Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

ΔΙΑΚΡΙΘΕΝΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ "ΟΣΟ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ"




ΔΙΑΚΡΙΘΕΝΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

Όσο υπάρχουν Άνθρωποι 

Θα ’ρχονται Αλληλέγγυες, ανίκητες δυνάμεις,

και των Ανθρώπων οι καρδιές, θα πάλλονται σαν μία,

όλες οι ψυχές θα ενωθούν, θα γίνουνε φωτιά,

θα γίνουν καθαρτήριο, θεός πυρπολητής.

 

Όσο υπάρχουν Άνθρωποι, μ’ αγάπη στην καρδιά,

και νιώθουν Αλληλέγγυοι, στου Αδελφού τον πόνο,

νιώθουν τη φύση Αδελφή και η προέκτασή της,

η ελπίδα θα ’ναι ζωντανή και ο Ήλιος δεν θα δύει.

 

Οι Ουρανοί θ’ αγάλλονται, τ’ αστέρια θα ριγούν,

παλμούς θα εκπέμπουν μουσικές, δεσμούς Αλληλεγγύης,

Θείες πνοές Συμπαντικές, που κυβερνούν τον κόσμο,

που ’ναι αγωγοί προς τον Θεόν και οδηγούν κοντά Του.

 

Όσο υπάρχουν Άνθρωποι, στο βάθος των Αιώνων,

και δίνουν τις δυνάμεις τους, το φως και την ψυχή τους,

θα μένει ο κόσμος Λεύτερος, παιδιά του ίδιου Ήλιου,

αδέλφια θα ’ναι οι λαοί, τ’ Ανθρώπου Γαλαξίας.

Θεόδωρος Δάλμαρης

 

---

 

Από το φως θα σ’ αναγνωρίσουν

(Απόσπασμα)

 

Κι αν το σκοτάδι επιμένει

άπλωσε το χέρι σου

προς τους άλλους

κι ονειρέψου

το πράσιν0

ανακατεμένο

με βιολετί.


Κι αν η φυλακή

είναι σκοτεινή και στενή

επέτρεψε στην τωρινή κάμπια

να υφάνει μεταξωτούς στίχους

προσφοράς

κι αλληλοβοήθειας

ελπίζοντας

στην υπέρτατη απελευθέρωση

του ανθρώπου.


Κι ανα ο λαβύρινθος

μιας πολύπλοκης δομής

έλλειψης αξιών

σε κυκλώσει

σκέψου ότι οι άγνωστοι δρόμοι

θα οδηγήσουν

σε μια υπέροχη πολιτεία

προσφοράς κι αλληλεγγύης

όπου θα υπάρχουν Ά ν θ ρ ω π ο ι .

 

Κι αν η μπόρα

τσακίσει τη σχεδία σου

δώσε της το όνομα

του τέρατος

κι αφέσου

απλώνοντας το χέρι σου

στους άλλους ναυαγούς

κι αφέσου

στην αναγέννηση

μιας νέας ζωής

μιας άλλης όχθης

ενός άλλου χρόνου…

 

Κι αν φουρτουνιασμένη θάλασσα

τσακίσει το πλοίο

γίνε παλλόμενο κύμα

για τους διπλανούς ναυαγούς

αφιερώνοντας το βυθό

σε μια γαλήνια ροή

ανοιχτού γαλάζιου.


Κι αν δεν μπορείς να ζήσεις την αγάπη

όπως θέλεις

τούτο επέλεξε τουλάχιστον,

η διαδρομή σου στο γήινο να ’ναι ονειρική

η συμπόνια για τους άλλους απόλυτη

η αλληλοκατανόηση μόνιμος οδηγός

κι η προσευχή

να δεσπόζει στο παρόν

σαν μεγάλη αλήθεια

τόσο απίστευτα μεγάλη

που την αποκάλυψή της δεν

θα την απολαύσουν μόνο οι άνθρωποι

ούτε μόνο οι άγγελοι

αλλά και το ίδιο

το  φ ω ς…

 

Μαρία-Νεφέλη Μαρκοπουλιώτου

Μαθήτρια Λυκείου (16 ετών)

----

 

Kρυμμένος Πλούτος

 

Καημένη φωνή

ρωτάς με τόσα λίγα πως θα ζήσεις

δεν αρκούν

 

Έχεις ξεχάσει όταν

είχες δυο χιτώνες

και πλούτισες δίνοντας τον έναν

 

Με δυο ψάρια και πέντε ψωμιά

χόρτασαν τόσοι

και πάλι περίσσεψε

 

Τι να σου δώσω να θυμηθείς

ποια αμοιβή ζητάς γι`αυτό

που ήδη γνωρίζεις

 

Στο παρελθόν σου θα το βρείς

στα χρόνια που ήσουν φτωχός

ταπεινός

 

Στη μοιρασιά κρυμμένος ο πλούτος σου

όσο υπάρχει πόνος

υπάρχει ευκαιρία να ξαναχορτάσουν

 

λαοί ολόκληροι με δυο ψάρια και πέντε ψωμιά

όσο υπάρχει πόνος

θα υπάρχει συμπόνια

 

όσο υπάρχουν άνθρωποι

αναμμένο θα μένει

το κερί της ελπίδας

 

προσδοκία γλυκιά

πως η θλίψη κι η έλλειψη

με νερό απαλό θα σωπάσουν.

 

Κώστας  Ζαχαράκης.

 

------

 

Οι συγγενείς της φτώχιας

 

Σ’ ανήλιαγα στενάκια ανηφορίζουν

Με κάματο οι συγγενείς της φτώχιας

Αποσπερίς τραβάω κατά κει

Να νιώσω αδερφός δυνατών ανθρώπων

Κοιτώ στα θολά τζάμια,  φεγγίζουν λυχνάρια

Κάτω απ’ αναμάρτητες σκεπές μικρών σπιτιών

Τότε, θέλω να δω μέσα

Θέλω να μπω μέσα και να ταξιδέψω

Σε σκέψεις που μικρά όνειρα ζωγραφίζονται

Να μιλήσω, τις κουβέντες εκείνες της εργατιάς,

Που μοσχοβολούν ιδρώτα

Να χαμογελάσω μαζί τους για την τύχη

Του μεροκάματου

Και να κόψω ψωμί με το χέρι

Να γλυκαθώ με το βλέμμα της κόρης

 

Να πιαστούμε όλοι απ’ το χέρι και ν’ ανηφορίσουμε

Ως πάνω, ψηλά, στην εκκλησιά του Αϊ-Γιώργη

Να φάμε, να πιούμε

Και να καλημερίσουμε τον ήλιο σα βγαίνει

 

Ν’ ανατείλει για μας…

Για μας

Που αυτή η στιγμή μόνο μένει

 

-Την αυγή, που ο φτωχός εργάτης ,

το φως του ήλιου προσμένει.-

 

Γεσθημανή Σιδερίδη

 

---

Σαν όπως η Άνοιξη

 

Σαν όπως η Άνοιξη έρχεσαι

στο λυπημένο μου κήπο

 

Κάθε φορά που ξεριζώνω τα όνειρα

σβήνοντας απ’ τα χνάρια τους τις μνήμες

 

Κάθε φορά που ακροβατώ στην απόγνωση.

 

Γιατί θαρρώ πως κλείσαν τις πηγές

Γιατί θαρρώ πως σβήσαν τα ποτάμια

Γιατί θαρρώ πως μου ’κλεψαν τις θάλασσες.

 

Όχι … δεν θα βυθίσω στ’ απόνειρα

Όχι … δεν θα σκορπίσω στου ύπνου τα πλάνα

 

Είναι γεμάτα τα χέρια σου, πρόσφορα

Είναι η φωνή σου ανάλαφρη αύρα

Είναι η αγάπη σου δώρο κι αντίδωρο.

 

Και… τα ποτάμια, μου λες, πως δε στέρεψαν

Άγιες οι θάλασσες. δεν τους ανήκουν

Και… οι πηγές καθαρές, αναφαίρετες

 

Και… στους ανθρώπους τον Άνθρωπο βρίσκω.

 

Βασιλική Εργαζάκη

 

---

 

Έτσι μονάχα 

Δεν άκουγε κανείς, τις προσευχές.

Κανείς δε  παρηγορούσε κανένα.

Βασίλευε παγωνιά στις ψυχές

κόστος πικρά δοκιμασμένο.

Ο διπλανός σου αν πονά

ανοίγεις διάπλατα τη πόρτα.

Ήρθε καιρός που η ζωή αλλάζει δεδομένα.

Να σ` αγνοήσουν δε το θες

και πώς να αγνοήσεις!

Όταν ο βράχος που κυλάει στη ρεματιά

μπορεί να παρασύρει και εσένα.

Γύρω συντρίμμια, σκοτεινιά

και από πού να βγει η ηλιαχτίδα;

Ο κόσμος όλος μια γροθιά

έτσι μονάχα θα έχουμε ελπίδα.

 

Άννα Ζαράρη

 

---

 

Όσο υπάρχουν άνθρωποι

 

1.Πως καταντήσαμε, μωρέ,

απ' τα ψηλά τα ρετιρέ,

τα λαμπερά σαλόνια,

ξεπέσαμε στη ζητιανιά,

στων δανειστών την παγανιά,

στην χλεύη, καταφρόνια.

 

2.Ζούμε σε δύσκολη εποχή!

Τεκμήριο το Γιώτα-Χι,

τεκμήριο και το σπίτι.

Τεκμήριο και τα παιδιά.

Κάθε ανθρώπου η σοδιά

βορά κράτους - αλήτη.

 

3.Στα χρόνια μας κατάντια, πια,

να ζούνε κάποιοι από ανθρωπιά

των άλλων συνανθρώπων.

Και να στερούνται το ψωμί,

<!--[if !supportLists]-->

-   <!--[endif]-->η απάνθρωπη η πληρωμή

πολυετών τους κόπων -.

 

4.Αχόρταγοι πολιτικοί,

κατάλληλοι για φυλακή,

μας ρήμαξαν το βίο.

Μα, να! Στον Έλληνα, ξανά,

η αγάπη μέσα του ξυπνά

σ' όλο το μεγαλείο!

 

 

5.Απ' το υστέρημα ο φτωχός

δίνει για όσους, ατυχώς,

χάσαν δουλειές και σπίτια.

Κι' είναι σημεία των καιρών,

να δίνουν πάλι το παρόν

κατοχικά συσσίτια.

 

 

6.Σωπαίνω, πλέον. Δεν μιλώ

το μέλλον σαν κοιτώ θολό

και το τοπίο γκρίζο.

Μα, όσο υπάρχουνε στη γη

άνθρωποι ανθρώπων αρωγοί,

πάντοτε θα ελπίζω.

 

Λευτέρης Μουφτόγλου

 

---

ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Δάκρυσε η Ελλάδα μας, στην όψη του ζητιάνου! Του ζητιάνου που το βλέμμα του, κέρωσε!
Κέρωσε στο σημάδι της Αυγής κι η Μάνα-Γης θυμώνει και αντρειεύει!
Αντρειεύει ξαστεριά αναζητεί και «χώμα» του Θεού που κλαίει στην εικόνα!
Εικόνα δίχως όψη «λεβεντιάς» μα με μυρσίνης σήμαντρα κι εκστατικές καμπάνες!
Γυρεύω σάρισα της Ανθρωπιάς, στου Μεγαλεξάνδρου το Φως στη Χώρα του Αιώνα!
Τ’ Αιώνα π’ αλληλέγγυος της Οργής, με δάκρυα ονειρικά αγγίζει τους Ανθρώπους!
Εκείνους που πληρώνουν της Αυγής, τα δώρα τα γαμήλια πριν την ιχνηλασία!
Πληρώνουνε με Νιότης τις φωτιές, και αντρειοσύνης σύμβολα τ’ αγάλματα που κλαίνε!
Όχι! Δε φταίνε οι Άνθρωποι, για το Κακό! Εκείνοι ονειρεύονται κι Αγάπη πεθυμάνε!
Δίνουνε δάκρυ της μαγείας με καρδιά, για ύψωμα και βάλσαμο στην Άβυσσο της ζήσης!
Όλοι μαζί υψώνονται στη Χαραυγή! Χαρίζοντας στα Όνειρα τη δύναμη της Πράξης!
Της Πράξης που Ανάσταση ζητεί, με μία θεία γελαστή θλιμμένη χελιδόνα!
Ω! Χελιδόνα «αγριοπούλι» της φωτιάς! Την Ανθρωπιά σου, χάρισε, στη σάρισα που κλαίει!
Δυνάμωσε τον ήλιο της Οργής, όπου Χριστού οι Είλωτες φιλάνε τις εικόνες! Φιλάνε τις εικόνες της Οργής, μιας νεκρικής απαντοχής, σιγής την κοσμόκλεφτρα! Γελάνε πρόσωπα, σβήνουν καρδιές, υψώνονται σταυράδερφα με υστερνούς πατέρες! Πατέρες μπρος στο Φως της Ανθρωπιάς, όπου Διαμάντι όλο Ψυχή βοά την ύπαρξη τους! Θάμβος του γαίματου, τρελή σκιά με ύψωμα «αγύρτη Νου» σε μαύρη περιστέρα! Ω! Περιστέρα μαύρη, γίνε συ λευκή, του δελφικού μας του θεού και του Χριστού τρυγόνα! Χάρισε νάμα Στύγας στα ξεφτέρια της Οργής! Τ’ Ανθρωπινού μας, τις κραυγές και τις κλεμμένες λύπες! Λύπες του Έρωτα και της Ζωής! Μιας Χώρας που ‘χάσε το Φως, μ’ ακόμα αναπνέει! Ναι, αναπνέει και υψώνεται ψηλά! Πα’ στης Ακρόπολης τη γης αγιάζοντας το βράχο! Το βράχο όλο Γνώση και Καρδιά, που αγαπά τον Άνθρωπο και ξέρει την Ψυχή του! Ελλάδα μου, την όψη σου, θωρώ, δακρύζω ικετεύοντας το Μέγα Προμηθέα! Φορέστε τ’ άρματα οι πελταστές και του Ονείρου τ’ ιερού θλιμμένοι ιχνηλάτες! Οδύσσεια μας περιμένει με νεκρούς, μα ο Άνθρωπος, τον Άνθρωπο πολύ τον δυναμώνει! Τον δυναμώνει, τον αντρειεύει, του γελά! Κι εκείνος γίνεται θεός μαζί με τους συντρόφους! Ω! Ντομπροσύνης «κλέφτρα» συντροφιά!!! Εσένανε θωρώ Αρχόντισσα της πλάσης!  Της πλάσης που φοβάται μα γελά κι όλο, θυμάται, χαίρεται την ιερή Κολχίδα!
Κολχίδα τη βασίλισσα της λεβεντιάς, που συμπληγάδες νίκησε και θάλασσα π’ απλώνει! Απλώνει, δυναμώνει, σιωπά! Με βιάση ονειρική τ’ Αστέρι το «καημένο»!
Ω! Το θωρώ σαν είδωλο, στην ξαστεριά! Ανάσταση!!!
Μιλτιάδης  Ντόβας

 

---

 

«Όσο υπάρχουν άνθρωποι»


Τι θαρρείς πως είναι η βοήθεια;

Να βάζεις στην χούφτα που απλωμένη

μπροστά σου ελεημοσύνη ζητά, λίγα κάποια λεφτά;

 

Να γεμίζεις σακούλες, του μπακάλη ημερήσιες ελπίδες,

που με βιάση θα αφήσεις σε μια αίθουσα με όμοιες στοίβες;

 

Ναι, δεν λέω είναι αξιέπαινα πράγματα αυτά,

αλλά σκέψου, πως έτσι που έπραξες εσύ,

τίποτα από όλα αυτά δεν θα χρειαστεί να συμβεί.

 

Σε εμάς, που για χρόνια πολλά, το ένα τρίτο

της ζωής μας το περνάμε μαζί.

 

Γιατί τα χέρια σου ενώ είχαν λυθεί και να απλώσουν

μπορούσαν εκεί, που η ανάγκη και ο φόβος,

θα μας έκαναν να μην αρνηθούμε

 

με το λίγο και το άδικο πλέον να ζούμε,

για να μην χάσεις εσύ, αφεντικό μια δραχμή,

 

συ δεν είπες κουβέντα και δεν έκανες βήμα,

μα με το βλέμμα ψηλά και σε ίδια πορεία,

για την δουλειά προσπαθείς και μαζί συντηρείς

 

και την πίστη αλλά και την ελπίδα πως υπάρχει

και ήθος και αξίες και μια ράτσα γερή.

 

Γιατί δεν χάθηκαν όλα και υπάρχουνε άνθρωποι

που δεν πέφτουν επάνω στους άλλους σαν όρνια,

αλλά δείχνουν τον δρόμο μακριά απ’ το κρίμα

 

και επιτρέπουν ζωή με αξιοπρέπεια και χούφτα κλειστή.

 

Τίνα Δαλαρή

 

---

 

Χέρι από χώμα…

 

Τα πάντα είχαν καταρρεύσει…

Ο κόσμος έμοιαζε κρανίου τόπος…

Όλα τα πτηνά έπεσαν στο έδαφος αβοήθητα…

Μόνο καπνοί φτερούγιζαν…

Οι καρδιές των θνητών δούλευαν με ρεύμα…

Τα μάτια τους άδεια και σκοτεινά…

Οι τράπεζες έγιναν οι νέοι ναοί…

Προσκυνητές κατέφθαναν από τα πέρατα της Γης…

Οι άρχοντες έπαιζαν χαρτιά στους ουρανούς…

Ποντάροντας ανθρώπινες ζωές…

Οι θεοί πήραν το μέρος τους…

Όσοι αντιστάθηκαν σταυρώθηκαν στα σύννεφα!

 

Πρόλαβα και κρύφτηκα σ’ ένα όνειρο…

Ξεχνώντας τη μάσκα μου πίσω…

Είδα την Πανδώρα να χορεύει στον ορίζοντα γελώντας…

Έτρεμα από το κρύο… Όλες οι ελπίδες μου πάγωσαν…

Άκουσα το κλάμα των ψυχών όλης της οικουμένης…

Δεν υπήρχε σωτηρία…

Μόνο πόνος! Πόνος και στάχτη…

Καθώς έτρεχα λαχανιασμένος…

Έπεσα σε κινούμενη άμμο…

Παγίδα φτιαγμένη από αίμα και χρόνο…

Βούλιαζα αργά… Ανήμπορος ν’ αντιδράσω…

 

Έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα το τέλος…

Ο θάνατος με χάιδευε για ώρα…

Με έγλειφε…

Κι όμως! Δεν ήμουν μόνος…

Ένα χέρι με τράβηξε πάνω…

Θεέ! Αναφώνησα…

Μα έκανα λάθος…

Ήταν ένα χέρι χωμάτινο…

Ένα Ανθρώπινο χέρι.

 

Στράτος Κ.

 

----

«για όσο...»

 

Κουράστηκα.

Αληθινά, βαθιά, σιωπηλά, ουρλιαχτά.

Ακόμη ένα γύρισμα της γης με πρόγνωση ζοφερή.

Κουράστηκα, το έδειξε η αξονική μια μέρα ορκισμένη στο σκοτάδι.

Τι να κάνω; Ρώτησα με μια σταγόνα λάδι στη φωνή.

Τίποτα, απάντησε θυμωμένα, τίποτα πια.

Ούτε προς τον ήλιο να τρέξω; Ούτε, είναι αργά.

Ούτε προς τον γκρεμό; Δεν απάντησε.

Φοβάμαι.

Μου έφυγαν και τα δάκρυα, θα πάμε αλλού, είπαν

κάπου χωρίς σκέψη και ντροπή.

Όχι, μπροστά στο κενό οφείλω να μην έχω επιλογή

κόντρα στην ίδια μου την ψυχή

κόντρα στο σύμπαν που συνωμοτεί για την καταστροφή μου.

Θα φύγω, κι εγώ πρέπει να φύγω

χωρίς να περιμένω τον ήλιο να φανεί.

Σαν χέλι μια νύχτα αφέγγαρη και βροχερή

θα βγω στο πέλαγο της ζωής  να συναντήσω το κουρασμένο κοπάδι

μαζί για να κολυμπήσουμε μέχρι την απέναντι ακτή

των προγόνων μας τη γη

για όσο

για όσο ακόμη υπάρχουν άνθρωποι..

 

Βιβή Κουτσούρη

 

---

Δε χάθηκε το φως

 

Δε χάθηκε το Φως!

Δε νίκησε το σκοτάδι!

 

Όσο το χέρι σου

απλώνεις

Συνοδοιπόρε

το δικό μου

θα σε κρατά…

 

Όσο το δάκρυ σου

φανερώνεις

Φίλε

το δικό μου

θα σου απαντά…

 

Όσο το όνειρό σου

εμπιστεύεσαι

Αδελφέ

το δικό μου

θα σου γελά…

 

Όσο υπάρχουν

Άνθρωποι

Σύντροφε

ο κόσμος

θα προχωρά!...

 

Δε νίκησε το σκοτάδι!

Δε χάθηκε το Φως!...

 

Εύα Ντινοπούλου

 

----

 

Όσο υπάρχουν Άνθρωποι

 

Άνθρωπε, «του αρχέγονου κάλλους» έχεις εκπέσει,

τα χαμηλά επέλεξες αντί «άνω να θρώσκεις».

Των δωρεών και εντολών του Πλάστη είσ’ αμνήμων.

Όλων των καθηκόντων σου μακράν και επιλήσμων.

Πολλοί ’ν’ αυτοί π’ απάνθρωπες διεκδικήσεις έχουν,

απώλεσαν ήθος, τιμή, καταπατούν αξίες,

τον αγαθό κι αδύναμο τον καταδυναστεύουν,

κερδοσκοπούν αυθαίρετα, ασχημονούν, ληστεύουν,

βιος για το που δεν κόπιασαν νέμονται ασυστόλως,

φέρνουν σκλαβιά οικονομική, κρίση, εξαθλιώνουν.

Άοπλους κι ακάλυπτους σπρώχνουνε στη μιζέρια.

Ενώ οι τίμιοι και σωστοί – θύματα συμφερόντων –

επαίτες αξιοπρεπείς κι απέλπιδες γυρνάνε.

Μα, όσο υπάρχουν Άνθρωποι, σαν ’κείνους του Μενάνδρου,

με ενσυναίσθηση, καρδιά, θα στέκουν αλληλέγγυοι,

το μαύρ’ άσπρο θα κάνουνε, θλιμμένους θα εμψυχώνουν.

Θ’ ανοίγουν σπίτια εγκάρδια, άστεγους θ’ αγκαλιάζουν,

με τη συμπόνια, προσφορά, προβλήματα θα λύνουν.

Θα κομματιάζουν, σπάζοντας, χαλκάδες της ανέχειας.

Πείνα, ανεργία, πανικό, θα ρίχνουν στον Καιάδα.

Χαρά και γέλιο και ζωή, θα ξαναζωντανεύουν.

Κι αν η ταπείνωση σιωπά, τα έργα θα φωνάζουν,

γιατ’ είν’ η συμπαράσταση – απ’ όποιο μετερίζι –

με το πολύ ή το λίγο της, περίσσευμα αγάπης.

Κι η αγάπη είν’ ελαφριά, συνεκτικοί οι δεσμοί της,

ταχύτατο το βήμα της, βοηθητικό το χέρι,

βάλσαμο κι ανακούφιση για του φτωχού τη χρεία.

Ηχήστε σάλπιγγες παντού, σ’ όλα της γης τα πλάτη

Όσο υπάρχουν Άνθρωποι, η ελπίδα δεν πεθαίνει.

 

Ζωή Παπαδημητρίου – Τζιράκη

 

======================================

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου