Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2020
Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2020
ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ 11ου ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ Ε.Π.Ο.Κ. (2020)
Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων
Contents:ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ 11ου ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ Ε.Π.Ο.Κ. (2020)
Sep 03, 2020 01:10 pm
Ο Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων Ελλάδος (Ε.Π.ΟΚ.), προκηρύσσει τον 11ο Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό, για το έτος 2020 – 2021 στα ακόλουθα τέσσερα είδη του λόγου:
- Ποίηση - Μουσικός στίχος – Σατυρική Ποίηση
- Θεατρικό έργο
- Παιδικό παραμύθι ή παιδική ιστορία
- Μυθιστόρημα
- Δοκίμιο
To 2021 έχει οριστεί πανηγυρικό έτος για τη συμπλήρωση των 200 χρόνων από την ελληνική Επανάσταση του 1821. Για τον λόγο αυτό και το θέμα του διαγωνισμού είναι οι αγώνες του Γένους σε ξηρά και θάλασσα για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, οι Ήρωες του 1821 και ό,τι άλλο έχει συνάφεια με το θέμα αυτό. Σας θυμίζουμε πως ο Ε.Π.Ο.Κ. συμμετέχει ενεργά στις διεργασίες της Επιτροπής 1821 με προτάσεις που έχουν ήδη κατατεθεί στην Επιτροπή για αξιολόγηση.
ΟΡΟΙ ΤΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ:
Δικαίωμα συμμετοχής στον εν λόγω διαγωνισμό, έχουν όλοι οι ελληνόφωνοι, εντός και εκτός Ελλάδας, άνω των 17 ετών. Οι διαγωνιζόμενοι μπορούν να συμμετάσχουν με ένα έργο ή με δύο εργα από δύο διαφορετικά είδη αλλά όχι με δύο έργα από το ίδιο είδος και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να συμμετάσχουν με πάνω από δύο έργα. Τα έργα πρέπει να είναι αδημοσίευτα και δακτυλογραφημένα.
Τελευταία ημερομηνία αποστολής των έργων ορίζεται η 31η Ιανουαρίου 2021 (σφραγίδα ταχυδρομείου).
Οι διαγωνιζόμενοι θα πρέπει να εσωκλείσουν σε μεγάλο φάκελο το έργο τους καθώς και ένα μικρότερο κλειστό φάκελο όπου μέσα θα αναγράφουν τα προσωπικά τους στοιχεία (Ονοματεπώνυμο, Διεύθυνση Κατοικίας, Ταχ. Κώδικας, Τηλέφωνο (σταθερό και κινητό), E-mail, τίτλο έργου και ψευδώνυμο).
ΠΡΟΣΟΧΗ: Στον εξωτερικό φάκελο θα πρέπει να αναγράφεται η ένδειξη ότι η αλληλογραφία αφορά τον διαγωνισμό, π.χ. «Για τον 11ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό» όπως και το είδος στο οποίο διαγωνίζεστε, π.χ. Για τον διαγωνισμό Ποίησης ή Μουσικού Στίχου ή Θεατρικού κλπ.
Σε περίπτωση που ένας διαγωνιζόμενος λάβει μέρος σε περισσότερα από ένα είδος (π.χ. ένα ποίημα και ένα μυθιστόρημα), θα πρέπει να βάλει το κάθε έργο σε ξεχωριστούς φακέλους που ο καθένας τους θα περιέχει ξεχωριστό κλειστό μικρό φάκελο προσωπικών στοιχείων, αναγράφοντας απ’ έξω τις σχετικές ενδείξεις και να τοποθετήσει τους μεγάλους φακέλους μέσα σε έναν μεγαλύτερο, στον οποίο θα αναγράφεται η ένδειξη «Για τον 11ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό».
Το ποίημα θα πρέπει να μην υπερβαίνει τους 30 στίχους, το θεατρικό τις 100 σελίδες, το παραμύθι τις 6 σελίδες, το μυθιστόρημα τις 90 σελίδες, το Δοκίμιο τις 15 σελίδες. Κάθε έργο θα πρέπει να σταλεί σε τρία δακτυλογραφημένα αντίτυπα με ψευδώνυμο επάνω δεξιά. Το μέγεθος των χαρακτήρων θα πρέπει είναι 12 σε γραμματοσειρά Arial. Οποιοδήποτε μεγάλο σημάδι, φωτογραφία, σχέδιο ή στίγμα πάνω στο διαγωνιζόμενο κείμενο, θα το καθιστά άκυρο από τη διαδικασία. Η μη τήρηση των παραπάνω όρων συνεπάγεται αποκλεισμό των διαγωνιζομένων. Έργα που η θεματολογία τους δεν θα έχει συνάφεια με το κύριο θέμα του διαγωνισμού θα εξαιρούνται.
Η αποστολή των έργων θα πρέπει να γίνει ταχυδρομικά με ΑΠΛΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ (ΟΧΙ ΣΥΣΤΗΜΕΝΟ)στην κατωτέρω διεύθυνση:
Ε.Π.Ο.Κ. (Υπόψη Προέδρου κ. Ηρακλή Ζαχαριάδη)
Μικράς Ασίας 55 - 115 27 - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Τα ονόματα των διακριθέντων, καθώς και η ημερομηνία και ο τρόπος της απονομής των βραβείων θα ανακοινωθούν στην ιστοσελίδα του Ε.Π.Ο.Κ., www.epok.gr
Απαραίτητη προϋπόθεση για να συμπεριλάβουμε το έργο σας για αξιολόγηση είναι να έχετε εγγραφεί στη λίστα ενημερώσεων (newsletter) του συλλόγου μας πατώντας ΕΔΩ αν δεν το έχετε κάνει ήδη έτσι ώστε να διευκολύνετε την επικοινωνία μας μαζί σας.
Η μη τήρηση των παραπάνω όρων συνεπάγεται αποκλεισμό των διαγωνιζομένων. Επειδή στα μη βραβευθέντα έργα δεν αποκαλύπτονται τα προσωπικά στοιχεία των διαγωνιζομένων, δεν υπάρχει η δυνατότητα πληροφοριών για την επίδοσή τους, καθώς και δεν δίδονται πληροφορίες αναφορικά με τη βαθμολογία τους. Τα αποσταλέντα έργα δεν επιστρέφονται, ενώ ο κάθε διαγωνιζόμενος θα μπορεί να ζητήσει τη διαγραφή των προσωπικών του στοιχείων και του έργου του. Ανεξαρτήτως του αν θα βραβευθούν, τα έργα που θα μας αποσταλλούν δεν επιστρέφονται. Όλα τα προσωπικά στοιχεία των διαγωνιζομένων που λάβουμε θα χρησιμοποιηθούν και ενδέχεται να κοινοποιηθούν σε τρίτους για θέματα σχετικά με το διαγωνισμό. Με την αποστολή της συμμετοχής σας συμφωνείτε με τους όρους του διαγωνισμού.
Πληροφορίες για τον διαγωνισμό:
- Ηρακλής Ζαχαριάδης, Πρόεδρος ΕΠΟΚ (693 7554184)
- Στο email kypriakosellinismos@yahoo.gr
- Στην ιστοσελίδα www.epok.gr
Σάββατο 18 Ιουλίου 2020
Τ´ Αϊ-Γιαννιού του Ριγανά !
γράφει η Κατερίνα Κουτσούνα
Οι νοικοκυρές αχάραγα ,συχνά με τη
συντροφιά των παιδιών που το βρίσκαν μεγάλη διασκέδαση και μπρου ακόμα βαρέσει
η πρώτη καμπάνα που με τον ήχο της ο παπά Γιώρης καλούσε τους πιστούς στη
λειτουργία της γιορτής, ξεχύνονταν στα πέριξ, όπου γνώριζαν ότι υπήρχαν
ριγανότοποι και δεν ήσαν λίγοι ετούτοι , απ´ όξω από την πόρτα τους μέχρι
απάνου τα βουνά και τα χωράφια , στους Καλούς, στον Κόλυμπο, στο Μεγαβούνι,
στον Ταξιάρχη ! Η Μοφκίτσα μοσκοβολάει ρίγανη από γεννησιμιού της ! Η σπιρτάδα
της ακόμα βαράει τη μύτη μου κι ας έχουν περάσει τόσοι χρόνοι που έχω να τρέξω
τέτοια μέρα στα βουνά, γιατί εκείνη είναι η πιο καθάρια κι η πιο σπιρτόζα, η πιο
θανατερή σε γεύση και γιατράδα .....
Πότε με τη νόνα, πότε με τη μάνα, πότε
κι ούλες αντάμα, ετούτο το γιουρούσι δεν ξεχνιέται από τα παιδιά, πηγαίναμε,
όχι δα, εξορμούσαμε για τη συλλογή της ρίγανης, γιατί έτσι το ήθελε το έθιμο,
αφού τώρα η ρίγανη είναι στις δόξες του ανθίσματός της, στις δόξες των
πολύτιμων συστατικών της. Να πιάσουμε ρίγανη, να νιώσουμε ζωή!
Δεν ξέρω αν ήταν η απληστία για το
ποιος θα μάζευε την περσότερη και γιατί τούτο ποτέ μου δεν κατάλαβα, αφού όποια
ώρα τη χρειάζονταν, έτσι έκαμναν δυο βήματα πιο έξω από το σπίτι τους και την
είχαν, φρέσκια ή ξερή, ξέρω όμως πως η χαρά ετούτης της απληστίας είναι ακόμα
χαραγμένη μέσα μου ,βαθιά μου ,με χαρακιές ανεξίτηλες, με δυο ρουθούνια τόσα δα
να ρουθουνίζουν τη μυρουδιά της σαν άλογα που φρουμάζουν όταν βρίσκονται σε
οίστρο, με μια αγκαλιά γιομάτη θησαύρισμα μεθυστικό ,στ´ αλήθεια μεθυστικό,
γιατί αν σ´εύρισκε ο ήλιος να μαζεύεις η σπιρτάδα της θα σ´έριχνε στα σίγουρα
χάμω, με ένα κέφι που δε θύμιζε στιγμή τις αντίξοες συνθήκες διαβίωσης του
χωριού, με μια λαχτάρα από ´κείνες που μοναχά τα μικρά παιδιά έχουν όταν κόβουν
λουλούδια, με μια ιστορία που καταγράφεται μόνιμα στην ψυχή σου, σαν ένα δώρο
θεϊκό και είναι τ´ ορκίζομαι και είναι το νιώθω!
Τα ψιλολουλουδάκια της ,που μερικά
βιάστηκαν κι έδεσαν σποράκια κιόλανε, αέρινα και προκλητικά αδημονούσανε
θαρρείς πότε θα πέφτανε στην αγκαλιά των κοριτσιών για να σμίξουν με της
παρθενίας τους την αθωότητα, για να νοστιμεύουν τα ψητά και βραστά τους, για να
γίνουν ρόφημα γιατρευτικό, για ν´ ακουμπήσουν απάνου στο πονεμένο δόντι να
διώξουν ή να καταλαγιάσουν τον πονόδοντο, για να διώξουν το κακό από το σπίτι,
για να χαρίσουν ενίοτε ομορφάδα ακόμα και στα βάζα.
-Τι τα θέλουτε ζάβαλε τα βοτάνια στα
βάζα ; Όξω δεν τα χαιρόσαστε πιότερο , έλεγε συχνά η νόνα . Μπας κι είχε άδικο;
Οι βουλές του ανθρώπου όμως πάνε κατά τα γούστα του.
-Ν´ αφήνουτε και καμπόση για σπόρο,
ορμήνευε η μάνα .Να ´χουμε και για του χρόνου. Δεν τα ,,ξεμπουντουλώνουμε,, τα
βοτάνια . Ούτε τα ξεριζώνουμε!
Και το κάναμε έτσι ,όπως μας ορμήνευε
ή όπως μας διάταζε αν δεν υπακούαμε με την πρώτη. Η πρόνοιά της και η πρόνοια
της φύσης ,που εφοδίασε το φυτό με παχύ ριζικό σύστημα ήταν ικανό να χορτάσει
και την απληστία μας στη συλλογή και να πετάξει φρέσκια ρίγανη του χρόνου.
Ήρθαν καιροί που η εμπορικότητα της ρίγανης εκτοξεύτηκε στα ύψη ,εκεί
γύρω στο 1960-´70 , που οι ειδικοί της εμπορικής βιομηχανίας ξεγελούσαν με
φτωχό αντίτιμο τους κατοίκους και τους υποχρέωναν να μαζεύουν ρίγανη εμπορεύσιμη.
Τότε ξεχύνονταν κι από άλλα μέρη συλλέκτες που δε σέβονταν τους κανόνες και
ξερίζωσαν το φυτό με αποτέλεσμα να μην υπάρχει όση ρίγανη παρήγαγε ο τόπος.
Ήρθαν και οι πυρκαγιές και για μεγάλο χρονικό διάστημα η μοσκοβολιά ετούτης της
σπιρταδένιας ριγανοσυλλογής είχε εκλείψει .
Ήτανε σα θάνατος ετούτο! Ήτανε σα θλίψη, όχι σα θλίψη,
ήτανε θλίψη ! Έβγαινες και δε συνάνταγες εύκολα ριγανόξυλο ούτε ξερό ,όχι
ανθισμένο ! Και τώρα που είπα ριγανόξυλο....
Με δαύτο τρουπάγανε το ψωμί μπρου
πέσει στο φούρνο, με δαύτο σκαλίζανε το πονεμένο δόντι, με δαύτο ορίσανε για
πρώτη βολά την οδοντογλυφίδα.
Δεν ξεχνώ τότε που τα σπίτια γίνανε
αποθήκες ρίγανης . Ούτε τη μάνα μου ξεχνώ που τα κουβάλαγε στον ώμο της τίγκα
στο γιόμο, ούτε τη λιγοψυχιά της από τη σπιρτάδα ξεχνώ . Ήτανε τιμωρία ετούτη
του φυτού για την απληστία της υπέρμετρης συλλογής; Η άμυνα ήταν του φυτού, η
άμυνα ! Η μάνα μου όμως έπεφτε λιπόθυμη καθώς την έπιανε η ζέστη στην επιστροφή
της από τα χωράφια κι από τα βουνά κι ακούμπαγε πεταχτά τα τσουβάλια στο πάτωμα
και τ´ άνοιγε αμέσως , να μην ανάψουν,, . Ένα θυμάμαι ακόμα. Κανείς μας δεν
αρρώστησε εκείνους τους χειμώνες! Η ευεργετική σπιρτάδα σήκωσε τη σημαία της
υγείας ψηλά κι έγραψε στον αστερισμό ,,του καθενού, μας πολύχρονη ευκή.
Ήτανε κι ο Άγιος που τη βλόγαγε τη
ρίγανη να πληθαίνει, ήτανε ο ίδιος που βλόγαγε και τους κατοίκους να ’ναι καλά
και να μαζεύουνε κάθε χρόνο στη γιορτή του ρίγανη.
Βάνανε που λέτε τα πρόβατα, στο στάλο, μιας κι οι ζέστες του καλοκαιριού
έσφιγγαν καθώς τράβαγε στο τέλος του ο Γιούνης και όταν η ρίγανη ξεραινότανε
στον ίσκιο για να κρατεί το χρώμα της, τη μαυρισμένη δεν την έπαιρναν οι
εμπόροι και πήγαινε στράφι ο κόπος τους ,στράφι κι η ρίγανη, αρχίναγε το
κοπάνισμα, ο αγώνας. Συχνά φρουουουου, ένα-ένα κλωνάρι το τράβαγαν και με μια
κίνηση έπεφτε ούλος ο θησαυρός του στο απλωμένο σεντόνι, που γινότανε άχρηστο
και το φυλάγανε μοναχά για τέτοιο σκοπό έκτοτε . Κι απλωνότανε ολόγυρα εκείνη η
αψάδα της η θεραπευτική κι εκείνο το αλησμόνητο άρωμά της. Ύστερα έτριβαν
ανάμεσα στις δυο τους παλάμες να θρυμματιστούν και τα φύλλα, κοσκίνιζαν με το
,,καλμπούρι,, να πέσει
κατακάθαρη χάμω και να μείνουν απάνω τυχόν ,,σούραφλα,,. Κι ούλα ετούτα για ένα
φράγκο το κιλό (την οκά μάλλον τότε ) καθαρή! Έρμη φτώχεια τι τράβαγες και τι
τραβάς για τα συμφέροντα των δυνατών! Ατέλειωτες ώρες προετοιμασίας για μια
,,δραμή,, , όπως έλεγε και η νόνα!
Η αψάδα κόλλαγε στο σπίτι, το άρωμα
δεν έφευγε με τίποτα. Θύμιζε τον αγώνα ούλο το καλοκαίρι κι έστρωνε τα όνειρα
με το διάφανο πέπλο της ελπίδας για καλυτέρεψη της ζωής μέσα στις ανάγκες της.
-Πιάστε ρίγανη παιδιά! Πιάστε ρίγανη
χωριανοί! Είναι τ´ Αϊ-Γιαννού του Ριγανά! Όποιος δεν πιάσει ρίγανη και δεν τη
μυρίσει σήμερα, δε θα ιδεί άσπρη μέρα…!
Έθιμα αγαπημένα που νοστιμίζατε τη ζωή των ανθρώπων, που αρμέγατε τον ψυχισμό
τους πεντακάθαρο κι αγνό κι αρμενίζατε τους πόθους τους στα πέλαγα της ευτυχίας
με της ανάγκης τους την πεθυμιά να γίνεται ευλογία, με της λαχτάρας τους τη
ζέση να γίνεται όνειρο, με της φτώχειας τους την ανοχή να γίνεται πλούτος!
Με το κοίταγμα στο πηγάδι με τη φεγγαροβραδιά
να βρίσκουν οι κοπελιές τον άντρα, που θα τις έπαιρνε, θα τις παντρευόταν
δηλαδή ......
Χρόνια πολλά Κλήδονα! Χρόνια πολλά
χωριανοί! Χρόνια πολλά Μοφκιτσάνοι!
Τι που σήμερα παραμένουν στη θύμησή μας τα δρώμενα ετούτα! Τι που λιγόστεψαν οι
άνθρωποι της Μοφκίτσας; Τι που δε βλέπεις πια παιδιά να πηλαλάνε και νοικοκυρές
να σηκώνονται πρωί για να πιάσουν πρώτοι ρίγανη! Η ρίγανη πιότερο ριζώνει στα
ήσυχα ριγανοτόπια της, πιότερο θεριεύει κι ομορφαίνει τον τόπο. Δρόμοι,
πεζούλες, κακοτοπιές.. εκείνη είναι δυνατή, φυτρώνει παντού. Οι λίγοι που
απομείναμε, στο πέτρινο χωριό, που λέει κι ο Σπύρος ο πατριώτης μου, σκορπάμε
τους σπόρους της παράδοσης στους νιότερους για να μη σβήσει, για να ’ρθει πίσω
ο καιρός που τ´ όμορφο χωριό μας θα γιομίσει κόσμο και θα λικνίσει τη νέα γενιά
που θα κατοικήσει τα σπίτια του, θα δουλέψει τα χωράφια του, θα τηρήσει τις
παραδόσεις του. Όλα ανακυκλώνονται, όλα υπόσχονται, όλα ζουν...
Ρίγανη κι αν εμύρισα ξενιτεμένος νιώθω
Να γίνει ετούτο το χωριό Παρίσι, έχω μεγάλο πόθο!
Από τα παιδικάτα μου ετούτο ονειρευόμουν,
επάσκιζα, ονειρευόμουν κι άστοχα αντρειευόμουν
π´ έβλεπα με το βάσανο τη μάνα μου στον ώμο...,
π´ αγνάντευα κι εμάζευα λουλούδια από το φλώμο....
Π´ επήγαινα του Ριγανά ρίγανη να μαζέψω ,
π´ εχάραζα το όνειρο στο νου μου μέσα κι έξω ......
Βλόγα το Αϊ-Γιάννη Ριγανά ετούτο τ´ όνειρό μου.
Βλόγα το κι άστο ολάκερο να μένει στο πλευρό μου....
Κι ως θα σφαλούν τα μάτια μου στου χρόνου την κεραία,
να νιώθω τη Μοφκίτσα μου χορτάτη, πανωραία....
Να πηλαλούνε τα παιδιά σαν το νερό στη βρύση .
Να παίζουνε χαμόγελα στην όμορφή σου φύση!
Κοιτάζοντας τον ουρανό συχνά να μαρτυράνε
πως κάποτε εδώ έζησαν άνθρωποι που φοράνε
ακόμα τον αέρα σου, μυρίζουν τ´ άρωμά σου...
Κι αν γίναν άστρα τ´ ουρανού, παιδιά ήσαν δικά σου!
Κι όλοι μαζί στον τόπο μου, νεκροί κι αναστημένοι
ή ζωντανοί, ολοζώντανοι θα ´ναι αγαπημένοι!
Κατερίνα Κουτσούνα
Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020
Κυριακή 12 Ιουλίου 2020
Σάββατο 11 Ιουλίου 2020
Σάββατο 11 Απριλίου 2020
ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ
που ξαίναμε τα όνειρα
να υφάνουμε ένα περίτεχνο ποδόγυρο
για της ζωής μας το φουστάνι
μα τα νήματα σαθρά.
που ερωτευόμασταν απάνω στο πεντάγραμμο
να φτιάξουμε της άνοιξης τραγούδι
μ’ αλάργεψε το αηδόνι.
που μάταια παλεύαμε να σιάξουμε έναν άνθρωπο
το ωραίο να μιλά
μα έλειπε ο Θεός.
και το παρόν μαστίζει καταιγίδα
Δεν περνούν οι ώρες,
Ξεσκονίσαμε βιβλία
Ασκούμεθα σε ένα άρρωστο κήπο
Νέοι τρόποι ύπαρξης
Διαλογιζόμαστε και το βλέμμα χάνεται
Περπατάμε στα δωμάτια
Ακούμε μουσική
Κυνηγάμε την σκια μας
Ο αέρας είναι τώρα λιγος και στεγνός
Τα πάντα άλλαξαν
Φόβος κι Τρόμος
Ο ιός είναι εδώ
στην ομίχλη ενός νέου Γολγοθά.
Αλλάζει τάξη ο κόσμος
και αγκαλιάζεται σφικτά.
…..
Θα ‘ρθει η στιγμή
που ο ιός θα φύγει,
είναι η ελπίδα ένα πουλί
που στην καρδιά έχω κλείσει,
οι άνθρωποι θα γίνουνε καλά
ο πόνος θα πάψει
ο κήπος μου θα ανθήσει
θα βρούμε τη ζωή μας.
Με νοσταλγία απ’ τα παλιά
το μέλλον θα στεριώσω.
Ετίναξε τη μυγδαλιά !
Τώρα η γκορτζιά τα άσπρα της φορεί.
Χωρίς μιλιά !
Το ταπεινό αγριολούλουδο δειλά
στόμ´άχραντο σφραγίζει και γελά.
Ακούραστη της λησμονιάς προπέλα
δέρνει της Άνοιξης το έλα.
Στη φτήνια βάζει ,βγάζει στο σφυρί ,
λουλούδια, χόρτα παχυλό μηρί.
Αναστενάζει ! Πούν´ το ποδοβολητό
π´αφήναν τα παιδιά; Το ρουλητό ;
Τώρα χορτάτη ! Άγια μοναξιά !
Μα δε μπορεί δίχως τα μενεξιά.
Στου ανθού σου μαργαρίτα το φιλί
πασχίζω νάβρω την Ανατολή !
Να παγιδέψω στης αράχνης τον ιστό
καμπόσα ορνίθια από της πόλης το βλαστό .
Έχω δεμένη κόκκινη κλωνά ,
μα πώς να δραπετεύσω απ´ τα δεινά;
μαύρο κατράμι, σαν άλλη κοίταξαν
που ΄ναι η γλύκα κι η επιμονή
που μου ΄δειχναν άνοιξη και προσμονή;
άγνωστα φάνηκαν, μα με παράπονο κι ανεμελιά
που ΄ναι η χάρη τους, τ΄ αυθεντικά
έρωτα σκιρτήματα ή μια ποιητική πινελιά;
πίκρα στα χείλη και στην καρδιά,
που είν΄ η λαχτάρα τους η παιδική
που με ανέβαζε στην κορυφή;
θα μετανιώσουν και θα πονούν,
πολλά τα γέλια και τα ψεύτικα φιλιά
θα σε πληγώσουν, κι ας τώρα εθελοτυφλούν.
στο εργαστήρι γεννημένοι του θανάτου,
πήραν τον δρόμο της σιγής του ασυρμάτου,
με εντολή ζωής να γίνουν πορθητές.
Υιοί του ολέθρου, της κορώνας ,του λυγμού,
γυρνούν διάσπαρτοι για πόνο διψασμένοι,
αναζητώντας μια ανάσα γερασμένη,
βόλι να στείλουνε του καταστροφισμού.
Εξοπλισμένοι με αόρατες ριπές
σκοπεύουν στήθια και σημάδια δεν αφήνουν,
μες στην ανάσα πολεμίστρες μόνο στήνουν,
σφυροκοπώντας ανελέητα πνοές.
Στων επιθέσεων το κύμα οι ψυχές
ριγούν, μονιάζουνε σαν μέλισσες το βράδυ
ορφανεμένες από το φιλί, το χάδι,
κρατούν στα χέρια τους για όπλα προσευχές.
Μικρές κυψέλες τώρα μένουν αδρανείς,
ούτε φτερούγισμα ο ήλιος δεν φωτίζει,
κάθε κυψέλη και από ένα μετερίζι,
από τον όλεθρο μη λαβωθεί κανείς.
Δεν είναι η πρώτη όμως τούτη η φορά
που δολοφόνοι τη ζωή την απειλούνε,
γι’ αυτό έχουν μάθει οι ψυχές να επιζούνε,
σαν ενωμένοι στέκουν μπρος στη συμφορά.
να μεταλάβουμε τη δύναμη βαθιά μας,
είναι ένα δώρο του Θεού η ανασαιμιά μας
και πάντοτε κι ένας εχθρός θα την πολιορκεί.
Λίγο ακόμη και θα δούμε τι υπάρχει
στα τεφτέρια
Λίγο ακόμη και θα δούμε ποιους θα δείχνουνε
τα χέρια
Λίγο ακόμη και θα δούμε τι μας έχουνε
Χρεώσει
Λίγο ακόμη και θα δούμε ποιος θα έχει
να πληρώσει
Λίγο ακόμη και θα δούμε ποιοι θα είναι
ευνοημένοι
Λίγο ακόμη και θα δούμε ποιοί θα είναι
αλυσοδεμένοι
Λίγο ακόμη να στερέψουν και οι βρύσες
των ψεμάτων
Λίγο ακόμη να κοπάσει και το κλάμα
των θανάτων
Λίγο ακόμη και θα έρθουν οι παλιές καλές
στιγμές
Λίγο ακόμη να βρεθούμε στις ζεστές μας
αγκαλιές.
λαός ξεχασμένος στου ήλιου τις άκρες.
Ο τόπος ξερόβραχος, πουλιών η λατρεία,
μαγνήτης περίσσιος, καθρέφτισμα θρύλων.
τα σύνορα άβατα, λευκά, σιωπηλά.
Ψυχώνονται τ’ άψυχα με χρώμα του ήλιου,
ελπίδα και όραμα στα βράχια κυλά.
Ο μόχθος του κύματος αγιάζει τ’ αγέρι,
η αντάρα κοιμήθηκε, ροδίζει η αυγή.
αγάπη φυτέψανε σε στήθη αγνά.
Παράδεισος κι όνειρο αγκαλιά με την πλάση,
ο άνεμος σύρριζα στους λόφους φυσά.
ο τόπος, μυριόχρονος, ζωή μαρτυρά.
Πνοή, που αγκάλιασες τη γη την αγία
κι ανάστησες έρωτα, θυσίες γεμάτο!
Ορίστηκαν σύνορα με αίμα κι αγώνα,
νικήθηκαν σύγκορμα θεριά φοβερά!
υπέροχα κι άσπιλα κορμιά των νεκρών!
η ανάσα τους μέσα μας, η γη μας, αυτοί.
οι πέτρες οι ασήμαντες πονούν περισσά.
Ματιές μαυρομάντηλες, καημούς ραντισμένες,
κουρνιάζουνε γύρω μας σαν δάκρυα μεγάλα.
το αίμα στις φλέβες μας, προγόνων ματιά...
λατρεύουν απέραντα τη γη την τρανή.
Λατρεία που εσπίλωσαν οι ορδές των α-λόγων,
που Λόγο δε γνώρισαν και πόνο πατρίδας.
Και γίνανε μέδουσες στις πρύμνες του ανέμου,
φριχτές κι ασυντρόφευτες που μόλεψαν αίμα.
Το αίμα τ’ αμόλυντο που αγιάζει τον τόπο,
τη χώρα την όμορφη κι αγνή σαν μια μέρα,
το λίκνο της θάλασσας, τον θρόνο του ήλιου,
τ’ αστέρι τ’ ανέσπερο, την πούλια στο σύμπαν.
Που πόνος τα σπλάχνα της, θυσία τα παιδιά της.
το χρέος δεν πληρώθηκε, οι τάφοι βοούν.
Γυμνοί κι ασυγκίνητοι¸ ερήμωσαν μόνοι,
ο αγέρας τους άφθορος, το φως τους ακέριο.
Τον τόπο ομόρφυναν και λάτρεψαν τόσο,
τη γη την εψύχωσαν, αγάπη ζητούν.
Κι ελύγισαν γρήγορα πολέμους και τρόμους,
ετάφησαν εύκολα στη σιωπή του καιρού.
ελάχιστα όνειρα, ειρήνη γεμάτα.
Λιμνάζουνε ήρεμα τα δάκρυα στα μάτια,
τη χώρα προστάτεψαν, το χθες δεν εχάθη.
Εδίδαξαν δύναμη, θεμέλιωσαν πίστη,
υπόσχονται όραμα, σαν ρίγη κυλούν.
Ερίζωσε ο πόνος σας κι οι ρίζες πονούν.
Οι ρίζες, οι ανέσπερες ελπίδες του ανέμου,
το χρώμα του γέλιου μας, η ηχώ της χαράς.
Αγγίζουνε ήρεμες το μέλλον στα μάτια
κι υπόσχονται ήσυχες αγγέλους μυρτιάς.
λαξεύουνε τ’ άδυτα του κόσμου αυτού.
Χαράζουν ολόλευκα τραγούδια του θρύλου,
κι ορίζουν ορίζοντες, λαούς οδηγούν.
Στρίβω το κέρμα του ιού παιχνίδι του θανάτου
θε να γλιτώσω η χαθώ η τύχη μου μιλά
και του ιού η όρεξη να έρθει στα καλά του
να πάψει να κολλά
μέχρι να πέσεις εις τη γη λαχτάρα η ζωή
μη γράψεις φίλε μου κοντέ κακό μέσα στη μέρα
ας το να ξεχαστεί
το ρίσκο είναι θάνατος κι ο έρωτας ζωή
μακάβρια παράσταση μη παίζεις στο σανίδι
ο θίασος κραυγή
δίνω αξία κάλπικη πληθωρική τιμή
και συνεχίζω το ποτό και μάλιστα κερνάω
εβίβα ρε ζωή
Κοίτα τη φωτιά
Κοίτα τη φωτιά
Στα μάτια να την κοιτάς
Έρχεται.
Τον πόνο άκου
Τον πόνο
Την πείνα κοίτα και τη φωτιά
Έρχονται. Είναι παντού
Εσύ τα φέρνεις στην αγκαλιά
Στα μάτια να τα κοιτάς
Εσύ τα φέρνεις
Τον πόνο, την πείνα τη φωτιά. Τη φωτιά
Την απελπισία, την απόγνωση και τη φωτιά
Σαν λες: δεν ξέρω
Σαν λες: δεν το ήξερα
Σαν λες: εγώ τη δουλειά μου κοίταζα
Τον τρόμο στα μάτια των παιδιών. Και το δάκρυ
Της σφαίρας τον ήχο τη σάρκα σαν σκίζει
Τα σκελετωμένα κορμιά
Και τον πόνο
Στα μάτια να κοιτάς
Το πρόσωπό σου μην αποστρέφεις
Υποκριτή
Τα ξέρεις όλα
Τα ματωμένα φιλιά και τη λάσπη
Στα μάτια να κοιτάς
Μη κάνεις πως δεν ξέρεις
Δικά σου παιδιά.
Υποκριτή
Υποκριτή
Ο πόνος, η πείνα, η φωτιά
Μη λες δεν ήξερα
Άβουλος και δειλός
του τομαριού σου δούλος αισχρός
Έτσι δειλός
απλά καρτερείς τη δική σου
σειρά
Μερονυχτίς
που ματώνει ο φόβος
με μια πόλη μιλώ
αφημένη στην ησυχία της.
Μιλάνο Γουχάν Βαρκελώνη
Αθήνα...
Τικ τακ οι νεκροί μας.
Τικ τακ στριφογυρίζουν
στις κατακόμβες τους.
Στερημένη πληγή ο ύπνος τους
χωρίς επικήδειους και κρίνα
μονάχα τις ανάσες τούς κούρδιζαν
γαλατερές στολές
πάνω στο μπρούτζο κλινάρι.
Τικ τακ, τικ τακ οι νεκροί μας
πηλός σε πηλό επιστρέφει.
Σ’ αναμονή προορισμού τ’ αβάφτιστα πλοία.
Γεμάτα μ’ ελπίδες τ’ αμπάρια,
παίρνουν δελτίο καιρού κι αναχωρούν.
Για τους λαούς που δοκιμάζονται νοιάζονται.
Τις ωδίνες, που κατακαίνε το χάρτη της γης.
Με τόλμη κι αποφασιστικότητα,
αυξάνουν τους κόμβους.
Σύντομο να’ ναι το ταξίδι και ιάσιμος ο πυρετός.
Στο πέρα της σιωπής, ένα δελτίο αισιοδοξίας
παίζει τα ρέστα του...
Προσευχήσου, άνθρωπε!!!!!
μέσα στο σπίτι θα κλειστείς σ’ αρέσει, δεν σ’ αρέσει!
Κυκλοφορεί ένας ιός, που, άμα σε κάνει θύμα,
και έχεις κάποια πάθηση, σε έστειλε στο μνήμα.
Εύκολα μεταδίδεται, γι’ αυτό θα πρέπει όλοι
μέσα στο σπίτι να κλειστούν στην ύπαιθρο, στην πόλη.
Στους νόμους υπακούοντας χωρίς να αντιδρούμε,
μένουμε στο καβούκι μας, τουτέστιν οικουρούμε
κι’ όποιος απ’ αγανάκτηση στο δρόμο θα σαλτάρει,
χωρίς να το αιτιολογεί,… εκατονπενηντάρι!
Οι μόνοι που ανεξέλεγκτα πλέον κυκλοφορούνε
οι διάφοροι αλλοδαποί, που νόμους δεν τηρούνε.
Που δεν φοβούνται πρόστιμα - τι τάχα να τους πάρουν;-
που κάνουνε, αφεντικά, εδώ ότι γουστάρουν!
Που τους κοιτούμε ανήμποροι και μ’ ανοιχτά τα χέρια
αυτοφασκελωνόμαστε με περισσή ευχέρεια…
Ελεεινός καιρός έξω φέτος.
Αλλά ίσως το Πάσχα να ξαναγεννηθώ,
αν θελήσει η Άνοιξη
να ξεπεταχτεί απ’ τα σπλάχνα μου,
αν μπορέσουν οι μέλισσες
να επικονιάσουν την Ανάστασή μου.
Αν ίσως φιλήσω και πάλι το φως
και τ' άνθη σου, αγάπη.
μη λάχει και διαβούνε το κατώφλι σου.
Κλείδωσε κι όλους τους δικούς σου μέσα
μην τύχει και αγγίξουν πουθενά.
Μια ώρα έχεις στη διάθεσή σου
να τα τελειώσεις όλα
κι ας περιμένεις δύο στην ουρά
μα πρώτα να ρωτήσεις αν σ' αφήνουν.
Άνοιξε την οθόνη και στείλε τις ευχές σου
από μακριά.
Κρύψου πίσω απ' τη μάσκα σου και να 'ναι οι ανάσες σου μισές.
Βάλε μαγιά στ' αλεύρι να δεις πώς θα φουσκώσει το ψωμί
Βράσε καλά τα μήλα να φτιάξουμε γλυκό του κουταλιού
Κι αμάζευτα αν μείνουν τα μαλλιά σου
ποιος θα τα 'δει;
Γίναμε όλες νοικοκυρές...
Δείχνουμε με καμάρι τα ψωμιά και τα γλυκά,
τις καθαρές κουρτίνες
Γίναμε όλοι οικογένεια...
Αγκαλιαζόμαστε και αγαπιόμαστε
και παίζουμε ευτυχισμένοι μεταξύ μας
και Θεέ μου πόσα διαβάσαμε βιβλία
και πόσα πράγματα αλλάξαμε στο σπίτι,
Θεέ μου πόση ευλογία
και να διαβαίνει η άνοιξη χωρίς εμάς.
Κι όσοι πεθαίνουν φεύγουν μόνοι
Και όσοι έξω περπατούν κοιτούν τους άλλους
σαν εχθρούς μήπως και έχουν το Κακό
και τους το μεταδώσουν...
.
.
Σσσσ λένε κοιμάται η Γη
Σσσσ λένε γιατρεύεται ο τόπος
Σσσσ λένε είσαστε ήρωες, είμαστε πατριώτες
Σσσσ λένε μέσα και ήσυχα και ραντεβού όλοι στις έξι
Σσσσ λένε και πλησιάζει η ώρα της άρσης του εγκλεισμού
Σσσσ λένε και καμαρώνουν το λαμπερό μετάλλιο του καλού πολίτη
που μας κρεμάσαν στο λαιμό οι ξένοι
Σσσσ λένε...
κι εγώ μεθαύριο Μεγάλη Παρασκευή ένα κεράκι
δεν θα μπορέσω να σου ανάψω
μήτε να σου ξεπλύνω το μάρμαρο με δροσερό νερό
και ο καιρός ζεσταίνει και ξέρω πως διψάς.
Μένω μέσα όπως μένεις εσύ εκεί ψηλά
και βλέπω τη ζωή απλά να προσπερνά...
Οι μόνες διαφορές μας πως εγώ ακόμα ανασαίνω
και πως εσύ είσαι λεύτερος.
ταράζουν την ευπρέπεια των δρόμων.
Αγανακτούν τα μέλη μου απ’ την ανευθυνότητα του κόσμου.
Ακόμα και οι καιροί ευαισθητοποιούνται.
Δυσκολεύονται να διαχειριστούν την απώλεια.
Μα, είναι και κάτι αχαρακτήριστοι, που θέλουν να παίξουν στα ζάρια
τη ζωή των συνανθρώπων.... Εν ανάγκη, μαντρώστε τους.
Πολύ θα το χαρώ!
για ιστορίες του Σεβάχ, για το τρανό Μισίρι,*
τις νύχτες των παραμυθιών και μιας μικρής τα πάθη,
της Σεχραζάτ της όμορφης, της κόρης του Βεζίρη.
πολλές φορές η θάλασσα με κάνει και ξεχνώ
όνειρα ανερμήνευτα που φέρνει η παραζάλη.
Πριν σβήσει απ' τη θύμηση θέλω να σου την πω:
σε όνειρο σού φόρεσα τ’ Απρίλη μιαν αυγή,
από νησί ερημικό που κάποιοι λέγαν θρύλοι,
πως μια φορά το πάτησαν κουρσάροι ναυαγοί.
στην όψη είχες τη θωριά του διψασμένου κρίνου,
στις χούφτες σού 'δωσα νερό απ' αργυρό λαγήνι,
σκούπισα απ' τα μάτια σου την άμμο της ερήμου...
........................................................................
της λύπης σου ή της χαράς με φτάνει και το "αχ",
άκου το κύμα που 'ρχεται, σαν κάτι να μιλά...
Πες μου, αν είσαι έτοιμη, ν' αρχίσω του Σεβάχ…
κόκκινη σταγόνα ο ωκεανός.
Άνεμος κρύος γυμνώνει τον θάνατο,
πλήθος τα νεκρά χελιδόνια.
Χωρίς πρόσωπο οι μέρες οι άδειες,
τ’ αδέλφια μας γενναία μάχονται στα μαρμαρένια αλώνια.
Κορμιά λαβωμένα από βέλη αόρατα,
οιμωγή και θρήνος ματώνουν τις σκιές.
Καθισμένα σ’ άδειες καρέκλες τα φορέματα των νεκρών,
άγγελοι θλιμμένοι αυτοί στοιχειώνουν τις νύχτες.
Ν' αγκαλιάσουν τα σώματα τ' άψυχά τους ποθούν
κι αλαργεύουν οι μέρες τους σαν πουλιά πονεμένα.