.
του
Χρήστου Σκιαδαρέση
Ό,τι και να πούμε
για την Παναγιώτα Χριστοπούλου Ζαλώνη είναι λίγο. Απειροελάχιστο. Και σίγουρα
δυσανάλογα μικρό για μια τόσο σπουδαία ποιήτρια. Η ιδιαιτέρως πλούσια και
ακατάπαυστα ανοδική σταδιοδρομία της στα ελληνικά γράμματα αποδεικνύει του
λόγου το αληθές. Μέχρι αυτή τη στιγμή που μιλάμε έχει συντάξει ένα ογκωδέστατο
και άκρως ποιοτικό γραμματειακό έργο, τέτοιο που εύλογα τη συγκαταλέγει μεταξύ
των πιο εκλεκτών δημιουργών που συγκροτούν το έμψυχο πολιτιστικό κεφάλαιο της
χώρας μας. Εκτός αυτού, στα εξέχοντα επιτεύγματά της συναριθμείται και το
γεγονός ότι έχει ασκήσει τεράστια επιδραστικότητα σε εκατοντάδες νεότερούς της ποιητές,
έτσι που συχνά οι ίδιοι να την κατατάσσουν μέσα στις κατεξοχήν επιρροές τους.
Η γραφή της είναι
άξια λόγου, διότι, έχοντας ζήσει τα υπαρξιακά αδιέξοδα της γενιάς της, μιας
γενιάς που στιγματίστηκε από τις έντονες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και την
εύθραυστη πολιτική ατμόσφαιρα της Μεταπολίτευσης, μιας γενιάς που έχασε την
πίστη της στα ιδανικά και τις αξίες της θυσιάζοντάς τα στον βωμό του φτηνού
λαϊκισμού και του εύκολου πλουτισμού,
κατάφερε να μην αλλοτριωθεί και να αξιοποιήσει την τέχνη της ποίησης,
οριοθετώντας μια νέα ποιητική πραγματικότητα, μέσα στην οποία, για να υπάρξει η
ίδια, όφειλε πρώτα πρώτα να αυτοπροσδιοριστεί. Έτσι, επέλεξε τον δύσκολο δρόμο
της κατάδυσης στα ανθρώπινα υπαρξιακά προβλήματα, της κατανόησης και της
ανάδειξής τους, ούτως ώστε να εντοπίσει τις δημιουργικές εκείνες δυνάμεις που
θα ανασυγκροτούσαν και θα επανένωναν τα διεστώτα της και θα τη βοηθούσαν να
καθυποτάξει τον φόβο, την απόγνωση και τη νοσηρή εσωστρέφεια -που ναρκοθετούσαν
κάθε υγιή πρωτοβουλία και πνοή της γενιάς της- με σαφή πρόθεση να τα
μεταποιήσει σε νέα «ζύμη», σε νέα «πρώτη ύλη» για νέες δημιουργίες.
•Θα ήθελα με την ευκαιρία αυτή να παρουσιάσω ορισμένα
χαρακτηριστικά γνωρίσματα του έργου της που την ξεχωρίζουν μέσα στο πλήθος των
καλών ομήλικών της ποιητών, τα οποία είτε τα διέθετε από το ξεκίνημα της
ποιητικής της διαδρομής -και τα εξέλιξε, τα βελτίωσε ή τα επανανοηματοδότησε-
είτε τα εμφάνισε τα τελευταία χρόνια, από το 2013 και μετά, αφότου δηλαδή
εξέδωσε την εκπληκτική ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Τα Καθηρημένα αστέρια», η
οποία, κατά την ταπεινή μου πάντα γνώμη, υπήρξε μια συλλογή –ορόσημο, ένα έργο
- σταθμός, σήμα κατατεθέν της πρωτοποριακής γραφής της Ζαλώνη, ένα πόνημα που
εκφράζει και αντανακλά εκατό τοις εκατό την αποκαλυπτική ποίηση υψηλών νοημάτων
της αγαπημένης μας δημιουργού.
•Καταρχάς, λοιπόν, ένα πολύ προσφιλές και αγαπητό ζεύγος όρων
που εντυπωσιάζει στα γραπτά της Ζαλώνη είναι η μνήμη και η λήθη. Και οι δύο
έννοιες – σύμβολα συγκατοικούν στην ποίησή της σαν ιέρειες του ίδιου ναού, παρά
τις όποιες διαφορές τις χωρίζουν. Είναι συνειδητή και ώριμη μαζί απόφαση της
ποιήτριας να μη χωρίσουν ποτέ οι δρόμοι τους, να μην γίνει ποτέ καμιά τους αυτεξούσια,
με το δικό της σπιτικό, ούτε να επιβάλει η μια τους νόμους της στην άλλη. Γιατί
όσα η λήθη γκρεμίζει και αποδομεί, η μνήμη τα συγκρατεί ενιαία μέσα στον χρόνο,
έναν χρόνο αφόρητα κομματιασμένο, που καταπονεί την ποιήτριά μας, τη συνθλίβει
και την εξουθενώνει. […] Άλλωστε, η καταφυγή στη μνήμη την παρηγορεί και την
εμψυχώνει σε στιγμές ιδίως που το παρόν την προδίδει και το μέλλον την
αποκαρδιώνει.
•Ο στίχος της και υμνεί, και τραγουδά –τον
έρωτα, τη ζωή, την απουσία, τη φθορά, τον θάνατο, τον φόβο του αγνώστου, την
ενόραση του υπερβατικού και του θείου- και σπαράζει από πάθος, αλλά παράλληλα είναι
και στίχος που σκέπτεται. Σκέπτεται περισσότερο πάνω στην ψυχική της κατάσταση,
πάνω στις προσωπικές της επιλογές και περιπέτειες, στην εξωτερική ακινησία της.
Σκέφτεται σε χαμηλούς τόνους και, για να ακριβολογούμε, αναστοχάζεται,
παρακάμπτοντας -με χαρακτηριστική ευκολία πια- τυχόν αναστολές και
προσχηματικές φοβίες που σε παλιότερες εποχές την κρατούσαν ενδεχομένως δέσμια
ή την φόρτωναν με ενοχές.
•Τα
ποιήματά της άλλοτε μοιάζουν με αγάλματα ενός πάρκου που προσφέρουν ψυχική και
πνευματική μεταρσίωση σε ανώτερες σφαίρες και άλλοτε με οδοδείχτες στενών
σοκακιών, που υποδεικνύουν δρόμους διαφυγής, μονοπάτια σκέψης, ατραπούς
περισυλλογής. Τα ποιήματα διαπερνούν όλη της τη ζωή, όλες της τις στάσεις και
συμπεριφορές, όλα της τα προσωπικά και συλλογικά οράματα και τραύματα, επιλογή
ιδιαιτέρως δύσκολη και ψυχοφθόρα, γιατί τη φέρνει αντιμέτωπη ξανά και ξανά με
τα ίδια ασφυκτικά διλήμματα που υποτίθεται πως κάποτε είχε οριστικά απαντήσει.
•Την
ποίησή της θα την χαρακτήριζα ως ποίηση εσωτερικού χώρου. Όχι τόσο γιατί -εξ
ανάγκης πια- περισσότερο κινείται μέσα στο σπίτι, από το σαλόνι στην κουζίνα
και από το υπνοδωμάτιο στο μπαλκόνι, όσο γιατί, ακόμα και αν κινείται έξω, η
ποίησή της είναι ποίηση του μέσα χώρου, της ψυχής. Της ενδοχώρας της. Η Ζαλώνη
μάς ξεναγεί στον ψυχικό της διάκοσμο. Στη διαιώνια πάλη της με τον εαυτό της. Σε
ένα τοπίο κοσμογονικό, τοπίο μνήμης και φευγαλέας διάθεσης, που μοιάζει με
αποκύημα παραισθήσεων, με έναν κόσμο ασύνδετων συνειρμών, ανυπότακτων στη
λογική τάξη. Η ποιήτριά μας θέλει να συντρίψει το φράγμα των αναστολών και των
ματαιώσεων που την εμποδίζει να ανασύρει τις ανεξιχνίαστες αναμνήσεις της, γιατί
θέλει όπως και δήποτε να γονιμοποιήσει τα διδάγματά τους και να μας τα ανασύρει
στο φως (και όχι να τα απωθήσει στο ασυνείδητο και στο σκοτάδι).
•Θαρρείς,
μάλιστα, ότι η ζωή της θυμίζει σε πολλά μια υδατογραφία. Ότι έχει αιχμαλωτιστεί
στα σκοινιά ενός πλοίου που ναυαγεί. Το καράβι της ύπαρξής της μοιάζει λάσκα
δεμένο και η ίδια αγωνιά μήπως πνεύσουν δυνατοί, απρόβλεπτοι άνεμοι και της το
καταποντίσουν. Η ματιά της, το «είναι» της είναι μεν στραμμένα μονίμως προς την
ανοιχτή θάλασσα, αλλά η υπόστασή της είναι άμεσα συσχετισμένη με / εγκλωβισμένη
στο πλοίο της βιοτής της. Και στη χρονική αυτή καμπή της ζωής ξέρει πια πολύ
καλά ότι δεν της επιτρέπεται άλλο να ζει ούτε με αυταπάτες ούτε με φρούδες
ελπίδες.
•Αξιοσημείωτος είναι και ο τρόπος με τον οποίο η Ζαλώνη
κινείται στους χώρους του παρόντος και του παρελθόντος. Της αρέσει πολύ να
ανατρέπει τα αντικειμενικά χρονικά δεδομένα και, κυρίως, να καταργεί, με τη
γλωσσική-λεκτική άνεση που τη χαρακτηρίζει, κάθε έννοια σταθερού και
αυτονόητου. Αυτό που εντυπωσιάζει είναι ότι μεταστρέφει ανοίκεια πράγματα σε
οικεία και το αντίστροφο. Μεταποιεί καταστάσεις που ανήκουν στον χώρο του
υπεραισθητού, και τις καθιστά προσεγγίσιμες / προσπελάσιμες, ωσάν να πρόκειται
για καθημερινής χρήσεως έννοιες, και ανάγει καταστάσεις και πράγματα του
παρόντος στο επίπεδο του συμβόλου. Και όλα αυτά με μία χαρακτηριστική ευκολία,
αφού, όπως το έχουμε ξαναπεί και το έχουν συνομολογήσει αρκετοί κριτικοί του
έργου της, ποιητικοί τρόποι όπως αυτοί της Ζαλώνη βρίσκουν την εξαργύρωσή τους
στο πάντα ασφαλές και πλούσιο χρηματιστήριο της γλώσσας, των βιωμάτων, των
εμπειριών και των εναγώνιων προβληματισμών.
•Η Ζαλώνη κάνει πράγματα με τη γλώσσα που μόνο η Κική Δημουλά
έχει τολμήσει. Αλλάζει τα μέρη του λόγου, κάνει τα επίθετα ρήματα, τα
ουσιαστικά επιρρήματα. Συμπεριφέρεται σαν μία αναρχική διαχειρίστρια των
λέξεων, σαν να παίρνει εκδίκηση από τη γλώσσα για κάθε ανατροπή της ζωής της,
για κάθε δραματικό της απρόοπτο, για κάθε απουσία ή μοναξιά που την έχει
στιγματίσει, για κάθε αναβολή ή ματαίωση στην οποία έχει εξ ανάγκης προβεί.
Ίσως και λίγο θορυβημένη από την πρόοδο του βιολογικού και ποιητικού της χρόνου,
η Ζαλώνη τροποποιεί την ιδιόλεκτό της σε βαθμό που οι λέξεις της μοιάζουν άλλοτε
δύστροπες, άλλοτε ιδιαζόντως φορτισμένες και άλλοτε υπεροπτικές. Διεκδικούν ένα
είδος αυτονομίας όχι μόνον απέναντι στο υποκείμενο νόημά τους αλλά και απέναντι
στην περιοριστική λογική μεταξύ άσπρου- μαύρου, στη μονοσήμαντη διευθέτηση της
έννοιας του ωραίου, του ουσιώδους και του ωφέλιμου. Η Ζαλώνη -αντιστέκεται με
έναν δικό της πρωτότυπο τρόπο: εμπαίζει τις λέξεις, τις μεταχειρίζεται σαν
λογοπαίγνιο, τις συμφύρει σε ποικιλότροπες μίξεις και συζεύξεις, τις προσαρμόζει
στο δικό της εκφραστικό μοτίβο, τις παγιδεύει, τις ξεμπροστιάζει και ενίοτε τις
ευτελίζει. Αυτό ίσως το κάνει για δύο λόγους: πρώτον, γιατί έχει αυστηροποιήσει
τα μέτρα και τα σταθμά βάσει των οποίων αποτιμά την επικάλυψη που προσφέρουν
και, δεύτερον, διότι στους καινούργιους αυτούς κώδικες της ποιητικής της γραφής
μπορεί και ανευρίσκει πιο εύκολα επαρκή αντίδοτα στην υπαρξιακή της ανασφάλεια
(ερμητισμός, σκοτεινότητα, αφαιρετικότητα, αναίρεση εκ βάθρων,
επαναπροσδιορισμός θεμελιωδών εννοιών και όρων).
•Το μυστικό της επιτυχίας της Παναγιώτας Ζαλώνη είναι η βαθιά
ανθρώπινη πλευρά της ποίησής της, η πληγωμένη, η τρυφερή , η πονεμένη. Στα
αδιαπραγμάτευτά της προτερήματα είναι η
ειλικρίνεια, η αμεσότητα, ο ερωτικός πόνος, η εγκατάλειψη, η αποξένωση. «Συνομιλεί»
με τον καθημερινό άνθρωπο, εκφράζεται όπως ακριβώς νιώθει και όχι σαν ηρωίδα
κατασκευασμένη στα εργαστήρια των αρχαίων τραγωδών, που επινόησαν ήρωες,
καλλονές, ακόμη και θεούς στα μέτρα των ανθρώπων. Τα κείμενά της υπερβαίνουν
την τρέχουσα γλώσσα και λογική, γίνονται φορείς απροσδόκητων μηνυμάτων.
Καταργεί τις συμβάσεις και συμπεριφέρεται σαν πάνοπλη ποιήτρια. Προβαίνει σε
σημασιολογικές και γραμματικές αυθαιρεσίες (με την έννοια ότι η γραμματική της
ελληνικής γλώσσας στρέφεται εναντίον της σημασίας των λέξεων). Ξορκίζει το πολύμορφο κακό με το παιχνίδισμα
των εκφραστικών της μέσων. Προσπαθεί με
τις λέξεις να αγγίξει, να νιώσει, να ζήσει την ανεπιτήδευτη χαρά της ζωής.
Ξέρει -εκ πείρας πια- πως μέσα στην ακύμαντη κενότητα λανθάνει μια ανεπαίσθητη
δόνηση της ζωής. Αυτός είναι και ο λόγος που επιδιώκει εμμονικά να συντονιστεί με
τους ρυθμούς ενός αδιάβρωτου ακόμη κόσμου που τον φυλάει σαν πλάκα χρυσού στον
πυρήνα της ύπαρξής της. Αναδιαρθρώνει τον ποιητικό της λόγο με εσωτερικούς
μονολόγους πυκνής έντασης και κρυστάλλινης καθαρότητας. Άλλοτε πάλι κουλουριάζεται
στον εαυτό της, στις σκέψεις της, ακόμη και στη σκιά των λογοτεχνικών της
χαρακτήρων, για να αποφύγει την επέλαση του φθοροποιού χρόνου και του
αναπόδραστου τέλους. Και όταν θέλει να αναπαυτεί προσωρινά, αποσύρεται στο
καταφύγιο της σιωπής, στο απάνεμο λιμάνι της καρδιάς, για να ανασκουμπωθεί, να
ανασυνταχθεί και να εφοδιαστεί με τα «καύσιμα» εκείνα που θα την καταστήσουν εκ
νέου ικανή για μεγαλεπήβολα ποντοπόρα ταξίδια, για ξανοίγματα σε πελάγη
ελπιδοφόρα και λιγότερο αλγεινά.
•Είμαι της γνώμης ότι όσο περνάει ο καιρός η Ζαλώνη θα βαθαίνει
ολοένα και περισσότερο την προσωπική της σχέση με τα ψυχικά της κοιτάσματα και,
κυρίως, με τις λέξεις, τις οποίες θεωρεί ως σύμφυτες με την ύπαρξή της, ως
τρόπο και απόδειξη του ζην. Οι λέξεις της Ζαλώνη δεν περιγράφουν απλώς ψυχικές
καταστάσεις, ούτε επεξηγούν τα διαδραματιζόμενα. Είναι οι ίδιες ένα συμβάν σε
εξέλιξη, μια καταστατική ανθρώπινη βιοτική συνθήκη, που προσκαλούν τον
αναγνώστη να τις αισθανθεί και να τις εγγράψει στο δικό του υπαρξιακό σύμπαν. Και αν ο τελευταίος κατορθώσει να τις
απελευθερώσει από τις κοινές αναφορές, όχι μόνο θα δημιουργήσει καινούργιες
δυνατότητες ερμηνείας του κόσμου γύρω του αλλά θα ανακαλύψει τέτοιες λυτρωτικές
προοπτικές, που θα τον καταστήσουν από περιθωριακό παρατηρητή και πάσχον
υποκείμενο σε απόλυτο πρωταγωνιστή και προνομιακό ενορχηστρωτή της δικής του
ζωής.