Συγγραφέας: Νίκος Μίχαλος
Εστιατόριο «ΜΑΣΣΑΛΙΑ»
Καραγκιόζης: (Μονολογεί) Τι ωραία που περνάνε όλοι, εδώ στη Μασσαλία. Φαγητά έχουνε φίνα κι αν μπορέσω να μπω μέσα, θα ρημάξω την κουζίνα. (Μπαίνει μέσα στο εστιατόριο)
Γκαρσόν: Μπονσουάρ μεσιέ Καραγκιοζέ, πέρασε, ασέ γιε βού.
Καραγκιόζης: Άσε τα ρεζερβουάρ, άσε και τα σε ντε βου, φέρε γρήγορα μενού.
Γκαρσόν: Βου παρλέ φρανσέ μεσιέ;
Καραγκιόζης: Δεν παρλάρω γαλλικά, πάρλα εσύ ελληνικά. Φέρε μου καλό μεζέ κι ένα πιάτο φασολέ.
Γκαρσόν: Φασολέ απαγορέ, ξέρετε γιατί μεσιέ.
Καραγκιόζης: Τότε φέρε το μεζέ.
Γκαρσόν: Έχουμε κοτοπουλέ, βουλέ βού κοτοπουλέ;
Καραγκιόζης: Ναι, αλλά ψητέ σουβλέ.
Γκαρσόν: Βουλέ βου μακαρονέ;
Καραγκιόζης: Άμα έχουν τρύπες ναι, και να είναι φρικασέ.
Γκαρσόν: Πάω κι έρχομαι μεσιέ. (Σε λίγο) Βουαλά κοτοπουλέ, βουαλά μακαρονέ.
Καραγκιόζης: Άστα και αλέ, αλέ.
Γκαρσόν: Βουλέ βού καφέ απρέ;
Καραγκιόζης: Άσε πρώτα μασουλέ και μετά φέρνεις καφέ.
Γκαρσόν: Πώς πληρώνετε μεσιέ, μετρητοίς ή αλά καρτ;
Καραγκιόζης: Θα σκεφθώ και θα σου πω. Φέρε πρώτα το κρασί, πιάσε μου ένα μπορντώ, σε μεγάλο μπουκαλέ.
Γκαρσόν: Πάω και θα ξαναρθώ, μ’ ένα κόκκινο μπορντώ.
Καραγκιόζης: Πριν να φύγεις όμως, πες μου, πού είναι η τουαλέ;
Γκαρσόν: Όπως βγαίνετε α γκός (δηλαδή αριστερά).
Καραγκιόζης: Ό,τι πρέπει για να στρίψω, να λακίσω σαν λαγός!
Γκαρσόν: (Σε λίγο) Βουαλά κρασί μπορντώ, βουαλά λογαρια-σμός. Πώς θα πληρωθούν μεσιέ, μετρητοίς ή αλά καρτ;
Καραγκιόζης: Γράψτα όλα βερεσέ. Έτσι κάνω όπου πάω.
Γκαρσόν: Ω, μεσιέ είναι ντροπή.
Καραγκιόζης: Τότε κράτα τη μισή και την άλλη τη μισή, τύλιξέ τη σε χαρτί.
Γκαρσόν: Σας παρακαλώ μεσιέ, αν τα γράψω βερεσέ, χάνεις δώρο σαμπανέ. Αν πληρώσεις μετρητοίς, παίρνεις δώρο και κρασί, για να ξαναρθείς ισί, στο δικό μας μαγαζί.
Καραγκιόζης: Αν με ξαναδείς εσύ, κάποιο θάμα θα γενεί.
Γκαρσόν: Περιμένω στη γωνιά, να μου δώσεις τα λεφτά. Βερεσέ όμως δεν έχει κι αν δεν έχεις να πληρώσεις θα’ρθω με τ’ αφεντικό, να σε κάνει μπλε μαρέν.
Καραγκιόζης: Ωχ μανούλα μου, τί θα κάνω τώρα, για να γλιτώσω το ξύλο, πρέπει κάνει να σκεφτώ, για να στρίψω όπως λένε γαλλικά, το γκαρσόνι με κοιτάζει, πώς θα εξαφανιστώ;
Γκαρσόν: Τελειώνετε μεσιέ, έχουμε κι άλλη δουλειά.
Καραγκιόζης: (Σε λίγο φωνάζει) Γκαρσονέ, ε γκαρσονέ, έσπασε ένα κουμπί από το παντελονί. Θα μου πέσει το βρακί, φέρε γρήγορα κλωστή, για να ράψω το κουμπί και μετά θα πληρωθείς.
Γκαρσόν: Αταντέ, υπομονή, θα γυρίσω στο λεπτό.
Καραγκιόζης: Ό,τι πρέπει για να στρίψω και να εξαφανιστώ, μέσα από την τουαλέτα, όπως βγαίνουμε α γκος. Γεια χαρά σου γκαρσονέ, μωρέ χόρτασα μεζέ, πάω τώρα για Ελλάδα, την εβόλεψα στο τζάμπα, αλλά όταν θα ξαναρθώ ή με σμόκιν ή με φράκο, θα τους πω είμαι ο Δούκας Καραγκιόζ ντε λα Μπερντέ. Και στο τέλος θα τους πω, στείλτε το λογαριασμό, στο Maison ντε λα Παράγκα, αριθμός 00.
Αγλαΐα: Ε, Καραγκιόζη, ξύπνα! Τι έπαθες πάλι και λες στον ύπνο σου κοτοπουλέ, μακαρονέ, σαμπανέ και άλλα τέτοια;
Καραγκιόζης: Τι να κάνω ρε γυναίκα, τώρα πια φαί έχει μόνο στον ύπνο. Ήμουνα λέει στη Γαλλία, στην ωραία Μασσαλία, έτρωγα και έπινα μεζεδάκια και κρασί, αλλά με ξύπνησες εσύ κι έχασα και τη σαμπάνια, δώρο από το μαγαζί. Τώρα πάλι φασολάδα, στην ωραία μας Ελλάδα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου