, δόξα εν
Υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη…». Ο επίτροπος χτύπησε την τρίτη καμπάνα και
μπαίνοντας μέσα πήρε πάλι το καλάμι στο δεξί του χέρι, ακούμπησε με την άκρη
του στο κάτω μέρος τον πολυέλαιο και μ’ ένα ελαφρό σπρώξιμο τον έκανε, έτσι
φωτισμένος που ήτανε, με την κίνηση που του έδωσε να μοιάζει σαν ένα κομμάτι
του ουρανού ολόγιομο από λαμπερά αστέρια! Η λειτουργία προχώρησε μέσα στην ίδια
κατανυκτική ατμόσφαιρα και σαν ακούστηκε το «μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης
προσέλθετε», οι περισσότεροι από τους προσκυνητές, ο ένας πίσω από τον άλλο,
πλησιάζανε τον λειτουργό για να
μεταλάβουν από το Χριστουγεννιάτικό Άγιο Ποτήριο, το Αίμα και το Σώμα Εκείνου.
Την ίδια ώρα δυο Ιταλοί στρατιώτες,
απρόσμενα, μπαίνανε σχεδόν αθέατοι μέσα στην εκκλησία. Άφησαν τα όπλα τους
κοντά στο παγκάρι, έβγαλαν τα δίκοχά τους, σταυροκοπήθηκαν αλλιώτικα από εμάς
και προσκύνησαν τη Μαντόνα μας και το νεογέννητό Της.
Η λειτουργία
τέλειωσε, και το φως της ημέρας είχε διώξει πια τα σκοτάδια και από την
τελευταία γωνιά της χαράδρας. Ο κόσμος μαζί με τους ψάλτες, τον Παππά και τους
Ιταλούς στρατιώτες, βγήκανε στην αυλή της εκκλησιάς και μέσα σε μια ατμόσφαιρα
πλημμυρισμένη από αγάπη, άρχισε να χαιρετά ο ένας τον άλλο, να εύχονται «Καλά
Χριστούγεννα» και καλή Λευτεριά! «Μπουόν Νατάλε», έλεγαν και ξανάλεγαν οι
Ιταλοί, που δεν μπορούσανε να κρύψουνε τη μεγάλη χαρά τους και τη συγκίνηση που
νοιώθανε, σα βρέθηκαν ανάμεσα σε τόσους αγνούς προσκυνητές, σ’ έναν λαό που τους
θύμιζε, σίγουρα, τους δικούς τους ανθρώπους, σε κάποιο χωριό της Ιταλίας. «Ούνα
φάτσα, ούνα ράτσα».
Ποιος ξέρει
ποιες μανάδες, ποιες γυναίκες και παιδιά, χρόνια τώρα, τους περιμένανε να
γιορτάσουν όλοι μαζί τη γέννηση Εκείνου, που δίδαξε μόνο την αγάπη μεταξύ των
ανθρώπων, την ειρήνη και την ισότητα. Φάγανε στο σπίτι του γέρο ψάλτη του
χωριού, ήπιανε γλυκό Τενιώτικο κρασί και σαν ξεχάσανε πως είχανε φτάσει στο
χωριό με αποστολή να βεβαιωθούν αν εφαρμόστηκε η διαταγή του «κομαντάτε»,
γεμάτοι νοσταλγία και δάκρυα στα μάτια, τραγουδήσανε το αγαπημένο τραγούδι του
κάθε στρατιώτη, που βρίσκεται μακριά από τους δικούς του, απ’ την γλυκιά του
μάνα και μάλιστα τέτοιες άγιες μέρες.
«Μάμα σόνο
τάνατο φελίτσε, περκέ ριτόρνο ντα τε». (Μάνα μου είμαι πολύ ευτυχισμένος γιατί
θα γυρίσω κοντά σου)
Μπουόν Νατάλε –
Καλά Χριστούγεννα Μ. Χ.